To Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων-ΚΕΔΙΣΑ διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία στις 18 Μαΐου 2022 διαδικτυακή εκδήλωση (webinar) με θέμα: «Η προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία». Ομιλητές ήταν: ο Δρ. Νικόλαος Βασιλειάδης (Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας), ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας (Καθηγητής Γεωπολιτικής & Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων), ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας (Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων) και ο κ. Πάρις Θασίτης (Δημοσιογράφος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ). Συντονιστής του webinar ήταν ο Αντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος.
Την εκδήλωση άνοιξε ο Ιδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέας Γ. Μπανούτσος. Στη σύντομη εισαγωγική του ομιλία ανέφερε ότι το θέμα του webinar που διοργάνωσε το ΚΕΔΙΣΑ είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στην παρούσα συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία και αυτό γιατί εκφράζονται φόβοι ότι η σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας μπορεί να επεκταθεί και στην περιοχή των Βαλκανίων. Σημείωσε ότι το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση ενώ η Σερβία και το Κόσσοβο εξοπλίζονται και ενδεχομένως να υπάρξει ένας νέος γύρος πολεμικής αντιπαράθεσης. Για αυτούς τους λόγους επισήμανε ότι η συζήτηση για την προοπτική ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ είναι πιο κρίσιμη από ποτέ.
Ο Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας Δρ. Νικόλαος Βασιλειάδης ξεκίνησε την εισήγηση του αναφερόμενος στην πτώση του Ανατολικού Συνασπισμού το 1990, την επανένωση της Γερμανίας αλλά και την συνεπακόλουθη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ συζητούσε τις πιθανότητες για μελλοντική διεύρυνση ή εμβάθυνση της στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Όπως είπε, η Γερμανία τότε πίεσε την Ελλάδα να υπογράψει την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας απειλώντας ότι αν δεν το κάνει θα αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Μακεδονία. Η ΕΕ επέλεξε τελικά τη λύση της διεύρυνσης προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Εν μέσω των πολεμικών συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η ΕΕ αποφάσισε ότι η μόνη λύση για την σταθερότητα και την ασφάλεια στα Βαλκάνια ήταν η υιοθέτηση μίας πολιτικής που θα τα ενσωμάτωνε σε βάθος χρόνου στην ΕΕ. Τα Ανατολικά Βαλκάνια (Ρουμανία, Βουλγαρία) εντάθηκαν στην ΕΕ χωρίς προβλήματα, ενώ τα Δυτικά Βαλκάνια, με εξαίρεση τη Σλοβενία και την Κροατία, δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την ένταξη του εξαιτίας πολλών προβλημάτων όπως οι εθνοτικές διαφορές, η διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα, η έλλειψη κράτους δικαίου καθώς και οι περιφερειακές ανισότητες. Σημαντικοί παράγοντες για την διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια ήταν ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών (βαλκανικός διάδρομος) και η μείωση της γεωπολιτικής επιρροής άλλων δυνάμεων όπως της Ρωσίας και Κίνας.
Από το 1999 άρχισε η σύνδεση των Δυτικών Βαλκανίων με το Σύμφωνο Σταθερότητας ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε ότι οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν ξεκινήσει με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο ενώ η Βοσνία και Κόσσοβο είναι ακόμα εν δυνάμει υποψήφιες χώρες. Οι εθνοτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 οδήγησαν στη δημιουργία κρατών στα Δυτικά Βαλκάνια με πολλά εθνοτικά και διοικητικά προβλήματα. Η διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια θα ωφελήσει αυτές τις χώρες από άποψη οικονομική αλλά και διοικητική ενώ και η ΕΕ θα επωφεληθεί καθώς θα ελέγχει το πέρασμα από την Νοτιοανατολική Ευρώπη προς την Κεντρική Ευρώπη. Γεωπολιτικά η περιοχή αυτή έχει μεγάλη σημασία για την ΕΕ αλλά και για το ΝΑΤΟ ως προς το περιορισμό της Ρωσικής διείσδυσης και επιρροής στην περιοχή. Γενικά, τα Δυτικά Βαλκάνια είναι μια περιοχή μεγάλης σημασίας για την ΕΕ και στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία και της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης Δύσης-Ρωσίας η διαδικασία της ένταξής τους στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί. Η Ελλάδα υποστηρίζει την επιτάχυνση της ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ αλλά σύμφωνα με τον Δρ. Βασιλειάδη αυτό δεν θα πρέπει να γίνει εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Ειδικά για την Αλβανία και τα Σκόπια τα δύο αυτά κράτη θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις αλυτρωτικές και αναθεωρητικές τους βλέψεις εις βάρος της Ελλάδος, να σεβαστούν το Διεθνές Δίκαιο και να ενισχύσουν τις σχέσεις καλής γειτονίας αν πραγματικά επιθυμούν να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής οικογένειας.
Ο Καθηγητής Γεωπολιτικής & Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας εστίασε περισσότερο στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια και τόνισε την ανάγκη συρρίκνωσης και όχι περαιτέρω διεύρυνσης του ΝΑΤΟ καθώς θεώρει την σημερινή δομή του ΝΑΤΟ πολύ δυσκίνητη και μη λειτουργική. Όπως λέει χαρακτηριστικά, αυτή τη στιγμή έχουμε ένα «πληθωριστικό» ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η κορυφή του παγόβουνου μετατόπισης τους κέντρου βάρους του πλανήτη προς την ασιατική ανατολή με πρωτοφανείς και μακρόπνοες γεωπολιτικές συνέπειες. Το ΝΑΤΟ λοιπόν πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα και να έχει μια συμπαγή και ευέλικτη δομή.
Κατά την άποψη του, οι χώρες των Δυτικών Βαλκάνιων δεν έχουν να προσδώσουν κάποια ιδιαίτερη αξία στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, ίσως έχουν αποσταθεροποιητικό ρόλο εντός του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις της Αλβανίας και των Σκοπίων λόγω των εσωτερικών προβλημάτων που έχουν. Το σημερινό ΝΑΤΟ δεν έχει καμία σχέση με τον ΝΑΤΟ του Ψυχρού Πολέμου. Ο πυρήνας του τότε ήταν συμπαγής με ευκολία στις αποφάσεις και με κοινή γλωσσά και αντίληψη του σοβιετικού κινδύνου. Μετά την πτώση του Κομμουνισμού, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε όχι με γεωστρατηγικά κριτήρια αλλά περισσότερο με πολιτικά κριτήρια γιατί έτσι θεωρήθηκε φυσιολογικό ώστε να πιστοποιηθεί και πακτωθεί η κυριαρχία της Δύσης. Στην μεταψυχροπολεμική εποχή όμως δεν υπήρχε ο πυρηνικός κίνδυνος που τώρα ξανά ξεπροβάλλει. Με τη σημερινή διευρυμένη δομή του, το ΝΑΤΟ είναι μια πολύ δυσκίνητη αμυντική συμμαχία με δυσκολία στις αποφάσεις του λόγω ομοφωνίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους σημερινούς κινδύνους. Ιδιαίτερα σε μια πιθανή πυρηνική κρίση με την Ρωσία, το ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά καθώς οι χώρες μέλη του δεν θα μπορούν να συνεννοηθούν. Είναι επίσης αμφίβολο κατά πόσο οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας πέραν του γεγονότος ότι δεν έχουν τόσο ισχυρές δυνάμεις για να ενισχύσουν το ΝΑΤΟ. Εντωμεταξύ, πολλές χώρες της περιοχής ίσως δεν έχουν και λόγο να συγκρουστούν με την Ρωσία. Ο Δρ. Γρίβας θεωρεί ότι η λύση είναι η συρρίκνωση του ΝΑΤΟ ή η δημιουργία ενός ΝΑΤΟ πολλών ταχυτήτων όπου ο ενδότερος κύκλος θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες χώρες με συμπαγή δομή και ευέλικτο χαρακτήρα. Δηλαδή, πρέπει να έχουμε μια στενότερη συνεργασία των χώρων εκείνων που είναι πιο ισχυρές και πιο αποτελεσματικές στην διαχείριση διεθνών κρίσεων, ιδιαίτερα μετά την αναβίωση της πυρηνικής απειλής.
Ο Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Δρ. Χρήστος Ζιώγας ανέφερε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα αστάθειας με τον πολιτικό κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας. Η ΕΕ είχε ως στόχο την ειρήνη, της σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη στα Δυτικά Βαλκάνια. Η ένταξη αυτών των χώρων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς αποτέλεσε μέρος της μετάβασης στη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς. Οι διαδικασίες ένταξης των χώρων των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ παρουσιάζουν δυσκολίες εκπλήρωσης των κριτηρίων ένταξης της Κοπεγχάγης. Τα κράτη αυτά παρουσιάζουν μια εγγενή δυστοκία προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα παρόλη την στήριξη της ΕΕ. Υπάρχουν εκκρεμή ζητήματα που δημιουργούν πρόβλημα στην ένταξη. Η Βοσνία Ερζεγοβίνη έχει εγγενή δομικά προβλήματα λόγω των διαφορετικών εθνοτήτων και του περίπλοκου ομοσπονδιακού μοντέλου διακυβερνησάσης. Το Κόσσοβο επίσης αποτελεί προϊόν Δυτικής επέμβασης και εξακολουθεί να εκκρεμεί η λύση του προβλήματος καθώς η Σερβία, η Ελλάδα και η Ρουμανία δεν έχουν αναγνωρίσει το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος. Οι σχέσεις Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας εξακολουθούν να καθορίζονται από τις σχέσεις των δυο εθνοτικών ομάδων Η Συμφωνία της Οχρίδας σκοπό είχε να αποτρέψει την κατάρρευση του κράτους ενώ η συμφωνία των Πρεσπών αποσκοπούσε στην ενίσχυση της συνοχής του. Πάντως, κρίνοντας από την πορεία των Ανατολικών Βαλκανίων στην ΕΕ, η προοπτική ένταξης θα επιφέρει ανάλογα αποτελέσματα και στα Δυτικά Βαλκάνια.
Ο Δρ. Ζιώγας αναφέρθηκε στο γεγονός ότι διαχρονικά τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων είναι προϊόν παρεμβάσεων τρίτων δρώντων με ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς, το στοίχημα για την ΕΕ είναι αν μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες τάξης με μη ηγεμονικά χαρακτηριστικά στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία όμως δημιουργεί προβλήματα στην ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων καθώς δεν προχωράει η αμυντική χειραφέτηση της ΕΕ αλλά ενισχύεται η Νατοϊκή της ταυτότητα με κράτη μέλη της ΕΕ όπως η Φινλανδία και η Σουηδία να εντάσσονται στο ΝΑΤΟ. Επίσης, η πιθανότητα ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ χωρίς να τηρηθούν όλα τα προαπαιτούμενα υπό την πίεση του πολέμου στην Ουκρανία θα αποτελούσε αρνητική εξέλιξη. Η Ελλάδα δεν πρέπει επ’ουδενί να επαναπαυθεί στο γεγονός ότι η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ θα λύσει αυτόματα όλα τα προβλήματα της Ελλάδας και άλλα διμερή ζητήματα ασφαλείας στην περιοχή. Η Ελλάδα πρέπει να δράσει πιο ενεργά για να διασφαλίσει τη δική της ασφάλεια και τα εθνικά της συμφέροντα.
Ο Δημοσιογράφος και Αναλυτής του ΚΕΔΙΣΑ κ. Πάρις Θασίτης ανέλυσε αρχικά τα οικονομικά χαρακτηριστικά των χώρων των Δυτικών Βαλκανίων και τόνισε ότι έχουν μικρή βιομηχανική ανάπτυξη χαμηλής εξειδίκευσης και μικρό μέγεθος αγοράς. Επίσης, ο πληθυσμός αυτών των χώρων μειώνεται δραματικά. Αναφέρθηκε στην μετάβαση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων από την σοσιαλιστική οικονομία στην ελεύθερη αγορά, η οποία άρχισε το 1981 όταν το ΔΝΤ επέβαλε μνημόνιο στη Γιουγκοσλαβία. Κατά την άποψη του, η στήριξη της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια δεν κρίνεται επαρκής ούτε ικανοποιητική καθώς η ΕΕ παρείχε μόνο 11.84 δις ευρώ στα Δυτικά Βαλκάνια κατά την περίοδο 1991–2010. Άλλα προβλήματα που παρουσιάζουν τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν η διεθνής τρομοκρατία, η μεγάλη διαφθορά, το πελατειακό κράτος, το οργανωμένο έγκλημα, η εμπορία ανθρώπων και η έλλειψη κράτους δικαίου.
Επίσης, ο κ. Θασίτης αναφέρθηκε στο ρόλο τρίτων δυνάμεων στα Δυτικά Βαλκάνια. Παρατηρείται η έντονη δραστηριοποίηση της Ρωσίας στα Δυτικά Βαλκάνια μετά τα 2000 με την εξαγορά υποδομών και κρατικών επιχειρήσεων στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Η Ρωσία προσπαθεί να αποτρέψει τη διείσδυση του ΝΑΤΟ στην περιοχή ενώ αναπτύσσει στρατηγική συνεργασία με τη Σερβία ιδιαίτερα μετά το 2013. Η Κίνα επίσης αποκτά πιο στενή σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια μετά το 2000 επενδύοντας περισσότερα από 14 δις ευρώ την περίοδο 2012-2019. Συνολικά, σύμφωνα με τον κ. Θασίτη, η ΕΕ δεν φαντάζει πλέον τόσο ελκυστική επιλογή για την κοινή γνώμη αυτών των χώρων. Οι πολιτικές ελίτ των Δυτικών Βαλκανίων δεν ποντάρουν στην ΕΕ αποκλειστικά αλλά κινούνται με βάση το αμοιβαίο όφελος και συμφέρον τους. Η Ελλάδα οφείλει να διαφωνήσει με τις βεβιασμένες διαδικασίες ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ ενώ έχουμε ακόμα ανοικτά ζητήματα με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Η Ελλάδα θα πρέπει να απαιτήσει πρόσθετα προαπαιτούμενα από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων με τα οποία έχει διμερή προβλήματα.
Στη συνέχεια ακολούθησε συζήτηση με το κοινό. Σε ερώτηση του Ιδρυτή & Προέδρου Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέα Μπανούτσου για τις πιθανότητες ανάφλεξης στα Βαλκάνια, ο Δρ. Νικόλαος Βασιλειάδης είπε ότι ένας κίνδυνος υπάρχει από την πιθανή δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας. Ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας απάντησε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάνει την χρήση βίας πιο αποδεκτή και υπάρχει κίνδυνος στα Δυτικά Βαλκάνια να υπάρξουν διεκδικήσεις, δεδομένου ότι η τάξη που υπάρχει εκεί έχει επιβληθεί από ηγεμονικές δυνάμεις όπως για παράδειγμα στο κράτος της Βοσνίας. Η Σερβία ιδιαίτερα είναι πολύ πιθανό να θελήσει να επανακτήσει ορισμένες περιοχές του Κοσσόβου όπου θεώρει ότι έχει αδικηθεί. Επίσης σε σχετική ερώτηση του Δρ. Μπανούτσου, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στην πιθανή αναγνώριση του Κοσσόβου από την Ελλάδα καθώς αυτό θα δημιουργήσει νέο αρνητικό προηγούμενο που μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά σε πιθανή απόσχιση εδαφών στην Δυτική Θράκη και αναγνώρισης του ψευδοκράτους της Βόρειας Κύπρου. Όπως η Ελλάδα καταδικάζει την απόσχιση του Λούγκανσκ και του Ντονέτσκ από την Ουκρανία και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αποσχιθεισών περιοχών από τη Ρωσία έτσι θα πρέπει να καταδικάζει και την απόσχιση του Κοσσόβου από τη Σερβία και να μην προβεί σε αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου. Η εθνική θέση πρέπει να παραμείνει ότι όσο η Σερβία δεν αναγνωρίζει το Κόσσοβο δεν πρέπει να το αναγνωρίσει ούτε η Ελλάδα.