Konstantinos anagnostakis 250

Βουλευτικές εκλογές στην Γαλλία: Υπερ-προεδρία Μακρόν ή πολιτική συγκατοίκηση;

Posted on Posted in Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, ΕΕ & ΝΑΤΟ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Αναγνωστάκης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, στις οποίες ο Εμμανουέλ Μακρόν έγινε ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος μετά από 20 χρόνια που καταφέρνει να κερδίσει μία δεύτερη θητεία. Σύντομα, ωστόσο, στις κάλπες θα ξαναβρεθούν οι Γάλλοι ψηφοφόροι, αυτή τη φορά για να εκλέξουν αντιπροσώπους για την 16η Εθνοσυνέλευση (Assemblée nationale) της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτή είναι και η πρώτη σημαντική πρόκληση στην οποία καλείται να ανταποκριθεί θετικά ο επανεκλεγείς πρόεδρος, έχοντας αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει μία Ενωμένη Αριστερά υπό τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν και την σταδιακά ανοδική σε εκλογικά ποσοστά ακροδεξιά παράταξη της Μαρίν Λεπέν.

Πως λειτουργούν οι νομοθετικές-βουλευτικές εκλογές;

Οι εκλογές αποτελούνται από δύο γύρους. Ο πρώτος γύρος αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 12 Ιουνίου με τον δεύτερο να ακολουθεί μία εβδομάδα αργότερα, στις 19 Ιουνίου. Η Εθνοσυνέλευση ή Κάτω Βουλή αποτελείται από 577 αντιπροσώπους οι οποίοι εκλέγονται με άμεση, καθολική ψηφοφορία για θητεία πέντε ετών. Το Γαλλικό Κοινοβούλιο είναι διθάλαμο, αποτελείται δηλαδή από την Γερουσία (Sénat) και την Εθνοσυνέλευση (Assemblée nationale). Παρά το γεγονός ότι η τελευταία θεωρείται ως η Κάτω Βουλή, στην πραγματικότητα διαθέτει περισσότερες εξουσίες και είναι το σώμα που εκλέγεται άμεσα από τον Γαλλικό λαό. Τα δύο σώματα εδράζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες στο Παρίσι ωστόσο συνέρχονται κατά τη διάρκεια σύστασης του Κογκρέσου, σε περίπτωση αναθεώρησης του Γαλλικού Συντάγματος. Στις τελευταίες νομοθετικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 2017, το κεντρο-δεξιό κόμμα του Εμμανουέλ Μακρόν (La Republique en Marche!) εξέλεξε 312 αντιπροσώπους καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση με μεγάλη απόσταση από τους Ρεπουμπλικάνους (Les Republicaines) που εξέλεξαν μόλις 102 αντιπροσώπους.

Η σημασία τους

Πολλοί τείνουν να υποβαθμίζουν τη σημασία των νομοθετικών εκλογών εξαιτίας του ημι-προεδρικού πολιτικού συστήματος της Γαλλίας, το οποίο δίνει ισχυρές εξουσίες στον Πρόεδρο με διευρυμένο εκτελεστικό ρόλο. Ιδιαίτερα μετά την γέννηση της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας από τον Στρατηγό Ντε Γκωλ το 1958, η κυβέρνηση έχει περιορισμένες εξουσίες και παρά τις σημαντικές της αρμοδιότητες, οι απόψεις του Προέδρου υπερέχουν. Ωστόσο, το ημι-προεδρικό σύστημα της Γαλλίας δεν προβλέπει αυστηρό διαχωρισμό των εξουσιών όπως αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρόεδρος χρειάζεται τόσο τον Πρωθυπουργό όσο και την πλειοψηφία της κυβέρνησης για να εφαρμόσει ομαλά το πολιτικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 20 του ισχύοντος Γαλλικού Συντάγματος, η κυβέρνηση είναι επιφορτισμένη με την διαχείριση των εσωτερικών πολιτικών του έθνους, έχοντας στο πλευρό της την κοινωνία των πολιτών και τις ένοπλες δυνάμεις, όντας υπόλογη στο Κοινοβούλιο. Η Κάτω Βουλή, πέρα από τα νομοθετικά της καθήκοντα είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κυβερνητικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων, έχει το δικαίωμα να αιτηθεί από τους υπουργούς να λογοδοτήσουν, γραπτά ή προφορικά, είτε πρόκειται για ερωτήσεις που αφορούν τοπικά ζητήματα στις περιφέρειες που εκπροσωπούν είτε για την εθνική πολιτική. Επιπλέον, σε θέματα που απαιτούν διαλεύκανση, η σύγκληση εξεταστικών επιτροπών είναι το κύριο μέσο άσκησης ελέγχου και διαφάνειας.

Το φαινόμενο της πολιτικής «συγκατοίκησης»

Το Σύνταγμα του 1958, εμπνευσμένο από την Τρίτη και Τέταρτη Γαλλική Δημοκρατία αρχικά προέβλεπε επταετή θητεία για τον Πρόεδρο. Ωστόσο η διαφορά δύο ετών μεταξύ της θητείας του Προέδρου και εκείνης της κυβέρνησης προκάλεσε το ζήτημα της συγκατοίκησης. Συγκατοίκηση αποτελεί το πολιτικό φαινόμενο κατά το οποίο ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση προέρχονται από διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό χώρο από εκείνο του προέδρου.  Εμφανίζεται όταν, μετά τις βουλευτικές εκλογές, η Εθνοσυνέλευση κυριαρχείται από κόμμα διαφορετικό από το κόμμα του ίδιου του προέδρου. Η κατάσταση αυτή είναι μειονεκτική για έναν πρόεδρο, ο οποίος χάνει την εξουσία λήψης αποφάσεων στα εσωτερικά ζητήματα καθώς η κυβερνητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο προχωρά στη δική της νομοθετική και πολιτική ατζέντα. Ο πρόεδρος είναι συνεπώς αναγκασμένος να μοιραστεί τα προνόμια με τον πρωθυπουργό και δεν μπορεί να υποχρεώσει τον τελευταίο να παραιτηθεί. Ωστόσο, ένας πρόεδρος διατηρεί την εξουσία να διαλύει το κοινοβούλιο και να προκαλεί νέες βουλευτικές εκλογές.  Μέχρι και σήμερα, οι Γάλλοι ψηφοφόροι έχουν εκλέξει σε τρεις περιπτώσεις Εθνοσυνέλευση διαφορετικής πολιτικής ιδεολογίας με την αντίστοιχη του Προέδρου. Συγκεκριμένα, στις νομοθετικές εκλογές του 1986 και του 1993 ο Πρόεδρος Μιτεράν έχασε την πλειοψηφία και αναγκάστηκε να «συγκατοικήσει» τα δύο τελευταία χρόνια της θητείας του με πρωθυπουργούς της δεξιάς πολιτικής παράταξης. (Από το 1986 ως το 1988 με τον Ζαν Ζακ-Σιράκ και από το 1993 έως το 1995 με τον Εντουάρντ Μπαλαντίρ). Από την άλλη, το 1997 ο Πρόεδρος Σιράκ διέλυσε την Κάτω Βουλή προκαλώντας εκλογές στις οποίες η δεξιά του παράταξη δεν κατάφερε να συγκεντρώσει πλειοψηφία, συγκατοικώντας εν τέλει με τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν έως το 2002. Η κατάσταση αυτή άλλαξε όταν μετά από σφοδρή κριτική και πολλά προβλήματα στις συγκατοικήσεις, η επταετής θητεία του Γάλλου Προέδρου μετατράπηκε σε πενταετή, μεταρρύθμιση που τελικά εφαρμόσθηκε το 2002. Έκτοτε, δεν έχει ξανά-προκύψει συγκατοίκηση.

Τα τρία μεγάλα πολιτικά στρατόπεδα των επερχόμενων εκλογών

H Αναγέννηση

Οι προεδρικές εκλογές έδειξαν ότι – από τα τρία κύρια εκλογικά μπλοκ – το μεγαλύτερο είναι το κεντροδεξιό σύμπλεγμα που περιστρέφεται γύρω από τον Γάλλο πρόεδρο. Ωστόσο, ο «τρίτος γύρος» όπως συχνά αποκαλούνται οι αντιπροσωπευτικές εκλογές, έχει άλλες δυναμικές και ελοχεύει κινδύνους για τον Γάλλο Πρόεδρο και το κόμμα του. Για παράδειγμα, παρά την δεύτερη επικράτηση του στο face-to-face με την Λεπέν, η απώλεια 2 περίπου εκατομμύρια ψήφων μεταξύ των δύο αναμετρήσεων τους το 2017 και το 2022 δείχνει μία αξιοσημείωτη μείωση της λαϊκής υποστήριξης προς το πολιτικού του πρόγραμμα. Λαμβάνοντας αυτά υπόψιν, στις 16 Μαίου, ο Μακρόν όρισε την Ελίζαμπεθ Μπορν ως πρωθυπουργό της χώρας, αντικαθιστώντας έτσι τον Ζαν Καστέξ. Η κίνηση αυτή είχε ιδιαίτερα συμβολικό χαρακτήρα στην εκστρατεία του Μακρόν καθώς η κυρία Μπορν αποτελεί την μόλις δεύτερη γυναίκα που λαμβάνει αυτό το αξίωμα. Μάλιστα, η νέα πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις δίνοντας έμφαση στην αγορά, τον τομέα της υγείας και το περιβάλλον. Επιπλέον, ο Γάλλος Πρόεδρος προχώρησε σε ακόμα μία συμβολική κίνηση, αλλάζοντας το όνομα του κόμματος από La République En Marche! (Δημοκρατία εν κινήσει) σε Renaissance (Αναγέννηση), υπονοώντας ουσιαστικά ότι η δεύτερη θητεία του θα βρίσκεται πιο κοντά στον γαλλικό λαό.

Η Ενωμένη Αριστερά

Ο κύριος αντίπαλος του Μακρόν στις προσεχείς εκλογές φαίνεται ότι είναι ο συνασπισμός της Αριστεράς και των Πρασίνων. Παρά την αποτυχία του Μελανσόν να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών αντί της Λεπέν, ο αρχηγός της Ανυπόταχτης Γαλλίας (La France Insoumise) κατάφερε να κερδίσει το 21,95% των ψήφων (μόλις 450.000 ψήφους μακριά από την Λεπέν) και να καθιερωθεί ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη της Αριστεράς. Γνωρίζοντας όμως ότι αυτό δεν αρκεί για την επικράτηση του στις νομοθετικές εκλογές και σε αντίθεση με την πολιτική που είχε ακολουθήσει το 2017, ο Μελανσόν επιχείρησε μία ιστορική κίνηση και ένωσε τα μεγαλύτερα Αριστερά κόμματα σε ένα συμμαχικό μπλοκ έπειτα από 25 χρόνια. Χρειάστηκαν έντονες και πολυάριθμες διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών και των κομματικών στελεχών τους για να δημιουργηθεί η παράταξη NUPES, η οποία περιλαμβάνει την Ανυπόταχτη Γαλλία του Μελανσόν, τους Οικολόγους (EELV), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) και το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF). Το αντι-καπιταλιστικό κόμμα Γαλλίας απέρριψε τις προτάσεις για σύμπραξη. Την τελευταία φορά, το 1997, η Πλουραλιστική Αριστερά κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αναδεικνύοντας ως πρωθυπουργό τον Σοσιαλιστή Ζοσπέν ο οποίος ήταν και ο τελευταίος που συγκατοίκησε με τον συντηρητικό Πρόεδρο Σιράκ.

Η Ακροδεξιά

Παρά την μεγάλη απήχηση που είχε το όνομα του ακροδεξιού Ερίκ Ζεμούρ μετά την ανακοίνωση του ότι θα συμμετέχει ως υποψήφιος Πρόεδρος της Γαλλίας, εκείνη αποδείχθηκε βραχύβια και συμβολική καθώς δεν αποτυπώθηκε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο πρώην δημοσιογράφος συγκέντρωσε μόλις το 7% της συνολικής ψήφου μη καταφέρνοντας να πείσει με την Ισλαμοφοβική ρητορική του. Σε αντίθεση θέση βρέθηκε η ετέρα ακροδεξιά υποψήφιος Μαρίν Λεπέν η οποία κατάφερε να προκριθεί στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών παρά τη σθεναρή αντίσταση της Αριστεράς του Μελανσόν και να καθιερωθεί αδιαμφησβήτητα ως το κυρίαρχο κόμμα στην ακροδεξιά. Μπορεί στον δεύτερο γύρο να μην επικράτησε του Μακρόν, κατάφερε όμως να ψαλιδίσει τη μεταξύ τους διαφορά κατά το ήμισυ σε σχέση με το 2017, σηματοδοτώντας για ακόμα μία φορά την σταδιακή άνοδο της άκρας δεξιάς. Η Λεπέν παρουσιάζει τον εαυτό της και την Εθνική Συσπείρωση (Rassemblement National) ως τη μόνη επιλογή ικανή να αντιπολιτευτεί τον Γάλλο Πρόεδρο.

Σύνοψη

Μετά και την εφαρμογή της πενταετούς προεδρικής θητείας το 2002, κανένας Γάλλος πρόεδρος δεν έχει χάσει τις νομοθετικές εκλογές. Είναι προφανές ότι το momentum είναι υπέρ του νέο-εκλεγέντα Προέδρου σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα. Ως εκ τούτου, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών του αντιπάλων, οι περισσότεροι αναλυτές και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το κόμμα του Μακρόν ως το επικρατέστερο φαβορί. Παράλληλα, ο Μακρόν είναι ο πρώτος Πρόεδρος που κατάφερε να επανεκλεγεί εδώ και δύο δεκαετίες. Αντίθετα, στην περίπτωση των υποψηφίων που έχασαν τις προεδρικές εκλογές, οι νομοθετικές αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση απ’ ότι πολλοί φαντάζονται. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η Λεπέν συγκέντρωσε το 34% των ψήφων στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2017, το Εθνικό Μέτωπο κατέλαβε μόλις 8 από τις 577 θέσεις στην Κάτω Βουλή. Ωστόσο, η ιστορική αναδρομή μπορεί να είναι απλώς μία υπεραπλούστευση των γεγονότων που δεν αντικατοπτρίζει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και δυναμικές. Αρχικά, στις προεδρικές εκλογές ο Μακρόν στηρίχθηκε κατά ένα σημαντικό ποσοστό στους ψηφοφόρους της Αριστεράς, οι οποίοι τον είδαν ως την μοναδική λύση,    «το μη χείρον βέλτιστον» δηλαδή έναντι της ακροδεξιάς ρητορικής της Λεπέν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ψήφισαν τον ίδιο επειδή ήταν σύμφωνοι με το πολιτικό πρόγραμμα και τις πεποιθήσεις του, αλλά επειδή προτίμησαν την εκλογή του από αυτή της ακροδεξιάς αντιπάλου του. Στις επερχόμενες εκλογές ωστόσο, οι αριστεροί ψηφοφόροι όχι μόνο θα έχουν την επιλογή των κομμάτων τους, αλλά μίας ενιαίας παράταξης που διεκδικεί με αξιώσεις την πρωτιά. Έτσι, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, πράσινοι και αριστεροί καλούνται να ενώσουν τις ψήφους τους στο πρόσωπο ενός κομματικού μπλοκ. Επιπλέον, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι το ποσοστό της αποχής, το οποίο ανήλθε στο 28% κατά τη διάρκεια του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών. Υπάρχει μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στους ειδικούς για το κατά πόσο η μεγάλη αποχή θα βοηθήσει ή όχι τον Μακρόν, ωστόσο αυτό αναμένεται να κριθεί την ημέρα της ψηφοφορίας και όχι νωρίτερα. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό θα παίξει η διαχείριση του νέου κύματος ακρίβειας, το διαρκώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και ο πληθωρισμός. Σχεδόν δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές, ο πρόεδρος καλείται να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να πείσει τους (αναποφάσιστους κυρίως) ψηφοφόρους ότι είναι ικανός να διαχειριστεί την οικονομική κρίση θέτοντας την ποιότητα ζωής των πολιτών ως προτεραιότητα. Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοσκόπησης που διενήργησε η εφημερίδα Le Monde με την βοήθεια της Ipsos-Sopra Steria και του κέντρου πολιτικής έρευνας και πολιτικής επιστήμης (CEVIPOF) ο συνασπισμός του Μακρόν καταλαμβάνει περίπου το 28% των ψήφων έναντι 27% της ενωμένης Αριστεράς και 21% της ακροδεξιάς παράταξης της Λεπέν.

 

Πηγές

 

 

KEDISA--ανάλυση