Γράφει ο Θεόδωρος Βαβίκης, Διεθνολόγος
Η 9η Νοεμβρίου του 2015 σηματοδότησε την 26η επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και συνεπώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της κυριαρχίας του συστήματος του διπολισμού. Για τον περισσότερο κόσμο είναι μια μέρα γιορτής και χαράς, καθώς το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας επικράτησε επί του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού, ο πολιτικός πλουραλισμός επί του μονοκομματισμού και η ελεύθερη και ανοιχτή οικονομία επί της κρατικά ελεγχόμενης. Σε αυτό το άρθρο γνώμης θα ισχυριστώ ότι, εν αντιθέσει με ότι λαμβάνει χώρα στην υπόλοιπη Ευρώπη, για την Ελλάδα η 9η Νοεμβρίου δε θα πρέπει να είναι μια τόσο ευχάριστη επέτειος, αλλά μια καλή περίσταση για σκέψη και περισυλλογή καθώς αυτή η μέρα, μαζί με το ότι σηματοδοτεί, σε συνδυασμό με μια σειρά λάθος πολιτικών επιλογών της τότε ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών έθεσαν τα θεμέλια για αυτό που έγινε αργότερα γνωστό ως Ελληνική κρίση χρέους.
Πολιτική ηγεσία και απλός λαός, τόσο στη Δυτική, όσο και την Ανατολική Ευρώπη, υποδέχτηκαν αυτή τη χιονοστιβάδα εξελίξεων με πηγαίο ενθουσιασμό. Οι σημαντικότεροι δυτικοί θεσμοί, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ, έβαλαν ευθύς εξ’ αρχής στα πλάνα τους την διεύρυνση τους προς την Ανατολή, συμπεριλαμβάνοντας τα κράτη που μόλις είχαν βγει από το σκοτάδι του Σοβιετικού μεσαίωνα. Αντίστοιχο ήταν το κλίμα και στην απέναντι πλευρά. Στο σύνολο των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ υπήρχε ομοφωνία μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων σε δύο βασικά ζητήματα: την καταδίκη του κομμουνιστικού παρελθόντος και την άμεση εκκίνηση των διαδικασιών για ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Πράγματι, ήδη από το 1993 η ΕΕ θέσπισε τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης, ως το πακέτο προϋποθέσεων που όφειλαν να πληρούν οι χώρες που επιθυμούσαν να γίνουν στο μέλλον πλήρη Κράτη Μέλη, ενώ την ίδια χρονιά υπογράφτηκαν και οι πρώτες Συμφωνίες Σύνδεσης (Association Agreements) με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όλη αυτή η μακρά και αρκετά απαιτητική διαδικασία ένταξης ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2004, με την ΕΕ να γνωρίζει τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της, καθώς δέκα χώρες απέκτησαν την ιδιότητα του Κράτους Μέλους. Πλην της Κύπρου και της Μάλτας, των μικρών νησιωτικών κρατών της Μεσογείου, όλα τα υπόλοιπα νέα Κράτη Μέλη ήταν χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Αντίστοιχη πορεία με διεύρυνση προς Ανατολάς ακολούθησε και το ΝΑΤΟ, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις της ανίσχυρης τότε Ρωσίας. Η πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έλαβε χώρα το 1999, με την ενσωμάτωση της Τσεχίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, ενώ η δεύτερη και μεγαλύτερη έγινε το 2004 περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων και τις τρεις πρώην Σοβιετικές Βαλτικές δημοκρατίες. Εν ολίγοις, μέσα σε μια περίοδο 15 περίπου ετών άλλαξαν στην Γηραιά Ήπειρο γεωπολιτικές ισορροπίες και παγιωμένες καταστάσεις πολλών δεκαετιών. Μαζί αλλάζει και η θέση της Ελλάδας. Τόσο στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη, αφού πλέον δεν είναι η μοναδική μη κομμουνιστική χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όσο και στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς πλέον θεωρείται ένα παλιό και ώριμο μέλος της.
Για την Ελλάδα, οι μετά – Ψυχροπολεμικές μεταβολές ήταν περισσότερο έντονες απ’ ότι για τους Ευρωπαίους εταίρους της καθώς αυτές εκτυλίχθηκαν στον άμεσο γειτονικό της χώρο. Όμως οι προκλήσεις για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική ήταν πολύ περισσότερες και πολύ πιο σύνθετες από αυτές που περιγράφτηκαν ήδη. Η Ελλάδα, που μόλις είχε ξεφύγει από το νοσηρό πολιτικό κλίμα της διετίας 1989 – 90, είχε να αντιμετωπίσει τα απόνερα του, πρωτοφανούς σε βιαιότητες, Εμφύλιου της Γιουγκοσλαβίας (1992 – 1995), το άλυτο μέχρι και τις μέρες μας ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων (1991 – ), τις οικονομικές κρίσεις και τις επακόλουθες κοινωνικές αναταραχές σε Αλβανία και Βουλγαρία (1997 & 1998 αντίστοιχα), όπως και τον πόλεμο του Κοσόβου (1999). Τα μεγαλύτερα όμως προβλήματα εξακολουθούσαν να προέρχονται από Ανατολάς, και συγκεκριμένα από την Τουρκία. Το Κυπριακό παρέμενε, όπως και στις μέρες μας χωρίς λύση στον ορίζοντα, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με την ασταθή πολιτική σκηνή της Τουρκίας προκαλούσε κρίσεις στο Αιγαίο. Τον Ιανουάριο του 1996 η Ελλάδα βρέθηκε στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία, εξαιτίας μιας βραχονησίδας. Ακολούθησε η θεωρία των Γκρίζων (δηλαδή αμφισβητούμενων) Ζωνών στο Αιγαίο, όπως και το πρόβλημα με τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και το επακόλουθο casus belli, σε περίπτωση ανακήρυξης ζώνης 12 ναυτικών μιλιών στο Αιγαίο. Ο αριθμός, αλλά και η ένταση των προκλήσεων που αντιμετώπισε η χώρα μας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα προβλημάτιζε όχι μόνο μια μικρή Βαλκανική χώρα, αλλά και μια μεγάλη Υπερδύναμη.
Προκειμένου Η Ελλάδα να βρει συμμάχους και συμπαραστάτες στον αγώνα της απευθύνθηκε στις ισχυρές συμμαχίες που είχε κτίσει στην περίοδο που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, αλλά και τις ΗΠΑ. Οι ‘σωτήρες’ της Ελλάδας της προσέφεραν εν αρχή σταθερότητα, η οποία βέβαια εν συνεχεία εξελίχθηκε σε στασιμότητα, καθώς είναι γνωστό ότι ελάχιστα από τα προαναφερθέντα προβλήματα έχουν επιλυθεί. Η περίοδος αυτή, που χρονικά μπορεί να προσδιοριστεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, είναι γνωστή και ως εκσυγχρονισμός ή και Εξευρωπαϊσμός της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, με κύριο φορέα και εφαρμοστή της τον Γιώργο Παπανδρέου, που κατείχε το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών από τον Φεβρουάριο του 1999 μέχρι και τις εκλογές του 2004. Σε μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, δηλαδή του μόνιμου σημείου τριβών μας με την Τουρκία, η Ελλάδα αποφάσισε τον Εξευρωπαϊσμό του, δηλαδή τη μετατροπή του Κυπριακού από Ελληνο – Τουρκικό σε Ευρωπαϊκό πρόβλημα, δίνοντας του έτσι καλύτερες προοπτικές επίλυσης. Πράγματι, η ΕΕ αποφάσισε την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου, ως Δημοκρατία της Κύπρου στην Ευρώπη, και προκειμένου να καταστεί αυτό δυνατό προσέφερε, σε συνεργασία με τον ΟΗΕ, ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού που προέβλεπε την επανένωση του νησιού, το περίφημο σχέδιο Ανάν. Παράλληλα, η Αθήνα σε μια προσπάθεια ένδειξης καλής θέλησης απέσυρε τις αντιδράσεις της για την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999.
Όσο οξύμωρο, αλλά και παράλογο και να ακούγεται, τα προβλήματα και οι λάθος κινήσεις της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής που μακροχρόνια οδήγησαν τη χώρα στην τρέχουσα οικονομική κρίση ξεκινούν ακριβώς εκεί που ξεκινάει και ο εκσυγχρονισμός της. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, εμπνεόμενη και επηρεαζόμενη από μια σειρά από Αμερικανοτραφείς συμβούλους και αυλικούς, που ορισμένοι εξ’ αυτών δεν ομιλούσαν καν την Ελληνική γλώσσα, όπως ισχυρίζεται ο πρώην Υπουργός Θόδωρος Πάγκαλος, προχώρησε σε λάθος ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Αντί δηλαδή η χώρα μας, η οποία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έχασε την προνομιακή και πλεονεκτική θέση που είχε στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, Καπιταλιστικού και Σοσιαλιστικού συστήματος, να εξασφαλίσει όσο το δυνατό ευνοϊκότερη θέση στη νέα υπό διαμόρφωση πραγματικότητα, αυτό το οποίο επιδίωξε ήταν να εισέλθει στον εσωτερικό πυρήνα των ισχυρών της Ευρώπης. Σύντομα το φιλόδοξο όραμα της ισχυρής Ελλάδας εντός Ευρώπης, αλλά και Ευρωζώνης, αποδείχτηκε μια εύθραυστη ψευδαίσθηση. Η αντιπαραγωγική πολιτική του Βέτο, που στο παρελθόν (ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ 1981 – 85, αλλά και αργότερα στη διάρκεια του Μακεδονικού) οδήγησε την Ελληνική αντιπροσωπεία στα Συμβούλια Κορυφής στην απομόνωση, αντικαταστήθηκε από την παθητική στάση του ‘Ναι σε όλα’, χωρίς η χώρα να χτίσει τις αναγκαίες συμμαχίες για να υπερασπιστεί κεκτημένα συμφέροντα και προνόμια της. Έτσι, και με εδραιωμένη την ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα, ως παλιό μέλος (το δέκατο κατά σειρά σε μια Ευρώπη που αριθμεί πλέον 28) ανήκει στον πυρήνα των ισχυρών, η πολιτική ηγεσία δέχθηκε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση και χωρίς την παραμικρή διαπραγμάτευση τη διεύρυνση του 2004, με χώρες που θα διεκδικούσαν χρηματοδότηση από τα ίδια ταμεία που δέχονταν και αυτή.
Η ΕΕ του 2004 είχε πολύ λίγο να κάνει με αυτή της δεκαετίας του 1980 και του 1990, μέσα στην οποία λειτούργησε, ταλαιπώρησε (με την ‘ανεξάρτητη’ εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου) και επωφελήθηκε (από τα Μεσογειακά Προγράμματα και τα Πακέτα Ντελόρ) η Ελλάδα. Δεν υπήρξαν μόνο ποσοτικές μεταβολές όπως ο αριθμός των κρατών ο οποίος διπλασιάστηκε μέσα σε αυτό το διάστημα, αλλά και ποιοτικές. Τα νεοεισερχόμενα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να ενσωματώσουν το Ευρωπαϊκό κεκτημένο (Acquis Communautaire) στο σύνολό του υπέστησαν μια μακρά και επώδυνη διαδικασία μετάβασης, με μια σειρά πολιτικών επιλογών και μεταρρυθμίσεων που ορισμένες από αυτές στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν έχουν συντελεστεί. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας εκτίμησαν ιδιαίτερα αυτό το γεγονός και σύντομα σύναψαν στενές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μαζί τους. Για παράδειγμα δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτερες Γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν εργοστάσια σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ στη χώρα μας δεν υφίσταται καμία παρόμοια επένδυση. Επίσης, από τη πλευρά τους τα κράτη αυτά αποτέλεσαν τους ‘καλύτερους μαθητές’ της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υιοθετώντας νοοτροπία που οι εν Ελλάδι φορείς της χαρακτηρίζονται περιπαικτικά ως ‘Ευρωλιγούρηδες’. Τα νεοεισελθόντα Κράτη Μέλη έδειξαν το καλό και πρόθυμό τους πρόσωπο όχι μόνο στις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και στις ΗΠΑ, με την γενναιόδωρη συμμετοχή τους σε στρατιωτικές αποστολές του ΝΑΤΟ. Ενδεικτικά αξίζει να αναφέρουμε ότι ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσόβο ομάδες Ελλήνων έκλειναν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης δημιουργώντας προβλήματα στην KFOR, οι Πολωνοί έστελναν στρατό στην υπό Αμερικανική και Βρετανική ηγεσία συμμαχία που εισέβαλλε το 2003 στο Ιράκ.
Εκτός από το πώς εκλαμβάνουν οι κυβερνώσες πολιτικές ελίτ της Ανατολικής Ευρώπης την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, αξίζει να ρίξουμε φως και στο πως εκλαμβάνουν, σε πολιτικό επίπεδο πάντα και την Ελλάδα. Και σε αυτή τη περίπτωση τα γεγονότα διαμορφώνουν την αλήθεια και η αλήθεια είναι σκληρή. Για τις χώρες που είχαν την ατυχία να απελευθερωθούν από τις δυνάμεις του άξονα από τα Σοβιετικά τανκς και να μείνουν υπό την Σοβιετική σφαίρα επιρροής για 50 περίπου χρόνια, η Ελλάδα ήταν μια μάλλον τυχερή και ευνοημένη τα μάλα χώρα. Όχι μόνο δεν περιήλθε και αυτή στην Σταλινική αυτοκρατορία, όπως οι υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες, αλλά επωφελήθηκε από το σχέδιο Μάρσαλ, την Αμερικανική βοήθεια σε είδος και επενδύσεις, όπως και από Ευρωπαϊκά κεφάλαια, πετυχαίνοντας και συντηρώντας πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης, αντίστοιχους και συγκρίσιμους μόνο με αυτούς της Ιαπωνίας και του Ισραήλ για αρκετές δεκαετίες. Την ίδια στιγμή που η Δύση ευνοούσε την Ελλάδα, εγκατέλειψε την Ανατολική Ευρώπη στην τύχη της. Σεβόμενη την Γιάλτα η Δύση δεν επενέβη υπέρ των αγωνιστών της δημοκρατίας στην Ουγγαρία το 1956, την Τσεχοσλοβακία το 1968 και την Πολωνία το 1980. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας, που η Δύση το 1938 στο Μόναχο την παρέδωσε στον Χίτλερ, το 1948 με το πραξικόπημα της Πράγας στον Στάλιν και 20 χρόνια αργότερα, με την Άνοιξη της Πράγας την άφησε για ακόμα μια φορά αβοήθητη. Όσο παράδοξο και να ακούγεται σε αυτές τις χώρες δεν εκδηλώθηκε ο αντί – αμερικανισμός και ο αντί – Ευρωπαϊσμός που ‘άνθισε’ στην Ελλάδα. Δεδομένων των παραπάνω, και μιλώντας πάντα σε πολιτικό επίπεδο και όχι σε επίπεδο λαών, η χώρα μας για τους Ανατολικοευρωπαίους ήταν μια χώρα που πήρε περισσότερα απ’ ότι της αξίζουν.
Συνεπώς, μετά το 2004, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Ελλάδα και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται υπό τους ίδιους όρους εντός του κοινού Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο κύριος μετά – Ψυχροπολεμικός στόχος της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, δηλαδή η επίλυση του Κυπριακού επί τη ευκαιρία της ένταξης της Μεγαλονήσου στην ΕΕ, μαζί με την επακόλουθη εκτόνωση των Ελληνό – τουρκικών σχέσεων απέτυχε παταγωδώς. Οι Ελληνοκύπριοι καταψήφισαν το σχέδιο Ανάν, παρά τις προτροπές της Διεθνούς Κοινότητας για εφαρμογή του. Η Ελλάδα έκανε το λάθος να εμπιστευτεί στην ΕΕ, της οποίας πριν από τη συνθήκη της Λισαβόνας (2007) οι αρμοδιότητες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν σε νηπιακό στάδιο, το σοβαρότερο ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής. Τη περίοδο εκείνη ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική, Javier Solana, δεν είχε περισσότερη διεθνή επιρροή από ένα υψηλόβαθμο διπλωμάτη μιας μεγάλης Ευρωπαϊκής δύναμης. Έτσι παρά τις προθέσεις της, η ΕΕ δεν είχε την μόχλευση για να καταφέρει κάτι περισσότερο. Όμως το ζήτημα αυτό κατανάλωσε όλο το πολιτικό κεφάλαιο της Ελλάδας στην Ευρώπη, αποσπώντας την ταυτόχρονα από τη διαπραγμάτευση της θέσης της στην νέα Ευρώπη των (τότε) 25. Παράλληλα, είτε από σύμπτωση, είτε εσκεμμένα οι επιλογές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής ήταν πλήρως στοιχισμένες και εναρμονισμένες με τα ευρύτερα, αλλά και στενότερα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο. Όχι μόνο το κλείσιμο του Κυπριακού, αλλά κυρίως η όσο το δυνατόν ταχύτερη και ομαλότερη ενσωμάτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σε ΕΕ και ΝΑΤΟ ήταν κορυφαία μετά – Ψυχροπολεμική προτεραιότητα του State Department. Ο λόγος προφανής. Η οριστική και θεσμοθετημένη απαγκίστρωση της Ανατολικής Ευρώπης από την Ρωσική επιρροή και η ταυτόχρονη γεωστρατηγική αποδυνάμωση της Ρωσίας. Η προβολή αντιρρήσεων ή η αναζήτηση ανταλλαγμάτων από την Ελληνική πλευρά (όπως έγινε το 2008 στο Βουκουρέστι, αλλά για διαφορετικούς λόγους) θα ήταν απλά καταστροφική.
Το τελευταίο κομμάτι που προσδοκώ να ερμηνεύσω είναι το γιατί, ενώ ήδη από το 2004 η Ελλάδα βρίσκονταν σε μια νέα Ευρώπη, με νέες ισορροπίες δε βρέθηκε παρά μόνο το 2009 – 2010 στη δίνη μιας, μέχρι και σήμερα δίχως τέλος, οικονομικής κρίσης. Χρειάστηκε η πρώτη δυσμενής διεθνής συγκυρία για να βρεθεί η χώρα μας στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές και συνεπώς να μη μπορεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η ύφεση που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ το 2007 – 2008 σύντομα κορυφώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2008 με το κλείσιμο της κολοσσιαίας στον κλάδο των επενδύσεων Lehman Brothers. Σύντομα η κρίση μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με την πιο άμεση συνέπεια που αφορά την Ελλάδα την αύξηση του κόστους δανεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, κάνοντας τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές απαγορευτική. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα διαρκώς επιδεινούμενα μακροοικονομικά στοιχεία εκτόξευσαν τα spreads των Ελληνικών ομολόγων στα ύψη, στερώντας έτσι από τη χώρα μας ακόμα μια πηγή χρηματοδότησης. Τα υπόλοιπα είναι λίγο – πολύ γνωστά και χιλιοειπωμένα. Η νέα μορφή δανεισμού – διάσωσης (Bailout) που έλαβε η Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική από αυτές που δέχτηκε στο παρελθόν. Τόσο διαφορετική όσο και η φύση της ΕΕ. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στάθηκαν δίπλα και υποστήριξαν τις θέσεις της Γερμανίας για άμεσες και ευρείες μεταρρυθμίσεις που θα συνόδευαν τον δανεισμό, ενώ δεν είχαν καμία αντίρρηση να συμπεριλάβουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην Τρόικα των δανειστών, το οποίο είχε ήδη επισκεφτείς τις χώρες τους μετά τη πτώση του Κομμουνισμού.
Η Ελληνική Κρίση Χρέους είναι μια από τις σοβαρότερες κρίσεις που απασχόλησε την ΕΕ σε ολόκληρη την ιστορία της. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα μοναχά των πολιτικών επιλογών μιας χώρας, όσο διαρκείς και αυτοκαταστροφικές και να είναι αυτές. Άλλωστε, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα με τόσο μεγάλο έλλειμμα. Η τρέχουσα οικονομική κρίση, μαζί με τις γενεσιουργές αιτίες της, αξίζει να φύγει από τα στενά εθνικά πλαίσια και να τοποθετηθεί στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον και να συνδυαστεί με επιλογές της Εξωτερικής Πολιτικής. Είναι γνωστό στους διπλωματικούς κύκλους το ρητό που ισχυρίζεται ότι “η εσωτερική πολιτική σε τραυματίζει, αλλά η εξωτερική πολιτική μπορεί να σε σκοτώσει”. Και είναι αναμφίβολο ότι εδώ και πολύ καιρό η Ελλάδα είναι πολύ περισσότερο από ‘τραυματισμένη’. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με ότι επιπτώσεις είχε αυτό για τη χώρα μας, η ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ, οι λανθασμένες προτεραιότητες του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και τέλος μια διεθνής οικονομική κρίση συνετέλεσαν, ίσως περισσότερο απ’ ότι έχει σκεφτεί ο καθένας μας μέχρι τώρα στην οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας. Βέβαια, η χώρα και οι πολίτες της δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Μια Ελλάδα με ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, χαμηλό δημόσιο χρέος, περιορισμένο έλλειμμα και υγιή μακροοικονομικά μεγέθη δε θα είχε τίποτα να φοβηθεί από τις αλλαγές και τις προκλήσεις των αρχών του 21ου αιώνα. Επειδή όμως αυτό φαντάζει ακόμα και σήμερα, έξι σχεδόν χρόνια εντός μνημονίων, απρόσιτο, οι διαμορφωτές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι επιλογές τους σε διεθνές επίπεδο έχουν μακροχρόνια συνέπειες και στη καθημερινή ζωή των Ελλήνων πολιτών.