pierrinakou

Η δυσκολία ορισμού της έννοιας της «τρομοκρατίας» και η περίπτωση της Περουβιανής τρομοκρατικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι»

Posted on Posted in Αναλύσεις, Τρομοκρατία, Ασφάλεια & Οργανωμένο Έγκλημα

Γράφει η Παναγιώτα Πιερρινάκου, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ

Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ κατέδειξε με τον πιο βίαιο τρόπο ένα από τα πιο σκληρά πρόσωπα της τρομοκρατίας και οδήγησε στον «πόλεμο» εναντίον της Διεθνούς Ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία δεν αποτελεί ένα καινούριο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο και η αντίληψη της έννοιας «τρομοκρατία» δεν έχει παραμείνει η ίδια ανά τους αιώνες, καθώς αλλάζει ανάλογα την εποχή και τα μέσα διεξαγωγής της. Με λίγα λόγια, είχε διαφορετικό νόημα κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης [1] και διαφορετικό μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και την δράση της Al Qaeda και άλλων Ισλαμιστικών οργανώσεων.

Σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 ορισμοί για την τρομοκρατία.[2] Αναλυτικότερα, διαφορετικά ορίζει το FBI των τρομοκρατία[3] και διαφορετικά η Ευρωπαϊκή Ένωση στην απόφαση-πλαίσιο για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας 2002/475/JHA (άρθρο 1)[4]. Αυτό που προσπαθεί να πετύχει γενικότερα κάθε ορισμός είναι να καθορίσει ποιες πράξεις είναι τρομοκρατικές και ποιοι ορίζονται ως τρομοκράτες, έτσι ώστε να υπάρχει και η ανάλογη αντιμετώπισή τους. Λογικό είναι λοιπόν, πολλά κράτη να έχουν το δικό τους ορισμό για την τρομοκρατία και καθένας απ’ αυτούς αποκρυσταλλώνει τις προτεραιότητες και τα συμφέροντα κάθε κρατικής οντότητας. Όμως στην πράξη θα ήταν πολύ πιο χρηστική  η δημιουργία ενός μόνο ορισμού, περιεκτικού και παράλληλα απλού, αναγνωρισμένου από μια πλειοψηφία κρατών με σκοπό  την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου και τη δημιουργία νόμιμων μέσων αντιτρομοκρατίας και συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο. [5]

Παρά την ανάγκη δημιουργίας ενός μοναδικού και ευρέως αποδεκτού ορισμού, οι ακαδημαϊκοί έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια για την υιοθέτηση ενός μοναδικού ορισμού.[6] Τα εμπόδια για τη δημιουργία ενός μοναδικού ορισμού, είναι πολιτικά και οντολογικά, παρά το γεγονός ότι είναι παγκοσμίως αποδεκτό πως η τρομοκρατία αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή πολιτικής βίας. Η  δυσκολία ενός μοναδικού ορισμού έγκειται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος από αυτούς είναι η υποκειμενικότητα με την οποία γίνεται αντιληπτός. Για παράδειγμα μια κυβέρνηση δύναται, ανάλογα με τα συμφέροντα της, να ονομάσει «τρομοκράτες» τους αντιφρονούντες. Επιπρόσθετα, πρόκειται για έναν πολύ περίπλοκο και ρευστό όρο καθώς δεν αρκεί μόνο μια έρευνα για την αποσαφήνισή του και ο τρίτος λόγος αφορά την δυσκολία δημιουργίας διαχωριστικών γραμμών από άλλες μορφές πολιτικής βίας, όπως ο ανταρτοπόλεμος. [7] Η σύγχυση που αρκετές φορές επικρατεί μεταξύ της τρομοκρατίας και άλλων εγκληματικών ενεργειών μεγαλώνει και λόγω της συνεχούς αναπαραγωγής της από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα την συχνή περιγραφή άλλων εγκληματικών ενεργειών ως τρομοκρατικών.

Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες «πρώιμες» μορφές τρομοκρατίας, σε σχέση με αυτή που αντιμετωπίζουμε παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια από εξτρεμιστές που ενδύονται τον μανδύα της «ιερής αποστολής» προβάλλοντας την ιδεολογία τους ως αιτιολογική βάση των πράξεών τους. Αυτές οι τρομοκρατικές ενέργειες έλαβαν χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, και η αιτιολογική τους βάση αντλούνταν από το πολιτικό, το εθνικιστικό, το ρατσιστικό αίσθημα. Ακόμη, οι τρομοκρατικές οργανώσεις που υπήρχαν τότε δρούσαν εντός ενός υπάρχοντος  συστήματος και η χρήση βίας ήταν σχετικά περιορισμένη σε αντίθεση με τη «νέα» τρομοκρατία όπου οι εκπρόσωποί της επιθυμούν τη καταστροφή του υπάρχοντος διεθνοπολιτικού συστήματος και την ανάδυση ενός παγκόσμιου Ισλαμιστικού χαλιφάτου. Πρόκειται  για φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μπορούν να ομαδοποιηθούν ανάλογα με το σκοπό τους (θρησκευτικός, εθνικιστικός, αριστερόστροφη/δεξιόστροφη ιδεολογία κ.ά). Η παρούσα ανάλυση θα αναφερθεί στην περίπτωση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης στη Λατινική Αμερική, η οποία εξελίχθηκε  μέσα σε ένα επαναστατικό πεδίο αναφοράς, ασπαζόμενη αριστερές ιδεολογίες και ξεπέρασε τα όρια του πολιτικού κινήματος χρησιμοποιώντας βία.[8]

Αυτή είναι η περίπτωση του «Φωτεινού Μονοπατιού»(«The Shining Path» στην Αγγλική-«Sendero Luminoso» στην Ισπανική) στο Περού, που αποτέλεσε την πιο βίαιη τρομοκρατική οργάνωση της Λατινικής Αμερικής. Ο ιδρυτής της, ο Abimael Guzman ήταν καθηγητής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου San Cristobal of Huamanga στην πόλη Ayacucho των κεντρικών Άνδεων. Την δεκαετία του 1960 αναδείχθηκε ως ηγέτης της  Μαοϊκής φράξιας τους Περουβιανού Κομουνιστικού Κόμματος η οποία έγινε γνωστή ως το «Φωτεινό  Μονοπάτι». Ο Guzman χρησιμοποίησε τον ακαδημαϊκό του κύκλο (συναδέλφους καθηγητές και φοιτητές) για να στρατολογήσει στελέχη και μέλη για την οργάνωσή του. Εκείνοι με τη σειρά τους κατηχούσαν γηγενείς χωρικούς από τις γύρω ορεινές περιοχές, όπου υπήρχε έλλειψη κυβερνητικού ελέγχου. Στόχος του «Φωτεινού Μονοπατιού» ήταν η εγκαθίδρυση ενός αγροτικού κομουνιστικού κράτους προαποικιακού χαρακτήρα. Η κυβέρνηση του Περού δεν κατάφερε όμως, παρά τις κάποιες τακτικές «αντι-τρομοκρατικές» της επιτυχίες, να αποδιοργανώσει την κεντρική του οργάνωση. Ακολούθως, εκείνη πλούτισε έπειτα από συνεργασία με βαρόνους ναρκωτικών του  Περού και ωθήθηκε ακόμα περισσότερο στα όπλα. Η αδιάφορη στάση της κυβέρνησης για το φτωχό λαό στις ορεινές περιοχές των Άνδεων τους έσπρωξε ακόμα περισσότερο στην υποστήριξή του «Φωτεινού Μονοπατιού». Η οργή για το υπάρχον πολιτικό σύστημα στη χώρα οδήγησε σε δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις σε εγκαταστάσεις παροχής ενέργειας. Μέχρι το 1988 είχαν δολοφονηθεί πάνω από 250 κρατικοί αξιωματούχοι, ενώ οι συνολικοί θάνατοι λόγω της βίας του «Φωτεινού Μονοπατιού» εκτιμώνται γύρω στις 30.000. [9] Η κυβέρνηση του Περού, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η ΕΕ την έχουν αναγνωρίσει ως τρομοκρατική οργάνωση, ενώ ανέστειλε τη  δράση της το 1992 μετά τη σύλληψη του αρχηγού της.

Εν κατακλείδι, στην εποχή της έξαρσης της τρομοκρατίας, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν εκλείψει τελείως φαινόμενα όπως του  «Φωτεινού Μονοπατιού» ,ή ότι δεν θα εμφανιστούν εκ νέου στο μέλλον, προκαλώντας μεγάλη αναταραχή. Καθώς η τρομοκρατία αλλάζει κίνητρα και μέσα συνεχώς, η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού ορισμού καθιστά την καταπολέμησή της δυσχερέστερη την εποχή που δεν υπάρχουν σύνορα στο διεθνικό έγκλημα.

Endnotes

[1] Régime de la terreur 1793-4

  • Maximilien Robespierre: “Virtue without which terror is evil, terror without which virtue is hopeless.”
  • “Terror is nothing but justice, prompt, severe and inflexible, it is therefore an emanation of virtue.”

[2] Richard Jackson ,An Argument for terrorism,δημοσιεύτηκε στο British International Studies Association (BISA) Annual Conference, , 2007, University of Cambridge.

[3] “The unlawful use of force or violence against persons or property to intimidate or coerce a Government, the civilian population, or any segment thereof, in furtherance of political or social objectives”

[4] «..given their nature or context, may seriously damage a country or an international organisation where committed with the aim of: seriously intimidating a population; or unduly compelling a Government or international organisation to perform or abstain from performing any act; or seriously destabilising or destroying the fundamental political, constitutional, economic or social structures of a country or an international organisation» https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:32002F0475 

[5] Brenda Lutz, James Lutz, Global Terrorism, 2004,Psychology Press σελ.1-6

[6] Richard Jackson ,An Argument for terrorism,δημοσιεύτηκε στο British International Studies Association (BISA) Annual Conference, , 2007, University of Cambridge.

7 Hoffman Bruce, Inside Terrorism ,1998, Columbia University Post  σελ 20-21

[8] Randal D,Law, Terrorism –A History, chapter “ The era of Leftist and International Terrorism”, 2013, σελ 260-2

[9] Ibid.