Γράφει ο Περικλής Ζαχάρης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Ο εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής(εφεξής ΗΠΑ) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας(εφεξής Κίνα) βρίσκεται το 2025 σε μια νέα φάση έντασης και αναδιάταξης, αποτελώντας μία από τις κεντρικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και γεωπολιτική. Η εκλογική επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, σε συνδυασμό με τη στρατηγική αποφασιστικότητα του Πεκίνου να ενισχύσει την βιομηχανική βάση των ΗΠΑ, έχει οδηγήσει σε μια δυναμική επαναδιαπραγμάτευση των όρων του παγκόσμιου εμπορίου.
Ήδη από τα πρώτα του διαγγέλματα μετά την ανάληψη της προεδρίας στις αρχές του 2025, ο Τραμπ διακήρυξε την πρόθεσή του να επιβάλει νέους δασμούς σε όλες τις εισαγωγές, με βασικό στόχο την Κίνα. Συγκεκριμένα, εξαγγέλθηκαν δασμοί 10% σε όλο το φάσμα των εισαγόμενων προϊόντων και επιπλέον δασμοί 60% σε κινεζικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και βιομηχανικής παραγωγής. Το αφήγημα της «οικονομικής εθνικής αναγέννησης» τέθηκε εκ νέου στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής, με στόχο την αναβίωση της εγχώριας παραγωγής και τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Η αντίδραση της Κίνας, αν και αρχικά μετριοπαθής, εξελίσσεται με αυξανόμενη αποφασιστικότητα. Το Πεκίνο έχει ήδη ανακοινώσει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και βασικών τεχνολογικών υλικών, τα οποία είναι κρίσιμα για την αμερικανική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των μικροτσίπ και των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. Παράλληλα, έχει θέσει σε εφαρμογή νέα μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και διαφοροποίησης των εξαγωγικών προορισμών της, επενδύοντας στη στρατηγική συμμαχία με χώρες της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της Νότιας Ασίας.
Η ένταση στο εμπορικό πεδίο δεν περιορίζεται μόνο σε δασμολογικά μέτρα. Σημαντικός είναι και ο ρόλος της τεχνολογικής αντιπαλότητας. Οι ΗΠΑ, ήδη από το 2023, έχουν επιβάλει περιορισμούς στην εξαγωγή προηγμένων τεχνολογιών μικροηλεκτρονικής προς την Κίνα. Το 2025, υπό την ηγεσία Τραμπ, τα μέτρα αυτά επεκτάθηκαν, επιδιώκοντας να περιορίσουν την κινεζική πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική υπολογιστική και η προηγμένη ρομποτική. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, έχει επενδύσει τεράστιους πόρους στον στόχο της τεχνολογικής αυτοδυναμίας, επιταχύνοντας προγράμματα όπως το «Made in China 2025» και ενισχύοντας την κρατική στήριξη σε στρατηγικούς τομείς.
Η οικονομική επίπτωση αυτών των εξελίξεων έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κίνα. Στις ΗΠΑ, οι καταναλωτές έχουν ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές σε μια σειρά από προϊόντα καθημερινής χρήσης, ενώ ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι –ιδίως εκείνοι που εξαρτώνται από εισαγόμενα εξαρτήματα ή πρώτες ύλες– προειδοποιούν για πιθανούς κινδύνους μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, ειδικότερα, έχει εκφράσει ανησυχίες σχετικά με τις ελλείψεις σε κρίσιμα υλικά όπως το λίθιο και το κοβάλτιο.
Στην Κίνα, η οικονομία επιβραδύνεται σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της ταχείας ανάπτυξης. Η μείωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, που παραμένουν μία από τις σημαντικότερες αγορές για την Κίνα, σε συνδυασμό με εσωτερικές προκλήσεις όπως η κρίση στον κτηματομεσιτικό τομέα, εντείνει τις πιέσεις προς την κινεζική κυβέρνηση να επανεξετάσει το οικονομικό της μοντέλο. Παρόλα αυτά, η Κίνα δείχνει ικανότητα προσαρμογής, επιδιώκοντας να ενισχύσει την εγχώρια κατανάλωση και να αναπτύξει νέες αγορές σε τρίτες χώρες.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η εμπορική σύγκρουση επιταχύνει τη δημιουργία νέων συνασπισμών. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τη σύναψη νέων εμπορικών συμφωνιών με συμμάχους όπως η Ινδία, η Ιαπωνία και οι ευρωπαϊκές χώρες, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός οικονομικού μπλοκ που θα περιορίσει τη διείσδυση της Κίνας. Αντίστοιχα, το Πεκίνο ενισχύει τη συνεργασία του με το Παγκόσμιο Νότο, επενδύοντας σε στρατηγικές υποδομές και εμπορικές συμφωνίες στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» («Belt and Road Initiative»).
Παρά την σκληρή ρητορική και τις αμοιβαίες κυρώσεις, ορισμένοι παρατηρητές επισημαίνουν ότι, τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο, επιδεικνύουν έναν βαθμό πραγματισμού. Κανείς από τους δύο δεν επιθυμεί, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, μια ολοκληρωτική διάρρηξη των εμπορικών δεσμών, δεδομένης της αμοιβαίας εξάρτησης που εξακολουθεί να υπάρχει σε στρατηγικούς τομείς. Ωστόσο, το περιβάλλον της αβεβαιότητας και της σταδιακής αποσύνδεσης («decoupling») δημιουργεί νέους κινδύνους για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των τρίτων χωρών στη νέα αυτή πραγματικότητα. Ορισμένες χώρες, όπως το Βιετνάμ, το Μεξικό και η Ινδία, αναδεικνύονται σε βασικούς ωφελημένους της αναδιάρθρωσης των αλυσίδων εφοδιασμού, φιλοξενώντας επενδύσεις που απομακρύνονται από την Κίνα και κατευθύνονται προς εναλλακτικές τοποθεσίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, προσπαθεί να διατηρήσει ισορροπία, επιδιώκοντας τόσο την οικονομική συνεργασία με την Κίνα όσο και τη σύσφιξη των διατλαντικών δεσμών με τις ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, το 2025 χαρακτηρίζεται από μια εντεινόμενη εμπορική και τεχνολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η σύγκρουση αυτή δεν εκδηλώνεται ως άμεσος και ολοκληρωτικός εμπορικός πόλεμος, όπως εκείνος της περιόδου 2018-2019, αλλά μάλλον ως μία σταδιακή, πολύπλευρη διαδικασία αποσύνδεσης και αναδιάρθρωσης. Η εξέλιξη αυτής της αντιπαράθεσης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις στρατηγικές επιλογές των δύο πλευρών, τις εσωτερικές τους αντοχές και την ικανότητα του διεθνούς συστήματος να διαχειριστεί τις νέες μορφές οικονομικού ανταγωνισμού.
Πηγές
https://www.skai.gr/news/world/perna-stin-antepithesi-i-kina-apanta-me-dasmous-84/amp