Γράφει ο Πέτρος Γκάτζιος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Από την ομιλία του Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1946 για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, του Πρωθυπουργού Έντουαρντ Χιθ όταν το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ το 1973, και της Πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ που συμφώνησε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1985) και την ειδική πλειοψηφία, οι Συντηρητικοί αποτελούσαν το «Ευρωπαϊκό Κόμμα» της χώρας.
Σήμερα όλοι οι κορυφαίοι Συντηρητικοί ισχυρίζονται πως είναι ευρωσκεπτικιστές, δηλαδή εναντιώνονται σε πολιτικές υπερεθνικών θεσμών ή είναι αντίθετοι στη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ.
Τι συνέβη όμως από τότε, και οι Συντηρητικοί μετατράπηκαν (αν δεν ήταν ήδη) σε Ευρωσκεπτικιστές, και ένα μεγάλο μέρος τους τάσσεται υπέρ ενός Brexit;
Ο Τσώρτσιλ, παρά την περίφημη ομιλία του το 1946, δεν ζήτησε το 1951 τη συμμετοχή στην νεοϊδρυθείσα Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και μόνο μετά την κρίση του Σουέζ (1956) το ΗΒ υπό «Συντηρητική» κυβέρνηση άλλαξε στρατηγική, με αποτέλεσμα να αιτηθεί την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1963).
Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε την ίδια χρονιά από το Σαρλ ντε Γκωλ αλλά έγινε δεκτό επί Πρωθυπουργίας Χιθ πλέον το 1970, και αφού είχε αποχωρήσει ο πρώτος από την Προεδρία της Γαλλίας.
Τη δεκαετία του ‘60, οι Συντηρητικοί συμμετείχαν και στην προσπάθεια δημιουργίας ιδεολογικής πολιτικής ομάδας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο δεν έγινε δεκτή η αίτησή τους για συμμετοχή στη νεοϊδρυθείσα Ευρωπαϊκή Ένωση Χριστιανοδημοκρατών (ΕΕΧ, 1965).
Τη δεκαετία του ‘70 και παρά το γεγονός πως το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) ήταν πλέον μέλος στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, οι Συντηρητικοί δεν συμμετείχαν ούτε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ, 1976) που αποτέλεσε τη μετεξέλιξη της ΕΕΧ, καθώς μεταξύ άλλων, δεν αποτελούσαν μέρος της παράδοσης των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, ενώ οι ίδιοι ήταν και ενάντια σε κάθε έννοια ομοσπονδιακής εξέλιξης και πολιτικής ολοκλήρωσης (επέμεναν σε μία χαλαρή ένωση κρατών με σαφή προτίμηση στο αγγλοσαξονικό πρότυπο συνεργασίας).
Έτσι, στις πρώτες άμεσες ευρωεκλογές του 1979, σχημάτισαν μαζί με Δανούς και Ισπανούς την «Ομάδα των Ευρωπαίων Δημοκρατών», αν και συνεργάζονταν στενά με την Κ.Ο. του ΕΛΚ σε επίπεδο Ευρωβουλής.
Η μείωση της κοινοβουλευτικής τους δύναμης όμως σε 45 και 32 στις επόμενες ευρωεκλογές το 1984 και 1989 αντίστοιχα, σε συνδυασμό με την αλλαγή ηγεσίας το 1990 και τις επικείμενες εθνικές εκλογές του 1992, οδήγησαν σε επίπεδο Κ.Ο. στη συνεργασία με το ΕΛΚ, με opt-outs από όποιες αναφορές σε κοινωνικές πολιτικές και θέματα ΟΝΕ του μανιφέστο του ΕΛΚ (στο πρότυπο της συμφωνίας που πέτυχε η χώρα στο Μάαστριχτ).
Το ΕΛΚ από την άλλη, είχε και αυτό επίσης προσαρμοστεί στη «νέα τάξη πραγμάτων», διευρύνοντας τους ορίζοντές του ιδεολογικά και πολιτικά και σε χώρες εκτός ΕΕ, με τους Συντηρητικούς να συμμετέχουν πλέον στη δεύτερη σε εκλογική δύναμη Κ.Ο., από την τέταρτη που βρίσκονταν πριν.
Υπενθυμίζω πως το ΗΒ εντάχθηκε στην τότε ΕΟΚ το 1973, υπό τη συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χιθ, με τους Εργατικούς να είναι αντίθετοι και να υπόσχονται δημοψήφισμα όταν θα αναλάμβαναν ξανά την εξουσία.
Όπως και έκαναν (1975), με τη διαφορά πως άλλαξαν γνώμη (σας θυμίζει κάτι;) και μαζί με τους Συντηρητικούς, υπερασπίστηκαν την ένταξη και την παραμονή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες!
Με τη Θάτσερ να χάνει την προεδρία του κόμματος και την Πρωθυπουργία το 1990 ο Τζον Μέιτζορ που ανέλαβε, διαπραγματεύεται μεταξύ άλλων τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, πετυχαίνοντας μάλιστα και την επικύρωσή της.
Ο Μέιτζορ ωστόσο, στο ετήσιο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1991 είχε επισημάνει αναφορικά με την Ευρώπη: «πρέπει να είμαστε στον πυρήνα της Ευρώπης αν πρόκειται να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας σωστά, χωρίς αυτό να σημαίνει …πως ξαφνικά γίναμε Ευρωπαϊστές και υιοθετούμε κάθε φετίχ που αναδύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό που πραγματικά σημαίνει η συμμετοχή μας, είναι πως με αυτό τον τρόπο είμαστε σε καλύτερη θέση να επηρεάσουμε την κατεύθυνση που θα πάρει η ΕΕ» (αυτό και αν θυμίζει κάτι!, βλ. παρακάτω).
Η αποχώρηση του ΗΒ από το Συναλλαγματικό Μηχανισμό του ΕΝΣ το 1992, οι άσχημες επιδόσεις της οικονομίας και η φθορά της χρόνιας (από το 1979) κυβερνητικής εξουσίας, οδήγησαν μεταξύ άλλων στην εκλογική ήττα του 1997, με τον Εργατικό Τόνι Μπλερ να αναδεικνύεται σε έναν από τους πρωταγωνιστές της νέας Συνθήκης του Άμστερνταμ.
Μετά και από τη δεύτερη ήττα στις εθνικές εκλογές του 2001, ο ευρωσκεπτικισμός έπαιζε πλέον ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη μάχη για την εκλογή του ηγέτη των Συντηρητικών που θα διεκδικούσε με αξιώσεις την Πρωθυπουργία, λίγο πριν τη λειτουργία της τελικής φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και τη χρησιμοποίηση του ευρώ ως κοινού νομίσματος για τις συμμετέχουσες χώρες.
Η εποχή Ντέιβιντ Κάμερον
Αυτό αποδεικνύεται από την εκλογή του Ντέιβιντ Κάμερον στην προεδρία των Συντηρητικών το 2005 ο οποίος και δημιούργησε την επόμενη χρονιά το «Κίνημα για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση», διεκδικώντας τη ριζική μεταρρύθμιση της ΕΕ. Το κίνημα αυτό, μετατρέπεται σε Πολιτική Ομάδα στις ευρωεκλογές του 2009, με τους Συντηρητικούς το πιο σπουδαίο και αριθμητικά μεγάλο κόμμα-μέλος.
Στις εκλογές του 2010, και αφού έχει επικυρωθεί η νέα Συνθήκη της Λισαβόνας από τους Εργατικούς, ο Κάμερον εκλέγεται Πρωθυπουργός και σχηματίζει κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελευθέρους- Δημοκράτες, υποσχόμενος να πράξει αυτά που ζητούσε, χωρίς όμως να μπορεί να κάνει πολλά, όντας σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2013, δήλωσε πως σε περίπτωση επανεκλογής του το 2015, θα επαναδιαπραγματευθεί ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για το ΗΒ, πριν καλέσει σε δημοψήφισμα για το αν η χώρα πρέπει να παραμείνει ή να αποχωρήσει από την ΕΕ.
Σε αυτό το μοτίβο που περιέγραψα, ο Κάμερον σχηματίζοντας μονοκομματική κυβέρνηση τον Μάιο του 2015, έχει επαναφέρει τη συζήτηση για τη συμμετοχή του ΗΒ στην Ένωση (Μανιφέστο κόμματος 2015, σ.σ. 72-73). Ένα δημοψήφισμα το οποίο οργανώνεται σε εθνικό επίπεδο από τον Μάιο του 2013 και με τη μορφή νομοσχεδίου από τον Μάιο του 2015, δίνοντας χρόνο στα δύο στρατόπεδα να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Παράλληλα και με αρκετή καθυστέρηση, ο Κάμερον τον Νοέμβριο, κατέθεσε τις προτάσεις του εγγράφως και σε επίπεδο ΕΕ.
Οι προτάσεις του προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ στις 10/11 καθώς και η ομιλία του την ίδια μέρα για την Ευρώπη, φανερώνει όχι μόνο τον ευρωσκεπτικισμό του, αλλά την αποστροφή του όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι για την μη οικοδόμηση συμμαχιών υπέρ του.
Αποδεικνύει επίσης πως για άλλη μια φορά, πολλοί ηγέτες δρουν όπως δρουν, περισσότερο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, παρά για άλλους λόγους, ενώ επιβεβαιώνει τη θέση των Συντηρητικών για ισχύ του εθνικού κράτους και του ελεύθερου εμπορίου:
- «Δεν έχω καμία ρομαντική σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα. Ενδιαφέρομαι μόνο για δύο πράγματα: την ευημερία και την επιρροή της Βρετανίας. Γι” αυτό θα πολεμήσω σκληρά σε αυτή την επαναδιαπραγμάτευση, έτσι ώστε να έχουμε μία καλύτερη συμφωνία και το καλύτερο για τους δύο κόσμους».
- «Μία πιο Μεγάλη Βρετανία είναι αυτή που είναι ισχυρή στον κόσμο, και αυτό πρέπει να σημαίνει ισχυρή στην ΕΕ επίσης».
- «Αρχές Συντηρητισμού: πίστη στο έθνος-κράτος και στο ελεύθερο εμπόριο»!
- «Η ΕΕ είναι μία οικογένεια δημοκρατικών κρατών που η βασική αρχή τους ήταν και παραμένει η κοινή αγορά».
- «Πρέπει επίσης να εξασφαλίσουμε πως παρόλο που η Ευρωβουλή έχει σημαντικό ρόλο, δεν υπάρχει πιο σημαντικός ρόλος από εκείνον των εθνικών κοινοβουλίων».
Ακόμα, παρόλο που μιλάει για τα θετικά της ΕΕ γενικά, υπερθεματίζει αυτά που πέτυχε ή αυτά στα οποία είχε μεγάλη συμμετοχή το ΗΒ στην Ένωση. Μεταξύ άλλων: άνοιγμα αγορών, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, δημιουργία της ενιαίας αγοράς, εντοπισμός στρεβλώσεων στην αγροτική πολιτική, χάραξη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ, περικοπές στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Στη σκιά του ελληνικού και του μεταναστευτικού ζητήματος το 2015 και αφού είδε πως η εκστρατεία του δεν έχει αποφέρει συμμάχους (μόνο ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν φαίνεται να τον υποστηρίζει), αποφάσισε να ζητήσει γραπτώς, πολλά περισσότερα από αυτά που γενικά τους προηγούμενους μήνες ζητούσε, γνωρίζοντας κατά την άποψή μου πως αυτά που θέλει χρειάζονται αλλαγή Συνθηκών.
Κάτι που όμως δεν το επιτρέπει ο χρόνος μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, το οποίο θα πραγματοποιηθεί το αργότερο στα τέλη του 2017 και επί βρετανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, αν γίνει το δεύτερο εξάμηνο! Την ίδια χρονιά που θα γίνουν εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία.
Ο Κάμερον είχε προσπαθήσει και το Δεκέμβριο του 2011 να δημιουργήσει συμμαχίες για θέματα δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, αντιστεκόμενος στην υπογραφή της «Συνθήκης για το δημοσιονομικό Σύμφωνο», μένοντας τελικά εκτός αφού αυτή προχώρησε και χωρίς το ΗΒ.
Μετά τον Ιούνιο του 2014 προσπάθησε να αποτρέψει την εκλογή Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υπερβολικά φεντεραλιστή, και απέτυχε και πάλι, με τους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να τάσσονται υπέρ της εκλογής και μόνο αυτόν και τον Ορμπάν να τάσσονται κατά.
Τώρα διεξάγει ένα δημοψήφισμα, παίζοντας το χαρτί του εκβιασμού προς τους Ευρωπαίους για να υποστηρίξει την παραμονή του ΗΒ στην Ένωση, γεγονός που μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ, αν και λόγω του Αλέξη Τσίπρα οι Ευρωπαίοι θα σκεφτούν διπλά πως θα αντιδράσουν στο ενδεχόμενο να υποστηρίξει την αποχώρηση.
Κατά την άποψή μου, ο Κάμερον θέλει να πετύχει ότι οι προκάτοχοί του Συντηρητικοί: Η Θάτσερ το 1984 ζητώντας τα χρήματά της πίσω, και ο Μέιτζορ το 1991 με τα opt outs στο Μάαστριχτ.
Ξεχνάει όμως ή θέλει να το προσπεράσει, πως η συμφωνία του 1984 χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί και πως αυτά τα opt-outs αναφέρονται ορισμένοι κύκλοι ισχυριζόμενοι πως ήδη το ΗΒ έχει ειδική συμφωνία με την Ένωση και δε χρειάζεται άλλη: Οpt-outs από το ευρώ, το Σένγκεν και το Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς επίσης και σε θέματα ασφάλειας/δικαιοσύνης/ελευθερίας, με τη διαφορά ότι στην τελευταία περίπτωση μπορεί να επιλέξει και opt in.
Ο Κάμερον ζητάει πολλά περισσότερα για να λάβει αυτά που θέλει ή αυτά που μπορεί να εμφανίσει πως πάλεψε και πέρασε.
Τι ζητάει:
- Πρώτον, τερματισμό της αναφοράς στη Συνθήκη για «ολοένα στενότερη ένωση» και να επιτρέπεται σε ομάδα εθνικών κοινοβουλίων να ασκήσει βέτο επί της νομοθεσίας της ΕΕ.
- Δεύτερον, να καταστεί η Ευρώπη πιο ανταγωνιστική, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και υπογράφοντας νέες και πιο φιλόδοξες εμπορικές συμφωνίες.
- Τρίτον, επιβεβαίωση θέσης ΗΒ εκτός ευρώ, και opt-out από κάθε μελλοντική τραπεζική διάσωση και
- Τέταρτον, περιορισμό της μετανάστευσης, με απόδοση εργασιακών οφελών μετά την συμπλήρωση τεσσάρων ετών εργασίας.
Και όλα αυτά, να αποδίδονται σε ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο.
Το μεταναστευτικό όπως ανέφερα σε προηγούμενη ανάλυσή μου (Αποτίμηση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Δεκεμβρίου 2015 ) στο ΚΕΔΙΣΑ φαντάζει το πιο δύσκολο καθώς οι βασικές αρχές της ΕΕ της ελευθερίας κινήσεων χωρίς διακρίσεις δεν είναι προς συζήτηση, αλλά καθένα από αυτά κρύβει άλλα θέματα και θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί αμοιβαία λύση τόσο σύντομα.
Για παράδειγμα είναι εφικτή η συμφωνία σε θέματα ανταγωνιστικότητας και αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, καθώς και προστασίας της εσωτερικής αγοράς για τα μη συμμετέχοντα κράτη.
Από την άλλη είναι δύσκολο να πείσει για μεγαλύτερη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, καθώς μέχρι στιγμής η διαδικασία της κίτρινης κάρτας έχει χρησιμοποιηθεί μόλις δύο φορές, γεγονός που σημαίνει πως η επικουρικότητα εφαρμόζεται!
Πολύπλοκο είναι επίσης το θέμα της αναφοράς για στενότερη ένωση καθώς προηγούμενες βρετανικές κυβερνήσεις το έχουν αποδεχτεί (Χιθ σε ειδική ρήτρα, Μέιτζορ ζήτησε να παραμείνει στο Μάαστριχτ), ενώ και άλλα κράτη μπορεί να ζητήσουν παρόμοιες εξαιρέσεις, γεγονός που αποτρέπει τις όποιες αλλαγές.
Για το ευρώ η Συνθήκη δεν αναφέρει πως αποτελεί το μοναδικό νόμισμα της ΕΕ, οπότε δε χρειάζεται καμία επιπλέον αναφορά πως δεν είναι το μοναδικό νόμισμα!
Για το μεταναστευτικό ο Κάμερον θα μπορούσε να τροποποιήσει το εθνικό δίκαιο με την προϋπόθεση να είναι σύμφωνη με το δίκαιο της ΕΕ η όποια αλλαγή, γεγονός που δε χρειάζεται πολύ χρόνο και μόνο μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία!
Για το ίδιο ζήτημα θα μπορούσε ακόμα να εφαρμοστεί η ειδική πλειοψηφία με ασφαλιστική δικλίδα που προβλέπεται για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Σε αυτή τη διαδικασία κράτος – μέλος μπορεί να απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου αυτό να επιληφθεί του θέματος, κάτι που μπορεί να γίνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου και το οποίο θα ασχοληθεί εξονυχιστικά στο βρετανικό ζήτημα.
Πάντως η πρόθεση της Επιτροπής το πρώτο εξάμηνο του 2016 να υποβάλλει πρόταση περί «κοινών ελάχιστων κοινωνικών δικαιωμάτων που πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη – μέλη», θα μπορούσε να αποτελεί μία συμβιβαστική λύση.
Το ρίσκο του αντιευρωπαϊσμού
Στο δια ταύτα, η επιμονή του Κάμερον να μην πραγματοποιήσει δεύτερο δημοψήφισμα όπως έκαναν Δανία-Ιρλανδία, σε περίπτωση που το πρώτο αποφανθεί υπέρ της αποχώρησης, φανερώνει το ρίσκο που παίρνει, όταν μάλιστα καμία χώρα δεν επιθυμεί το Brexit.
Το ρίσκο που παίρνει -για μένα ο αντιευρωπαϊσμός του- φαίνεται και από το γεγονός πως δεν διεκδικεί άλλη θητεία ως Πρόεδρος των Συντηρητικών (BBC, 24/03/15) αλλά και από το γεγονός πως είναι ο μοναδικός Πρωθυπουργός που ζητάει λιγότερη, και όχι περισσότερη Ευρώπη.
Το ρίσκο όμως θα οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα και οι Άγγλοι αν αποφασίσουν να αποχωρήσουν όπως προβλέπει πλέον η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 50), πρέπει να επιλέξουν και ποια σχέση θα επιθυμούσανε με τις Βρυξέλλες: μέλος του ΕΟΧ (νορβηγικό μοντέλο), μέλος τελωνειακής ένωσης (τουρκικό μοντέλο), σύναψη ορισμένων διμερών συμφωνιών (ελβετικό μοντέλο), σύναψη συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου (μοντέλο με χώρες όπως Νότια Κορέα και Νότια Αφρική), εμπορικές σχέσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Καμία από αυτές τις επιλογές δεν είναι απλή.
Όλες αυτές οι επιλογές, φανερώνουν πως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η ατζέντα των διαπραγματεύσεων αλλά κάτι βαθύτερο. Οι Βρετανοί ουσιαστικά με το δημοψήφισμα αυτό ψάχνουν την ταυτότητά τους, όχι με κοινωνιολογικούς όρους αλλά στο πλαίσιο της Ευρώπης.
Για τους υπερασπιστές της ΕΕ μια έξοδος της Βρετανίας θα ζημιώσει τη βρετανική οικονομία, ανοίγοντας εκ νέου τη δημόσια συζήτηση για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, ενώ για τους υπερασπιστές της εξόδου, η οικονομία θα ευημερήσει.
Όποιο και αν είναι όμως το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, οι οπαδοί του ΟΧΙ θα εμείνουν στη θέση τους. Αυτό που δεν γνωρίζει κανείς είναι η αντίδραση του κόσμου σε περίπτωση θετικής τοποθέτησης του Κάμερον. Αυτό δεν σημαίνει πως οι Βρετανοί θα ψηφίσουν υπέρ της παραμονής. Το πραγματικό πρόβλημα είναι αν τοποθετηθεί κατά, λαμβάνοντας υπόψη και τις οικονομικές-πολιτιστικές διαφορές στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Συντηρητικοί τη συμμετοχή τους στην ΕΕ.