Καλλιόπη Βακαλοπούλου

Βόρεια Ιρλανδία: το Ιρλανδικό ζήτημα με αφορμή το Brexit

Posted on Posted in Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, ΕΕ & ΝΑΤΟ

Γράφει η Καλλιόπη-Άννα Βακαλοπούλου*, Ερευνήτρια της Ομάδας «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο» της SAFIA

 

Εισαγωγή

Η περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας έχει αποτελέσει από τα τέλη του 1960 μία βασική παράμετρο τόσο της βρετανικής και της ιρλανδικής, όσο και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Το νησί της Ιρλανδίας, όντας διαχωρισμένο από το 1919 (dejure 1922) με την διακήρυξη της ανεξαρτητοποίησης της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας στο τελευταίο, υπόκειται σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς πολιτικών και συνταγματικών θεσμών αναφορικά με αυτά τα τρία μέρη. Κρίσιμο είναι να αναφερθούν οι αγώνες δεκαετιών μεταξύ των καθολικών (εθνικιστών), που επιδιώκουν την προσάρτηση της Βόρειας Ιρλανδίας στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, και των προτεσταντών (ενωτικών), που επιθυμούν την παραμονή της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδιαίτερα από το 1990 έχουν λάβει χώρα προσπάθειες ειρηνικής αντιμετώπισης του ζητήματος και διαπραγμάτευσης των πολιτικών παραγόντων, με θετικές συνέπειες στην οικονομία, το εμπόριο, την εκπαίδευση και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό η επικείμενη συμφωνία της Μεγάλης Βρετανίας για έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), γνωστή ως Brexit, επαναφέρει στο προσκήνιο τη Βόρεια Ιρλανδία και τη Βρετανία σε σχέση με την ΕΕ (Δημοκρατία της Ιρλανδίας) όσον αφορά την πολιτική στα μεταξύ τους σύνορα. Αν η συμφωνία αυτή δεν ψηφιστεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων της Μεγάλης Βρετανίας, θα εφαρμοστεί η τακτική “hardborder” στα σύνορα, διακινδυνεύοντας τα κεκτημένα από προηγούμενες συμφωνίες. Ωστόσο, και σε περίπτωση υπερψήφισης (εφαρμογή “softborder”), από μόνο του το Brexit ενδέχεται να διασαλεύσει τις ισορροπίες τόσο στα βορειοϊρλανδικά σύνορα (back-stopplan), όσο και στην πολιτική και κοινωνική ζωή στο νησί της Ιρλανδίας, αλλά και στη Σκωτία. Η παρούσα έρευνα πραγματεύεται τη συμφωνία του Brexit για τη Βόρεια Ιρλανδία, τις σημαντικότερες συμφωνίες μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και, τέλος, την ευρωπαϊκή αρωγή στη συνολική ανάπτυξη της παραμεθόριας περιοχής. Έμφαση δίνεται και στην ιστορική πτυχή των συμφωνιών της περιοχής, έτσι ώστε να γίνουν αντιληπτές οι δύσκολες συνθήκες  σύναψης και ο κίνδυνος αυτές να καταρρεύσουν, ενόψει της αποχώρησης της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

1. Ανάλυση Πρωτοκόλλου για Βόρεια Ιρλανδία

Η Συμφωνία για το Brexit έχει συνημμένο το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία. Σε αυτό διευθετούνται με γενικό τρόπο ζητήματα σχετικά με το καθεστώς της περιοχής, τις συμφωνίες που θα εξακολουθούν να ισχύουν, την υπηκοότητα των πολιτών, την εσωτερική και εξωτερική αγορά, τη σχέση με τη Νότια Ιρλανδία και τα σύνορα.

Ειδικότερα στο Πρωτόκολλο λαμβάνεται ρητά υπόψιν η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 (GoodFridayAgreement), μία συμφωνία ορόσημο για την εξομάλυνση των βρετανο-ιρλανδικών σχέσεων, η οποία εισήγαγε μια διασυνοριακή πολιτική με στόχο τη γεφύρωση των κοινωνικών και πολιτικών διαφορών. Επίσης, το Πρωτόκολλο λαμβάνει υπόψιν  τα προγράμματα της ΕΕ για τη Βόρεια και Νότια Ιρλανδία: “EU PEACE” και “INTERREG” (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), τα οποία αναλύονται παρακάτω (υπό 3).

Στο επίκεντρο των προβληματισμών στο πλαίσιο του Brexit βρίσκεται το καθεστώς των συνόρων της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Με το Brexit, η Βόρεια Ιρλανδία καθίσταται η μόνη περιοχή με χερσαία σύνορα με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Δημοκρατία της Ιρλανδίας). Ως στόχος τίθεται να μην εφαρμοστεί η πολιτική “hardborder”, δηλαδή η θέσπιση τελωνειακών δασμών και ελέγχων στη συνοριακή γραμμή, κάτι που αποτράπηκε σε προηγούμενες συμφωνίες Βρετανίας- Ιρλανδίας. Αντιθέτως, επιδιώκεται η δημιουργία ενός “softborder”, με τη διατήρηση της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και κυρίως αγαθών. Αυτό σήμερα βασίζεται στη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας στην Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση και στην «Ενιαία Αγορά» (singlemarket). Στο σημείο αυτό, ενώ τα μέρη συμφωνούν στην αποφυγή ενός “hardborder” και στο σεβασμό της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί τελωνειακή συμφωνία ως την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου (2020), διαφωνούν ως προς το μελλοντικό καθεστώς. Από τη μια, η ΕΕ προτείνει την υιοθέτηση της πολιτικής “back- stop”, ήτοι τη συνέχιση του προνομιακού ευρωπαϊκού καθεστώτος εμπορίου, μόνο για τη Βόρεια Ιρλανδία. Από την άλλη, αυτό βρίσκει αντιμέτωπο το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς έτσι το ζήτημα μετακινείται κυριολεκτικά στο μέσον της θάλασσας και μάλιστα μεταξύ περιοχών της βρετανικής κυριαρχίας, θίγοντας την ενότητά του. Για το λόγο αυτό το Ηνωμένο Βασίλειο ζητά την ενιαία αντιμετώπιση ως προς το “back-stop” για ένα μικρό χρονικό διάστημα από το 2020.

2. Οι σημαντικότερες συμφωνίες για το Ιρλανδικό ζήτημα

Υπό το πρίσμα της συμφωνίας του Brexit και της συμφωνίας που η πρώτη (συμφωνία του Brexit) εξακολουθεί να θεωρεί ισχύουσα (Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής), κρίνεται σημαντική η παρουσίαση των σπουδαιότερων συμφωνιών/ δράσεων στο νησί της Ιρλανδίας. Συνδυαστικά, σημαντικά είναι και τα θεσμικά όργανα που συγκροτήθηκαν προς εξομάλυνση της κατάστασης στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και η μελέτη της στάσης των κυβερνήσεων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο ζήτημα.

2.1 Dunningdale Agreement of 1973

Ο θεωρία του αλυτρωτισμού πρωτοεμφανίστηκε στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας ήδη από την ίδρυσή της το 1922. Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις της χώρας με τη Βόρεια Ιρλανδία ισχυροποιήθηκαν στα τέλη του 1960 λόγω των εκτεταμένων περιστατικών βίας στην περιοχή αυτή. Κύριοι στόχοι της Ιρλανδίας στις αρχές του 1970 ήταν η παρεμπόδιση εξάπλωσης των εχθροπραξιών στην επικράτειά της, η εκπροσώπηση των εθνικιστών της Βόρειας Ιρλανδίας και η διασυνοριακή συνεργασία με απώτερο σκοπό την ένωση. Συγχρόνως, η Μεγάλη Βρετανία ενίσχυε τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην περιοχή χωρίς να αναγνωρίζει κάποια δικαιοδοσία στην Ιρλανδία. Για το λόγο αυτό η ιρλανδική κυβέρνηση παρέπεμψε το ζήτημα στα Ηνωμένα Έθνη το 1969 ασκώντας πίεση στη Βρετανία για συνεργασία. Στο πλαίσιο αυτό εισήχθη ένα νομοσχέδιο (Northern Ireland Assembly Bill) από τη βρετανική κυβέρνηση βασισμένο στη Λευκή Βίβλο (White Paper) Συνταγματικές Προτάσεις για τη Βόρεια Ιρλανδία (Northern Ireland Constitutional Proposals), το οποίο έγινε νόμος το Μάιο του 1973. Τα προαναφερθέντα διαδέχθηκε η Συμφωνία του Sunningdale το 1973, η οποία συνέστησε το Συμβούλιο της Ιρλανδίας (Council of Ireland). Η συμφωνία αυτή δημιουργούσε defacto δυνατότητα της Ιρλανδικής κυβέρνησης να επεμβαίνει στην προσπάθεια επαναφοράς της ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία. Ωστόσο, οι διπλωματικές σχέσεις με την Μεγάλη Βρετανία αποδείχθηκαν ελλιπείς και η συμφωνία κατέρρευσε.

2.2 Fitzgerald – Thatcher Summit of 1981

Η αλλαγή των πολιτικών αρχηγών το 1980 διαμόρφωσε νέες οπτικές στις σχέσεις με τη Βρετανία και τους εθνικιστές της Βόρειας Ιρλανδίας. Η Σύνοδος Κορυφής του 1981 μεταξύ των G. Fitzgerald και της M. Thatcher αποτέλεσε μια τρίμηνη συνεδρία στην οποία προτάθηκε η ίδρυση τριών θεσμών. Πρώτον, συζητήθηκε η ίδρυση ενός συμβουλίου με γνωμοδοτικό ρόλο για θέματα κοινού ενδιαφέροντος για τις ιρλανδο-βρετανικές σχέσεις στη Βόρεια Ιρλανδία  σε κυβερνητικό, υπουργικό και αξιωματικό επίπεδο. Δεύτερον, προτάθηκε η εύρεση ενός κοινοβουλευτικού συνδέσμουμεταξύ των δύο κοινοβουλίων σε μελλοντικό χρόνο. Τρίτον, επιδιώχθηκε η ίδρυση ενός οργανισμού συναντήσεων (Anglo-Irish Encounter Organization), ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για τη σύγκληση των κρατικών φορέων με προοπτική την εξέλιξή του σε συμβουλευτική επιτροπή σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα, βάσει του μοντέλου της Benelux[1].

Στο πλαίσιο της πρώτης πρότασης, ιδρύθηκε το Αγγλο-Ιρλανδικό Διακυβερνητικό Συμβούλιο (Anglo-Irish Intergovernmental Council) με σημαντική επιρροή στις διμερείς σχέσεις.

2.3 Anglo-Irish Agreement of 1985

Με πρωτοβουλία του Garret Fitzgerald ιδρύθηκε το Forum της Νέας Ιρλανδίας το 1983 με σκοπό μία πιο μετριοπαθή εθνική πολιτική, η οποία αποδείχθηκε σταθερότερη. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων από το 1980, οδήγησαν το 1985 στην Αγγλο- Ιρλανδική Συμφωνία (Anglo-Irish Agreement). Με εκείνη τη συμφωνία συστάθηκε η Αγγλο-Ιρλανδική Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη (Anglo-Irish Intergovernmental Conference), η οποία ασχολήθηκε κυρίως με την πολιτική, την ασφάλεια, καθώς και με νομικά ζητήματα. Παράλληλα, ιδρύθηκε Γραμματεία στο Maryfield. Η ιρλανδική κυβέρνηση απέκτησε μεγαλύτερη συμμετοχή στα εσωτερικά ζητήματα της Βόρειας Ιρλανδίας, προστατεύοντας τα δικαιώματα των Καθολικών της περιοχής. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της συμφωνίας ήταν πρωτίστως η ενθάρρυνση του εθνικού κόμματος SinnFéin και του Ιρλανδικού Στρατού (IRA), από τη μία, και των ενωτικών, από την άλλη, να ακολουθήσουν τη διπλωματική οδό.

Στο πλαίσιο της δεύτερης πρότασης της Συνόδου Κορυφής Fitzgerald- Thatcher και με νέες διαπραγματεύσεις ιδρύθηκε μία Διακοινοβουλευτική Ένωση (Inter-Parliamentary Union) το 1990.

2.4 Downing Street Declaration of 1993

Με αφορμή τη συμφωνία του 1985, σχηματίστηκε σταδιακά μία παν-εθνικιστική κοινότητα κομμάτων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (FiannaFáil, SinnFéin, SDLP), η οποία δραστηριοποιήθηκε τη δεκαετία του 1990. Ιδιαίτερης σημασίας αποδείχθηκαν οι διαπραγματεύσεις και το τελικό Κείμενο της Διακήρυξης του Downing Street το 1993, στο οποίο η βρετανική κυβέρνηση παρείχε ιδεολογικά θεμέλια για μία δημοκρατική προσέγγιση στην επίλυση του ζητήματος, χωρίς βλέψεις για οικονομικά και στρατηγικά οφέλη. Σε αυτήν συνδυάστηκαν οι αρχές της αυτοδιάθεσης και της συγκατάθεσης με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δύο κυβερνήσεις να συμφωνήσουν στο ότι, αν οι πολίτες έχουν τέτοια θέληση, μπορούν να δώσουν την ελεύθερη και ταυτόχρονη συγκατάθεση τους στην ένωση της Ιρλανδίας.

2.5 Good Friday/Belfast Agreement of 1998

Με τις πολυκομματικές συζητήσεις να ξεκινούν το 1996, η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής συνήφθη το 1998, με την ιρλανδική πλευρά να παραμερίζει τη θεωρία του αλυτρωτισμού και να ενδιαφέρεται για την ευημερία των ανθρώπων της περιοχής. Αυτό φάνηκε και από την Αναθεώρηση των Άρθρων 2 και 3 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας το 1999, στα οποία θεσπίζεται πλέον το ιρλανδικό έθνος ως σύνολο ατόμων και όχι ως επικράτεια (άρθρο 2), αλλά και προβλέπεται η συναίνεση του λαού της Βόρειας Ιρλανδίας για ενδεχόμενη ένωση με την Ιρλανδία (άρθρο 3). Οι κεντρικοί άξονες αυτής της συμφωνίας ήταν δύο:  πρώτον, η καταστολή των αναταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία διαμέσου της  αναγνώρισης της ισχυρής βούλησης του βορειοϊρλανδικού λαού και, δεύτερον, η δημιουργία διασυνοριακής πολιτικής με στόχο τη βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Με τον τρόπο αυτό, κατορθώθηκε να παρουσιαστεί τόσο η ιρλανδική όσο και η βρετανική οπτική, κάτι που εξυπηρέτησε τη συνύπαρξη των εθνικιστών και των ενωτικών.

Οι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία, θέλησαν να υπαγάγουν το Αγγλο-Ιρλανδικό Διακυβερνητικό Συμβούλιο της Συνόδου Κορυφής Fitzgerald- Thatcher και την Αγγλο-Ιρλανδική Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής στη νέα Βρετανικο-Ιρλανδική Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη (British- Irish Intergovernmental Conference) με έδρα το Belfast. Νομική βάση για αυτό αποτέλεσε μία ΒρετανοΙρλανδική Συμφωνία του 1999 (Agreement between the Government of Ireland and the Government of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland establishing a British–Irish Intergovernmental Conference) [John Coakley, 2014 (p.80)]. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου χαρακτηρίστηκαν ευρύτερες με έμφαση στην επικαιρότητα, όπως διασυνοριακή αστυνόμευση και ασφάλεια, άσυλο και μετανάστευση, σχέσεις με ΕΕ και διεθνή κοινότητα, ανθρώπινα δικαιώματα.

Ταυτόχρονα, η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής μετονόμασε τη Διακοινοβουλευτική Ένωση του 1990 σε Βρετανο-Ιρλανδική Κοινοβουλευτική Συνέλευση (British-Irish Parliamentary Assembly). Επίσης, διεύρυνε τη σύστασή της με τη συμμετοχή αντιπροσώπων του Σκωτικού Κοινοβουλίου, της Συνέλευσης της Ουαλίας, της Συνέλευσης της Βόρειας Ιρλανδίας και των κτήσεων του Στέμματος (Νήσος του Μαν, Γκέρνσεϊ, Τζέρσεϊ). Ο ρόλος της ένωσης αυτής, αν και περιορίζεται σε γνωμοδοτικό, αποδεικνύεται ουσιώδης «για την αμοιβαία κατανόηση και τον σεβασμό ανάμεσα στα κράτη», έτσι ώστε «η κοινωνική δράση της ένωσης να αναδεικνύεται όπως η βουλευτική» (CranmerandRoycroft, 2000).

Επιπρόσθετα, ιδρύθηκε και το Βρετανικό-Ιρλανδικό Συμβούλιο(British-Irish Council) με τη συμμετοχή οκτώ επικρατειών (Βρετανία, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Σκωτία, Ουαλία, Βόρεια Ιρλανδία, Νησιά του Μαν, Γκέρνσεϊ, Τζέρσεϊ). Η σύσταση του έγινε από πολιτικούς υπαλλήλους στα Υπουργεία Εξωτερικών του Δουβλίνου και του Λονδίνου, ενώ το 2012 δημιουργήθηκε σχετική Γραμματεία στο Εδιμβούργο.

2.6 St Andrews Agreement of 2006

Το 2006 συνήφθη η Συμφωνία του Αγίου Ανδρέα, με την οποία ο ρόλος της Διακυβερνητικής Συνδιάσκεψης μειώθηκε, καθώς δημιουργήθηκε ο θεσμός ενός ανώτερου υπαλλήλου με αρμοδιότητα αποκλειστικά για τη Βόρεια Ιρλανδία. Η παρουσία της Συνδιάσκεψης διατηρήθηκε για λόγους επιείκειας, ενώ η βρετανική αποστολή αποχώρησε το 2012 λόγω της εντύπωσης ότι το Ιρλανδικό ζήτημα είχε επιλυθεί. Την ίδια χρονιά, ωστόσο, o Taioseach της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας EndaKenny και ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας DavidCameron δήλωσαν την πρόθεσή τους για αναπροσανατολισμό των βρετανο-ιρλανδικών σχέσεων. Επ’ ευκαιρία έγινε μια οικονομική μελέτη και ιδρύθηκε μία Μόνιμη Γενική Γραμματεία (Permanent Secretaries and Secretaries General Group), αντικαθιστώντας τη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη.

2.7 Θεσμικά όργανα: κριτική

Ερευνητές πιστεύουν πως η δράση των παραπάνω εν ενεργεία θεσμικών οργάνων (Βρετανο-Ιρλανδική Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη, Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Συμβούλιο) αποδεικνύει την ισχυρή παρουσία της Βρετανίας στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και τη δυσκολία μικρότερων σχηματισμών να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Και τούτο, λόγω της μικρής πρακτικής επιρροής αυτών των θεσμών (John Coakley, 2014).

3. Ευρωπαϊκή δράση: Προγράμματα INTERREG και PEACE

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να επικεντρωθεί στο Ιρλανδικό ζήτημα, λόγω των απρόσφορων προσπαθειών των αγγλο-ιρλανδικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν το ζήτημα, με αφορμή την Αναφορά Haagerup του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1984. Για το σκοπό αυτό, θέτοντας ως προτεραιότητά της τον σεβασμό στην ανεξαρτησία των κρατών-μελών, που εμπλέκονται στην προώθηση και τη στήριξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων στο νησί της Ιρλανδίας, προέβη σε σειρά χρηματοδοτήσεων. Αυτό ευνόησε τις βρετανικές και ιρλανδικές κυβερνήσεις.

Η θέσπιση, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεωτικών νομικών πράξεων όπως οι κανονισμοί και οι οδηγίες σε πολλούς τομείς, στους οποίους διαθέτει συντρέχουσα ή ακόμα και αποκλειστική αρμοδιότητα (όπως η νομισματική πολιτική) είχε θετική επίδραση στην οικονομία των συνόρων και στο σύνθημα «Ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία» (Europeofregions). Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκαν τα προγράμματα INTERREG (βλ. interregional) μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης(EuropeanRegionalDevelopmentFund) το 1975.

3.1 INTERREG I (1991-1993)

Το πρώτο πρόγραμμα INTERREG αναπτύχθηκε βάσει της Αγγλο-Ιρλανδικής Συμφωνίας του 1985, με έμφαση στην περιφέρεια της παραμεθορίου και στο κατά πόσο οι πράξεις βίας υπονόμευαν την οικονομική ζωή. Παρ’ όλες τις προσδοκίες βαθμιαίας, από κάτω προς τα κάτω (bottom-up), προσέγγισης του θέματος, σημειώθηκε ελάχιστη συμμετοχή των πολιτών της περιοχής. Αδιαμφισβήτητα, το πρόγραμμα βοήθησε στην ανάπτυξη της ιδέας μίας ενιαίας οικονομίας για το νησί, με τους επιχειρηματικούς και δημόσιους φορείς να αποβλέπουν σε οικονομική αναγέννηση.

3.2 INTERREG II (1994-1999)

Το δεύτερο πρόγραμμα INTERREG έθεσε τρεις στόχους:  κοινό σχεδιασμό και εφαρμογή των διασυνοριακών υποπρογραμμάτων, θέσπιση μέτρων για τη βελτίωση της διασυνοριακής ροής πληροφοριών μεταξύ δημόσιων φορέων, ιδιωτικών οργανισμών και εθελοντικών φορέων και, τέλος, ίδρυση θεσμικής και διοικητικής δομής για τη διατήρηση και προώθηση της συνεργασίας. Ωστόσο, η υλοποίησή του αποδείχθηκε ανεπαρκής, καθώς δεν επιτεύχθηκε  από τις ιρλανδικές και βρετανικές διοικήσεις αμοιβαία κατανόηση του ιδιαίτερου κοινωνικοπολιτικού υποβάθρου καθεμιάς.

3.3 INTERREG III (2000-2006)

Το τρίτο πρόγραμμα INTERREG θεωρείται και το επιτυχέστερο. Με αφορμή την Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής δόθηκε νέα δυναμική στα ευρωπαϊκά προγράμματα. Κατ’ αρχάς ιδρύθηκε το Βόρειο/Νότιο Υπουργικό Συμβούλιο (North/South Ministerial Council), που δραστηριοποιείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Επίσης, σχηματίστηκε το Ειδικό Ευρωπαϊκό Σώμα για τα Προγράμματα (Special European Programmes Body), με αρμοδιότητα τη διαχείριση των προγραμμάτων των Ευρωπαϊκών Δομικών Κεφαλαίων στη συνοριακή περιοχή της Ιρλανδίας και σε μέρος της Δυτικής Σκωτίας. Η σημασία του αποδείχτηκε κρίσιμη για την πολιτική και την οικονομία για τους πολίτες, τους πολιτικούς και τις επιχειρήσεις. Τα παραπάνω συνδυάστηκαν με την επιτυχή αναδιοργάνωση δικτύων όπως της Βορειοδυτικής Διασυνοριακής Ομάδας (North West Region Cross-Border Group), του Ιρλανδικού Δικτύου Κεντρικής Παραμεθόριου (Irish Central Border Area Network), και της Ανατολικής Παραμεθόριου Ε.Π.Ε. (East Border Region LTD).

3.4 EU PEACE

Η χρηματοδότηση των τεσσάρων προγραμμάτων EU PEACE εκφράζει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για ειρήνη και διασυνοριακή ισορροπία. Ιδιαίτερο στοιχείο των προγραμμάτων ήταν η ίδρυση ίδιου διοικητικού οργάνου για την άμεση διάθεση των κεφαλαίων, παρακάμπτοντας τις βρετανικές και ιρλανδικές κυβερνήσεις, στο οποίο συμμετείχε η Βόρεια Ιρλανδία και παραμεθόριοι δήμοι της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.

Συμπέρασμα

Παρατηρώντας το μακρό ιστορικό των συμφωνιών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, ήδη από το ξέσπασμα των αναταραχών το 1968, μπορεί να λεχθεί πως η διατήρηση ενός “momentum” κρίνεται πολύτιμη. Σήμερα, παρέχεται ελεύθερα η δυνατότητα στο λαό της Βόρειας Ιρλανδίας να επιλέξει την ένωση με το κράτος της Ιρλανδίας ή την παραμονή στην Αγγλία.

Η δυνατότητα αυτή αποκτά πρακτική σημασία εν όψει του Brexit, καθώς η Δημοκρατία της Ιρλανδίας θα παραμείνει μία χώρα της ΕΕ. Όλα αυτά αφορούν σε μία περιοχή όπου το 55.8% ψήφισε την παραμονή στην ΕΕ στο δημοψήφισμα του 2016. Στο πλαίσιο αυτό, ο βρετανικός και βορεϊοιρλανδικός πολιτικός κόσμος εξέφρασε τις αμφιβολίες του ως προς την αποτελεσματικότητα της Συμφωνίας του Brexit.  Παράλληλα τόνισε τις ανησυχίες του ως προς το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς συμφωνία, το οποίο θα προκαλέσει χάος στην αγορά, την οποία έχει στηρίξει οικονομικά και πολιτικά η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. INTERREG, PEACE). Συνακόλουθα, η ανησυχία στον πολιτικό κόσμο οδήγησε στην πρόταση δημοψηφίσματος για ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, από το εθνικό κόμμα SinnFéin.

Συμπεραίνοντας, το παρελθόν στο καθεστώς και τα τεκταινόμενα στη Βόρεια Ιρλανδία μπορούν να οδηγήσουν στην κρίση, ότι το μέλλον του ζητήματος στη Βόρεια Ιρλανδία συνδέεται άρρηκτα με τις εξελίξεις στο Ηνωμένο  Βασίλειο και την ενδεχόμενη έξοδό του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

*Η παρούσα ανάλυση της Καλλιόπης-Άννας Βακαλοπούλου αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΚΕΔΙΣΑ μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του με τη SAFIA.

Πηγή πρώτης δημοσίευσης: https://thesafiablog.com/2019/01/19/vacalopoulou-analysis-dec/


[1] Η Benelux ήταν μία οικονομική ένωση μεταξύ Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου. Ιδρύθηκε με τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Τελωνειακής Ένωσης των Χωρών Μπενελούξ (Benelux) το 1944 και λειτούργησε μέχρι το 1960.


Βιβλιογραφία

  1. Lagana, G. (2017). A preliminary investigation on the genesis of EU cross-border cooperation on the island of Ireland. SpaceandPolity, 21(3), pp.289-302.
  2. McCann, G. and Hainsworth, P. (2016). Brexit and Northern Ireland: the 2016 referendum on the United Kingdom’s membership of the European UnionIrishPoliticalStudies, 32(2), pp.327-342.
  3. Coakley, J. (2014). British Irish Institutional Structures: Towards a New RelationshipIrishPoliticalStudies, 29(1), pp.76-97.
  4. Aughey, A. (2014). Northern Ireland: 20 Years OnStudies in Conflict & Terrorism, 37(9), pp.815-823.
  5. McDermott, S. (2014). The Dimensions of Irish Government Involvement in the Pursuit of a Settlement of the Northern Ireland ConflictIrishPoliticalStudies, 29(1), pp.98-115.
  6. Anglo-Irish Agreement 1985, opened for signature on 15th of November 1985
  7. Draft Agreement on the withdrawal of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland from the European Union and the European Atomic Energy Community, as agreed at negotiators’ level on 14 November 2018, TF50 (2018) 55, Ec.europa.eu. (2018). [online] Available here.   [Accessed 21 Dec. 2018].
  8. The Sunningdale Agreement – Chronology of Main Events, Cain Web Service. Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].
  9. The Sunningdale Agreement (December 1973) [online], Cain Web Service. Available here.  [Accessed 21 Dec. 2018]
  10. The Independent. (2018). Theresa May forced to call Leo Varadkar to calm Irish anger over border. [online] Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].
  11. U.S. (2018). Irish nationalist Sinn Fein steps up calls for post-Brexit united Ireland [online] Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].
  12. BBC News. (2018). Q&A: The Irish border Brexit backstop. [online] Available here.  [Accessed 21 Dec. 2018].
  13. The Independent. (2018). Theresa May’s plan to let MPs veto Brexit backstop would ‘rip up withdrawal agreement’, Brussels warns. [online] Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].
  14. The SAFIA Blog. (2018). Συμφωνία για Brexit: Διπλωματική Επιτυχία ή Παταγώδης Αποτυχία;. [online] Available here.  [Accessed 21 Dec. 2018].
  15. The SAFIA Blog. (2018). Το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit: Ο νέος ρόλος, οι προκλήσεις και η πραγματικότητα. [online] Available here.  [Accessed 21 Dec. 2018].
  16. 16. El.wikipedia.org. (2018). Μπενελούξ. [online] Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].
  17. Picture taken from: Monaghan, J. (2018). PSNI to liaise with department over ‘Welcome to Northern Ireland’ border sign peppered with bulletholes. [online] The Irish News. Available here. [Accessed 21 Dec. 2018].