plakoudas-kalh

To μέλλον των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων

Posted on Posted in Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, ΕΕ & ΝΑΤΟ, Μέση Ανατολή, Στρατηγική & Άμυνα

Γράφει ο Δρ. Σπύρος Πλακούδας, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

Οι Θεωρίες περί της Διεθνούς Πολιτικής

Στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων υπάρχουν αρκετές και αλληλοσυγκρουόμενες σχολές σκέψης περί διεθνούς πολιτικής (π.χ. ρεαλισμός, ιδεαλισμός κτλ.). Έκαστη εξ αυτών διαθέτει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της ως προς την ικανότητα (και την επάρκεια) της να αναλύει το άναρχο διεθνές σύστημα· ουδεμία, πάντως, δεν επιτυγχάνει (παρά τους σχετικούς ισχυρισμούς των οπαδών εκάστης) να ερμηνεύσει αποκλειστικά το σύνολο των διεθνολογικών τεκταινομένων. Γιατί; Μα επειδή η ουσία της ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής βασίζεται στη σύνθεση, όχι την αντίθεση, των σχολών σκέψης. Ως εκ τούτου, η δράση ενός κράτος εντός του κρατικο-κεντρικού (πλην όμως άναρχου) διεθνούς συστήματος χρίζει μιας πολυδιάστατης, όχι μονοδιάστατης, ανάλυσης.

Το τρίγωνο Ελλάς-Τουρκίας-ΗΠΑ αποτελούσε και αποτελεί μια αγαπημένη θεματική των αναλυτών εξ Ελλάδος και Τουρκίας. Οι αναλύσεις τους, παρά τις επιμέρους διαφορετικές αφετηρίες, συγκλίνουν στην εξής (άβολη προς ημάς) διαπίστωση: πως το εν λόγω τρίγωνο ήταν ανέκαθεν σκαληνό – ουδέποτε ισοσκελές. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται πως η εν λόγω ανισορροπία οφείλεται στη γεωγραφική θέση της Τουρκίας λόγω του ελέγχου των Στενών των Δαρδανελίων και της εγγύτητας με τη Ρωσία – την πρώην ΕΣΣΔ. Άλλοι αποδίδουν το φαινόμενο τούτο στα υπέρτερα μεγέθη (πληθυσμιακά, οικονομικά και ούτω καθεξής) της Τουρκίας – με σημαντικότερο εξ αυτών τον 2ο μείζονα στρατό ξηράς στο ΝΑΤΟ μετά το 1989. Μια τελευταία κατηγορία, εν τέλει, ερμηνεύει την εν λόγω τάση ως απόρροια της διείσδυσης της Άγκυρας (χάρη στη βοήθεια του Εβραϊκού Λόμπυ τα προηγούμενα χρόνια) στα υψηλά κλιμάκια της Αμερικανικής γραφειοκρατίας – ιδίως του Υπουργείου Εξωτερικών.

Μια προσεκτικότερη ανάλυση, όμως, της πρόσφατης ιστορίας των τριών χωρών αποδεικνύει πως οι τριγωνικές σχέσεις δεν ήταν πάντοτε ανισόρροπες υπέρ της Τουρκίας. Τα έτη 1974 και 2003 αποτελούν ορόσημα για χαμηλά βαρομετρικά στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας. Παρ’ όλο που οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών αποκαταστάθηκαν εν τέλει, η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν τόσο στα κρίσιμα μεγέθη της Τουρκίας (όπως θα ισχυρίζονταν οι οπαδοί της ρεαλιστικής σχολής σκέψης) όσο στις αντιλήψεις των εκάστοτε ενοίκων του Λευκού Οίκου και των υφιστάμενών τους ως προς την χρησιμότητα της Τουρκίας ως συμμάχου των ΗΠΑ (όπως θα αντέτειναν οι οπαδοί της κονστρουκτιβιστικής θεωρίας). Δυστυχώς, η διαχρονική ατολμία της Ελλάδος να προτείνει εαυτόν ως πιστού συμμάχου της Ουάσινγκτον έναντι της απειθούς Τουρκίας στοίχισε εν μέρει την γεωπολιτική απαξίωση της πατρίδας μας. Πως προδιαγράφεται λοιπόν το μέλλον των Τουρκο-Αμερικανικών σχέσεων επί προεδρίας Trump;

Η Διάψευση των Ελπίδων περί Trump

Η Τουρκία αρχικώς επένδυσε στην εκλογή του Trump επειδή ο Erdogan δυσανασχετούσε για την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των Κούρδων της Συρίας επί προεδρίας Obama. Με αδρή αμοιβή, ακολούθως, στρατολόγησε στον μακρύ κατάλογο των διαδρομιστών της τον πρώην στρατηγό Φλιν που προαλειφόταν για σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Trump. O τελευταίος επιχείρησε (αρχικώς επιτυχώς) να εμποδίσει την υλοποίηση ορισμένων αντι-Τουρκικών σχεδίων της απερχόμενης προεδρίας – όπως η παράδοση βαρέος οπλισμού στους Κούρδους της Συρίας. Η έφεση του Φλιν προς τη δωροδοκία αποτέλεσε, όμως, την Αχίλλειο Πτέρνα του ιδίου και του προέδρου Trump. Ύστερα από την αποπομπή του, υλοποιήθηκε η προηγούμενη δέσμευση των ΗΠΑ προς τους Κούρδους – προς βαθιά απογοήτευση του Erdogan. Ο οποίος, σημειωτέον, πραγματοποίησε την χειρότερη στα χρονικά των διμερών σχέσεων επίσκεψη στον Λευκό Οίκο. Η συζήτηση διήρκησε επί της ουσίας περίπου 10 λεπτά (!!!) (συν 10 λεπτά χάριν της διερμηνείας) και δεν ευοδόθηκε ούτε ένας εκ των τριών στόχων του Erdogan (ήτοι περί των Κούρδων της Συρίας, ιεροκήρυκα Gulen και επιχειρηματία Ζαράμπ). Χειρότερα, οι σωματοφύλακες του Erdogan προκάλεσαν οξύτατο διπλωματικό επεισόδιο με τον ξυλοδαρμό των ειρηνικών διαδηλωτών εκτός του Καπιτωλίου.

Αρκετοί αναλυτές ισχυρίζονται πως η Τουρκία αποτελεί ένα τόσο κρίσιμο μέγεθος που οι ΗΠΑ δεν θα την αποκλείσουν από τους σχεδιασμούς τους για την Μέση Ανατολή – ενώ το πανίσχυρο Τουρκικό Λόμπυ διαθέτει ακόμα ισχυρές προσβάσεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η εν λόγω εκτίμηση, κατά τη γνώμη μου, παραγνωρίζει τους εξής τρεις παράγοντες:

Α) Το σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών» (checks and balances) των ΗΠΑ. Όση επιρροή και εάν η Τουρκία αποκτήσει επί συγκεκριμένων αξιωματούχων (π.χ. ο πρώην στρατηγός Φλιν ή πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Giuliani), ουδείς εγγυάται στην Άγκυρα πως ο Πρόεδρος ή το Κονγκρέσο εν τέλει θα αποφασίσουν υπέρ της. Η στήριξη των Κούρδων από τον πρόεδρο Obama αποτελεί ένα παράδειγμα αντιπροσωπευτικό της εν λόγω τάσης.

Β) Την «στρατηγική κουλτούρα» (strategic culture)[1] της Αμερικής. Εκ της γενέσεώς της ως έθνους, οι ΗΠΑ διεξάγουν τους (ενδοκρατικούς ή διακρατικούς) πολέμους έως την τελική νίκη καταβάλλοντας μια τεράστια (και δυσανάλογη ενίοτε) προσπάθεια. Ως εκ τούτου, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ως φορέας της εν λόγω στρατηγικής κουλτούρας, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναλάβει κάθε απαραίτητη δράση για την ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Και οι Κούρδοι της Συρίας αποτελούν τις καλύτερες «μπότες στο έδαφος» (boots on the ground) κατά του ΙΣΙΣ. Ενδεικτικά, οι Τούρκοι και ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (ΣΣΣ) χρειάστηκαν σχεδόν τρεις μήνες για να καταβάλλουν την αντίσταση 1,000 μαχητών του ΙΣΙΣ στην Μάχη της Αλ Μπαμπ ενώ οι Κούρδοι μόλις 60 ημέρες για την άλωση της Μανμπίζ (μιας πόλης περίπου 10 φορές μεγαλύτερης από την Αλ Μπαμπ) παρά την αντίσταση 2,500 μαχητών του ΙΣΙΣ.

Γ) Τη σύνθεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η τωρινή κυβέρνηση των ΗΠΑ διαθέτει ένα ισχυρότατο στρατιωτικό «αποτύπωμα» και θυμίζει εν πολλοίς τη σύνθεση της κυβέρνησης Eisenhower στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Και όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις, στρατιωτικές και όχι πολιτικές ή διπλωματικές λύσεις έχουν προταθεί για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, μια οργισμένη αντίδραση εκ μέρους των στρατιωτικών πρέπει να αναμένεται ως προς τα «τσαλίμια» της Τουρκίας περί της αεροπορικής βάσης Ιντσιρλίκ και των διευκολύνσεων προς το ΙΣΙΣ. Ούτως ή άλλως, οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα την επαύριον του αποτυχημένου πραξικοπήματος έχουν οδηγήσει στην αποπομπή των δυτικόφυλων Τούρκων αξιωματικών και την αντικατάστασή τους από τους αποκαλούμενους «Ευρασιανιστές» που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της στροφής προς τη Ρωσία – ακόμη και υπέρ της  εξόδου από το ΝΑΤΟ.

Η Μη Χρησιμότητα της Άγκυρας

Η Άγκυρα πλέον δεν διαθέτει την ίδια χρησιμότητα για την Ουάσινγκτον. Άλλωστε ο Trump, πριν ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά του ως ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε δηλώσει πως η Αίγυπτος και το Ισραήλ θα αποτελέσουν τους άξονες της πολιτικής των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο – δύο χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει συσφίξει τις σχέσεις της τα τελευταία χρόνια. H πρόσφατη επίσκεψη του Trump στη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ (αλλά όχι την Τουρκία) προϊδεάζει για τις προτεραιότητες (και τους φορείς) της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος, το Ισραήλ και το Σύμφωνο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) δύναται να αναπληρώσουν επαρκώς τα όποια οφέλη προσφέρει η Τουρκία στο ΝΑΤΟ επί του παρόντος. Συν τις άλλοις, η στροφή της Άγκυρας προς τη Ρωσία μάλλον δεν αποτελεί μια διαπραγματευτική τακτική αλλά μια ριζική στροφή της πρώτης προς τα Ευρασιατικά οράματα της τελευταίας και, ως εκ τούτου, οι φωνές εντός του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για την αποβολή της Τουρκίας από την Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία αυξάνονται διαρκώς.

Στο μέτωπο της Συρίας, οι ΗΠΑ βασίζονται ολοένα και περισσότερο στους Κούρδους. Οι τελευταίοι, μάλιστα, σκοπεύουν έως τα τέλη του 2017 να έχουν συγκροτήσει ένα στράτευμα ύψους 100,000 ανδρών και γυναικών με βαρύ οπλισμό. Ήδη χάρη στην υποστήριξη της Ουάσινγκτον, οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) αριθμούν 75,000 άνδρες και γυναίκες – με αιχμή του δόρατος το YPG με περίπου 50,000 μαχητές. Η αριθμητική ισχύς και η επιχειρησιακή δεινότητά τους καθιστούν τις SDF έναν πονοκέφαλο τόσο για το ΙΣΙΣ όσο και για την Τουρκία. To ΙΣΙΣ δεν διαθέτει παρά μόνον περίπου 5,000 μαχητές στα πέριξ της Ράκα ενώ η Τουρκία διατηρεί περίπου 4,000 άνδρες στην βόρεια Συρία ως «ασπίδα» για τους περίπου 5,000 μαχητές του ΕΣΣ λόγω της χαμηλής φερεγγυότητάς και αρτιότητάς τους. Ως εκ τούτου, οι SDF δεν απειλούνται σοβαρά από κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες στη βόρεια Συρία.

Η κατάληψη της πρωτεύουσας του Ισλαμικού Χαλιφάτου αποτελεί, επί της ουσίας, ζήτημα χρόνου μοναχά. H συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και των Κούρδων της Συρίας δεν θα παύσει να υφίσταται μετά το πέρας της Μάχης της Ράκκα. Γιατί; Διότι έχει ήδη αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας στρατηγικής, και όχι τακτικής, φύσεως συμμαχίας μεταξύ των δύο πλευρών. Ήδη ορισμένες δεξαμενές σκέψης με ισχυρή επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων (π.χ. το American Enterprise Institute) καλούν την Ουάσινγκτον να διαλέξει τους Κούρδους έναντι της Τουρκίας λόγω της αφερεγγυότητας του αυταρχικού και ισλαμιστή ηγέτη της. Το Υπουργείο Άμυνας, όμως, πρωτοπορεί στην αναθεώρηση της στάσης των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας. Ήδη οι ΗΠΑ έχουν κατασκευάσει αθόρυβα τρεις βάσεις στη βόρεια Συρία και θα μεταφέρουν δίχως δεύτερη σκέψη το προσωπικό τους (και τα πυρηνικά όπλα) από την αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ σε φιλικότερες χώρες (π.χ. στις Βρετανικές κυρίαρχες βάσεις στην Κύπρο) εάν η Τουρκία δεν διακόψει τα έως τώρα «τσαλίμια» της. Οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν πλέον πως ένα ημιανεξάρτητο Κουρδικό κρατίδιο στη βόρεια Συρία (συν ένα de facto ανεξάρτητο στο βόρειο Ιράκ) συνιστά την καλύτερη εγγύηση των πάγιων συμφερόντων των ΗΠΑ και των στενών συμμάχων του (ήτοι Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας) στην Μέση Ανατολή. Ένα (Μεγάλο) Κουρδιστάν θα αποτελεί το φιλοδυτικό ανάχωμα έναντι της Σιιτικής Ημισελήνου[2] και του Νεο-Οθωμανισμού.

Μα, όπως θα ισχυριστούν ορισμένοι αναλυτές, οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν ουδέποτε η Τουρκία να προσδεθεί στο άρμα της Ρωσίας και θα επιχειρήσουν με αρκετά «καρότα» και ολίγα «μαστίγια» να την πείσουν να παραμείνει στο ΝΑΤΟ. Δεν συνέβη άλλωστε το ίδιο ύστερα από το 1964 και την επιδείνωση των διμερών σχέσεων μετά την περιώνυμη επιστολή Τζόνσον; Πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως πλέον τα δεδομένα διαφέρουν δραματικά. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η ισλαμοποίηση της Τουρκίας, η άνοδος των χωρών του Συμφώνου Συνεργασίας του Κόλπου, η (σχετική) ασφάλεια του Ισραήλ και, προπαντός, η εμφάνιση των Κούρδων έχουν προσδώσει πλέον στις ΗΠΑ περισσότερες επιλογές για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής τους. Το μέλλον των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας προδιαγράφεται δυσοίωνο παρ’ όλο που οι δύο χώρες θα προσπαθήσουν να τηρήσουν τα προσχήματα περί συμμαχίας, τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες.

[1] Για περισσότερες πληροφορίες περί του όρου «στρατηγικής κουλτούρας», δείτε: Σπυρίδων Πλακούδας: «Η Στρατηγική Κουλτούρα της Ελλάδας: 1831-1974», Foreign Affairs, Τεύχος 38 (2016), σσ. 165-177 http://www.academia.edu/30371321/H_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82_1831-1974_The_Strategic_Culture_of_Greece_1831-1974_

[2] Περί Σιιτικής Ημισελήνου, δείτε: Spyridon Plakoudas: “The Syrian Civil War and Peace in the Middle East: A Chimera?”, KEDISA (Geopolitical Risk Analysis), 29/12/2016 http://www.academia.edu/31274624/The_Syrian_Civil_War_Peace_Prospects_Dr_Plakoudas_.pdf

Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.gr