Γράφει ο Δρ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης*, Αντιστράτηγος ε.α. & Δ/ντης Μελετών Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
Καθώς η προσοχή όλων μας είναι σήμερα στραμμένη στις εξελίξεις στην Ουκρανία είναι τελείως φυσικό να περάσει σχετικά απαρατήρητη η 70η επέτειος της ελληνικής (ταυτόχρονα και τουρκικής ένταξης) στην Ατλαντική Συμμαχία. Οι μεταπολεμικές προσπάθειες απόκτησης συμβατικών εγγυήσεων ασφαλείας για την Ελλάδα δρομολογήθηκαν κυρίως από το 1947 και υλοποιήθηκαν με την επικύρωση – με ευρεία πλειοψηφία – του Σχεδίου Νόμου για την ελληνική ένταξη από την Ελληνική Βουλή στις 18 Φεβρουαρίου 1952.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου είχαν να αντιμετωπίσουν τρεις μεγάλες προκλήσεις: την ασφάλεια και άμυνα, την οικονομική επιβίωση και ανασυγκρότηση καθώς και τη σταθερότητα του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Ήταν μια από τις λίγες φορές που σύσσωμος ο αστικός κόσμος έκρινε ότι η επίτευξη αυτών των αλληλένδετων στόχων εξυπηρετείτο από την ένταξη σε πολυμερείς αμυντικές συμμαχίες (Σύμφωνο των Βρυξελλών, Ατλαντική Συμμαχία) ή σε περιφερειακά σύμφωνα (Μεσογειακό, Μεσανατολικό) υπό την εγγύηση των ΗΠΑ. Σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία ήταν η προσφορότερη και ρεαλιστικότερη λύση.
Η ελληνική επιθυμία ένταξης δεν έτυχε εξ αρχής της αποδοχής των μεγάλων δυτικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας) αλλά ούτε και των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών. Η παραδομένη στα δεινά του εμφυλίου πολέμου χρεοκοπημένη Ελλάδα, μακριά από τα ζωτικά βιομηχανικά και κέντρα της γηραιάς ηπείρου, εθεωρείτο ως μια επικίνδυνη και μη ρεαλιστική ανάληψη υποχρέωσης που θα στερούσε πολύτιμες δυνάμεις και πόρους από τον πρωταρχικό στόχο που ήταν η προστασία της Δυτικής Ευρώπης. Συνάμα ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αμφέβαλαν για την επιβίωση της χώρας αλλά και την ευθυγράμμιση της με τις «αξίες» του επικαλούμενου βορειοατλαντικού χώρου.
Τους ίδιους ακριβώς στόχους είχε και η Άγκυρα αντιμετωπίζοντας παρεμφερή προβλήματα και παρόμοιες επιφυλάξεις για την εισδοχή της. Ήταν μια από τις λιγοστές φορές που Αθήνα και Άγκυρα κινήθηκαν με ταυτόσημους στόχους και χωρίς η μια να παρεμποδίσει την πορεία της άλλης. Μάλιστα σε κάποιες περιστάσεις προσπάθησαν να συνδυάσουν τον βηματισμό τους. Αξίζει να επισημανθεί ότι από το τέλος της δεκαετίας του 1940 επεκράτησε η δυτική αντίληψη περί του ενιαίου του αμυντικού χώρου Ελλάδος-Τουρκίας για αναχαίτιση του σοβιετικού κινδύνου. Η ενιαία αντιμετώπιση των δύο χωρών είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται από την εποχή του «Δόγματος Truman» (1947) και αποτελεί μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής.
Απότοκος αυτής της αντίληψης υπήρξε η αμερικανική απόφαση περί της ταυτόχρονης αποδοχής και εισόδου αμφοτέρων των χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία. Παρά ταύτα από την εποχή εκείνη διακρίνεται μια δυτική αξιολόγηση της Τουρκίας ως πλέον βαρύνουσας από στρατηγικής σημασίας έναντι της χώρας μας. Η αξιολόγηση αυτή φαίνεται μέσα από τα αρχεία της εποχής εκείνης ενώ έγινε καταφανής όταν ζητήθηκε πρώτα από την Άγκυρα να αποδεχθεί την πρόσκληση συμμετοχής της στις διαδικασίες στρατιωτικού σχεδιασμού της Μεσογείου της Ατλαντικής Συμμαχίας. Μόνο μετά την καταφατική απάντηση της το αντίστοιχο ερώτημα τέθηκε και στην Αθήνα. Βέβαια ο αμερικανικός σχεδιασμός έκανε εξ? αρχής λόγο για ταυτόχρονη ένταξη και των δύο γειτονικών κρατών. Η άποψη αυτή, για βαρύνουσα σημασία της Τουρκίας, για αρκετά κράτη-μέλη και αναλυτές, δυστυχώς συνεχίζεται με διακυμάνσεις μέχρι και σήμερα.
Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι η Άγκυρα και στο ζήτημα της τουρκικής ένταξης στο ΝΑΤΟ, είχε κινηθεί πιο συντονισμένα, πιεστικά ίσως και πιο επιθετικά από την Αθήνα. Η τελευταία εκ θέσεως αδυναμίας -για πολλαπλούς και αντικειμενικούς λόγους- ακολουθούσε τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας ενώ εναπόθεσε τις ελπίδες εισδοχής της στις διαβεβαιώσεις της Ουάσινγκτον αποφεύγοντας να πιέσει επίμονα, όπως έκανε η Τουρκία, για την ένταξη της. Ενδεχομένως και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η τακτική αυτή της τήρησης χαμηλών τόνων και αποφυγής υποβολής πιεστικών αιτημάτων ένταξης υπήρξε επιτυχής.
Αμφότερες οι χώρες, συνεισέφεραν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις, δυσανάλογες με τις δυνατότητες τους και τις απειλές που αντιμετώπιζαν, στην υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών εκστρατεία στην Κορέα. Ανομολόγητος στόχος της διάθεσης των στρατευμάτων στην Κορέα, υπήρξε και η εξασφάλιση εγγυήσεων ασφαλείας για Ελλάδα και Τουρκία με έμφαση στην επιδίωξη ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία. Παρά ταύτα σήμερα εκτιμάται ότι η συνεισφορά των δυνάμεων στην Κορέα δεν υπήρξε ο βασικός παράγοντας για την έγκριση της διπλής εισδοχής. Η εισδοχή των δύο χωρών ήταν το αποτέλεσμα της σταδιακής αναθεώρησης της αμερικανικής στρατηγικής για την Μέση Ανατολή και η προσπάθεια δημιουργίας μιας ικανής στρατιωτικής δυνάμεως (με τη συμμετοχή και της Γιουγκοσλαβίας) που θα απειλούσε το νότιο υπογάστριο του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Η αποστολή λοιπόν του Εκστρατευτικού Σώματος της Ελλάδος (ΕΚΣΕ) στη μακρινή Κορέα, καίτοι δε συνέβαλε στην ένταξη στη Συμμαχία (ούτε ακόμη στην επιτάχυνση της) ήταν απαραίτητη για την απόκτηση των ευσήμων της Ελλάδος, ως σταθερά φιλοδυτικής χώρας και πρόθυμης να συμμετάσχει στους κοινούς αγώνες για την αντιμετώπιση του σοβιετικού επεκτατισμού.
Η Ατλαντική Συμμαχία τις δεκαετίες που πέρασαν δημιούργησε το αναγκαίο περιβάλλον ασφάλειας για την ανάπτυξη και πρόοδο της Ελλάδος. Αναμφίβολα δεν κατόρθωσε -για πολλούς λόγους- να επιλύσει τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με την επιθετικότητα της γειτονικής Τουρκίας. Ορθά πολλάκις κατακρίνουμε την τήρηση ίσων αποστάσεων που λαμβάνει μεταξύ των δύο χωρών και η οποία επί της ουσίας ευνοεί την Άγκυρα και την αναθεωρητική της πολιτική. Η Ατλαντική Συμμαχία έχει στοχοποιηθεί για ορισμένες αποτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατηγορία που ίσως θα έπρεπε να αποδοθεί στη δική μας περισσότερο αδυναμία κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της και των ορίων παρέμβασης της.
Ιστορικά όμως αποδείχθηκε ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας είναι περισσότερο επιτυχής με τα οφέλη που μας δίνει η πλήρης και ενεργός συμμετοχή μας παρά η απουσία μας από βασικά όργανα ή σκέλη της Συμμαχίας. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι η προώθηση των στόχων μας μέσα από τα όργανα της Συμμαχίας απαιτεί επιμελή σχεδίαση και συνεπή εφαρμογή με ρεαλιστική κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και των διεθνών εξελίξεων και ισορροπιών. Αναγκαία επίσης και η ενεργός συμμετοχή μας -με το αντίστοιχο κόστος και κατά περίπτωση- σε αριθμό νατοϊκών δραστηριοτήτων.
Οι αγωνιώδεις σήμερα προσπάθειες της Ουκρανίας (αλλά και αρκετών άλλων ευρωπαϊκόν χωρών προσφάτως) για ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία και για εξασφάλιση εγγυήσεων ασφαλείας έναντι ενός αναθεωρητικού γείτονα, δείχνουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις αντίστοιχες ελληνικές ανησυχίες μετά τη λήξη του Β? Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και την ορθότητα των αποφάσεων εκείνης της εποχής και των διαδοχικών προσπαθειών ένταξης. Χρειάζεται επίσης να επισημάνουμε ότι η επιτυχία της ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία, όπως αργότερα και η αντίστοιχη εισδοχή στην τότε ΕΟΚ -σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση- επετεύχθησαν χάρη και στην συναντίληψη της πλειονότητας του πολιτικού κόσμου και στην πλειοψηφική λαϊκή αποδοχή.
ΥΓ: Το κείμενο βασίζεται σε θέσεις που παρατίθενται στη διδακτορική διατριβή του Ιπποκράτη Δασκαλάκη με τίτλο «Εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδος (ΕΚΣΕ) στην Κορέα: Η λήψη της απόφασης, η προετοιμασία και η συμβολή στην ελληνική ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία».
Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα liberal.gr (18/02/2022)
*Η δημοσίευση της παρούσης ανάλυσης του Δρ.Ιπποκράτη Δασκαλάκη Αντιστρατήγου ε.α. και Δ/ντη Μελετών του ΕΛΙΣΜΕ πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του ΚΕΔΙΣΑ με το ΕΛΙΣΜΕ σε επίπεδο cross-posting αναλύσεων.