vavikis

Η προέλευση και η διαδρομή των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και ο ρόλος της ΕΕ

Posted on Posted in Διεθνείς Εξελίξεις, ΕΕ & ΝΑΤΟ, Μέση Ανατολή, Μετανάστευση, Στρατηγική & Άμυνα, Τρομοκρατία, Ασφάλεια & Οργανωμένο Έγκλημα

      Γράφει ο Θεόδωρος Βαβίκης, Διεθνολόγος

 

Το Παρίσι, μαζί του και η Ευρώπη, αλλά και ο Δυτικός πολιτισμός, χτυπήθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα και βαρβαρότητα δύο φορές μέσα στο 2015 (αναφέρομαι στην τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του σατυρικού περιοδικού Charlie Hebdo στις 7/1/2015 και τις συντονισμένες τρομοκρατικές ενέργειες στις 13/11/2015). Έκτοτε, και με αφορμή αυτά τα περιστατικά μια πληθώρα άρθρων έχει γραφτεί και τόνοι από μελάνι έχουν χυθεί σχετικά με την προέλευση και τα κίνητρα των τρομοκρατών, όπως και για τους τρόπους πρόληψης εισόδου (ή επανεισόδου) τους στην Ευρώπη. Όμως, όπως πολύ σοφά δηλώνει μια Αγγλοσαξονική παροιμία, “it takes two to tango” (=χρειάζονται δύο για να χορέψει κανείς τανγκό) και στην περίπτωσή μας, εκτός από αποφασισμένοι και ιδεολογικά κινητοποιημένοι, οι τρομοκράτες χρειάζονται και όπλα για να συντελεστεί η οποιαδήποτε τρομοκρατική ενέργεια. Παρότι όμως οι χώρες προέλευσης αυτών των όπλων δεν ανήκουν στην Ευρώπη, η ΕΕ διαθέτει τους μηχανισμούς, αλλά και επιρροή ώστε αν όχι να σταματήσει, να περιορίσει την εισροή τους.

 

kalasnikof 

Τα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τους τρομοκράτες είναι από εξαιρετικά δύσκολο ως απαγορευτικό να τα αποκτήσει κανείς, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε οποιαδήποτε χώρα κράτος – μέλος της ΕΕ. Συνεπώς μιλάμε για όπλα τα οποία κατασκευάζονται και προέρχονται από τρίτες χώρες και εισέρχονται παράνομα στην ΕΕ, ακολουθώντας συγκεκριμένες διαδρομές. Η προέλευση των ελαφρών (κατά τη στρατιωτική ορολογία) αλλά θανατηφόρων όπλων ποικίλει. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η ίδια η Ρωσία, χώρες των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, αλλά και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είναι ήδη κράτη – μέλη της ΕΕ είναι οι κύριες πηγές προέλευσης. Και φυσικά, τα όπλα στα οποία αναφερόμαστε είναι: το επιθετικό τυφέκιο Καλάσνικοφ AK 47, ο εκτοξευτής ρουκετών RPG,το πιστόλι τύπου Τοκάρεφ, το υπόπολυβόλο Σκόρπιον κ.α. Κύρια πηγή προέλευσης είναι τα δυτικά Βαλκάνια. Η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή αποτελείται από τα κράτη που προέκυψαν από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, πλην της Σλοβενίας, και συμπεριλαμβάνει και την Αλβανία. Με εξαίρεση την Κροατία που έγινε μέλος της ΕΕ μόλις τον Ιούλιο του 2013, κανένα από τα υπόλοιπα κράτη που απαρτίζουν την εν λόγο περιοχή δεν αποτελεί κράτος – μέλος της ΕΕ, ενώ για τις περισσότερες οι ενταξιακές διαδικασίες παραμένουν στάσιμες.

 

 

map-europe 

Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα του Ελβετικού Think Tank «Small Arms Survey» ο αριθμός των μη δηλωμένων – καταγεγραμμένων, και άρα παράνομων, ελαφρών όπλων στα Δυτικά Βαλκάνια υπολογίζεται μεταξύ 3,6 και 6,2 εκατομμυρίων. Ενώ παράλληλα εκτιμάται ότι 0,5 με 1,6 εκατομμύρια νοικοκυριά κατέχουν τουλάχιστον ένα όπλο. Την όλη κατάσταση κάνει ακόμα πιο περίπλοκη και σκοτεινή η ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, που διευκολύνει την “εξαγωγή” τους. Οι λόγοι που συναντάμε αυτή την υψηλή συγκέντρωση όπλων στην περιοχή συνδέονται άμεσα με την πρόσφατη ιστορία της περιοχής που χαρακτηρίζεται από βίαιες συγκρούσεις, πολιτικές αναταραχές και μακροχρόνια και γενικευμένη αστάθεια. Πιο συγκεκριμένα, μέσα σε μια δεκαετία στα Δυτικά Βαλκάνια εκτυλίχθηκε:

  • Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Βοσνία (1992 – 95)
  • Το χάος και η κρίση που επικράτησε στην Αλβανία ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του τραπεζικού της συστήματος (1997)
  • Οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί στη Σερβία και ο πόλεμος στο Κόσοβο (1999)
  • Η εθνοτική κρίση στη ΠΓΔΜ με τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Αλβανόφωνων και Σλαβόφωνων (2001)

 

Εκτός των άμεσων και προφανών συνεπειών που επιφέρει η κάθε ένοπλη σύγκρουση, μια άλλη έμμεση παρενέργεια είναι η διασπορά των όπλων. Κατά  τη διάρκεια τους μια μεγάλη ποσότητα ελαφρού και όχι μόνο – οπλισμού ξέφυγε (πολλές φορές και εσκεμμένα) από τον έλεγχο του τακτικού στρατού και εξόπλισε παραστρατιωτικές ομάδες. Μετά το τέλος των συγκρούσεων τόσο το κράτος όσο και οι ειρηνευτικές δυνάμεις έδειξαν αδυναμία στο να εντοπίσουν, να συγκεντρώσουν και να καταστρέψουν τα όπλα αυτά, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε ιδιώτες, ή ακόμα χειρότερα, στα χέρια της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Αντίστοιχα, δε θα πρέπει να υποτιμούμε και τον ρόλο της Αλβανικής κρίσης των αρχών του 1997 στην διάδοση των όπλων. Οι πολίτες της χώρας αγανακτισμένοι και εξαγριωμένοι από την απώλεια της περιουσίας τους που είχαν εμπιστευτεί στις τράπεζες εισέβαλαν και λεηλάτησαν στρατόπεδα και αποθήκες οπλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να κλαπούν 640.000 όπλα ελαφρού τύπου, από τα οποία υπολογίζεται οτι μόνο το 15% εντοπίστηκε και επιστράφηκε. Παρότι το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων των εξοργισμένων Αλβανών εξόπλισε τον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου (τον γνωστό μας UCK), υπάρχουν ακόμα αρκετά διαθέσιμα για να εξοπλίσουν επίδοξους εγκληματίες και τρομοκράτες.

 

Χώρα Καταγεγραμμένα

Όπλα

Μη Καταγεγραμμένα Όπλα Σύνολο
Αλβανία 70.000 – 70.000 200.000 – 210.000 270.000 – 280.000
Βοσνία Ερζεγοβίνη 350.000 – 350.000 150.000 – 750.000 500.000 – 1.100.000
Κόσοβο* 30.000 – 70.000 260.000 – 260.000 290.000 – 330.000
Κροατία 370.000 – 380.000 150.000 – 600.00 520.000 – 980.000
Μαυροβούνιο 90.000 – 100.000 40.000 – 90.000 130.000 – 190.000
ΠΓΔΜ 160.000 – 160.000 160.000 – 450.000 320.000 – 610.000
Σερβία 1.100.00 – 1.190.000 500.000 – 1.500.000 1.600.000 – 2.690.000
Σύνολο 2.170.000 – 2.320.000 1.460.000 – 3.860.000 3.630.000  – 6.180.000

 

 

Παρά την ευρεία αντίληψη ότι η εμφάνιση του οργανωμένου εγκλήματος και της μαφίας είναι και αυτή απότοκο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, η αλήθεια είναι ότι προϋπήρχαν του εμφυλίου στη Βοσνία και σημείωσαν έντονη δράση κατά τη διάρκειά του. Ο λόγος είναι απλός. Με την έναρξη των πρώτων μαχών επί εδάφους ο ΟΗΕ επέβαλε εμπάργκο όπλων σε όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές και στη συνέχεια εμπάργκο εξαγωγών προς την Γιουγκοσλαβία (που ύστερα από τις αποσχίσεις αποτελούνταν μόνο από την Σερβία – μαζί με το Κόσοβο – και το Μαυροβούνιο). Ως εκ τούτου, η κατά τόπους μαφία ανέλαβε την διακίνηση όπλων από την Γιουγκοσλαβία, όπου ήταν σε αφθονία, προς την Κροατία και την Βοσνία, όπου όχι μόνο υπήρχε έλλειψη, αλλά και αδυναμία εισαγωγής λόγω του γενικευμένου εμπάργκο. Τον κυρίαρχο ρόλο του στη διακίνηση και το εμπόριο όπλων διατήρησε το οργανωμένο έγκλημα και μετά τη λήξη του πολέμου, αυτή τη φορά όμως αλλάζοντας τον τελικό προορισμό και τους παραλήπτες. Η διαδρομή που ακολουθούν τα φορτία όπλων είναι συνήθως απλή. Χρησιμοποιώντας κάποιο φορτηγό τα όπλα μεταφέρονται από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στις χώρες της ΕΕ. Παρά τους διαρκώς αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους και την επιβολή όλο και βαρύτερων ποινών στους διακινητές και στους παντός είδους εμπλεκομένους, η ροή των όπλων προς την ΕΕ παρουσιάζει διαρκώς ανοδική τάση.

 

Εδώ γεννάται το ερώτημα, για το εάν μπορεί η ΕΕ να προστατευτεί και να οχυρωθεί από αυτή την εισροή όπλων και αν η απάντηση είναι θετική, πως μπορεί να το επιτύχει. Όπως μόλις αναφέρθηκε η εντατικοποίηση των ελέγχων στα Ευρωπαϊκά σύνορα έχει φέρει πενιχρά αποτελέσματα. Συνεπώς το πρόβλημα της λαθρεμπορίας όπλων πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα του και να αντιμετωπιστεί στις χώρες προέλευσης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν αποτελούν όμως Ευρωπαϊκά κράτη – μέλη. Ένας λογικός συνειρμός θα συνέχιζε υποστηρίζοντας οτι αφού αυτές οι χώρες δεν είναι κράτη – μέλη, τότε και η επιρροή ή μόχλευση (leverage) της ΕΕ σταματάει κάπου εκεί. Όμως η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η απάντηση στην ερώτηση τι μπορεί να κάνει προς αυτή τη κατεύθυνση η ΕΕ έρχεται από την απάντηση στο πολύπλοκο και αέναο ερώτημα για τι είναι η ΕΕ. Μεταξύ άλλων, η ΕΕ είναι μια κανονιστική δύναμη (Normative Power), δηλαδή ένας παράγοντας των διεθνών σχέσεων που θέτει τα Standards και ορίζει το τι είναι το κανονικό. Είναι μια δύναμη που μπορεί να ασκήσει επιρροή και να επιβάλλει αυτό που επιθυμεί και εφαρμόζει και η ίδια, όχι δια μέσου της βίας και του καταναγκασμού, (όπως έκαναν στο παρελθόν, αλλά και στις μέρες μας διάφορες άλλες υπερδυνάμεις), αλλά να ηγηθεί μέσω του παραδείγματος. Βάση αυτών, και υπό μια έννοια, η ΕΕ είναι μια εκπολιτιστική δύναμη, με απώτερο σκοπό να μεταλαμπαδεύσει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο (acquis communautaire) και σε γεωγραφικές περιοχές εκτός της Ευρωπαϊκής ηπείρου.

 

Για τον σκοπό η Ευρωπαϊκή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) έχει δημιουργήσει διάφορους μηχανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας (European Neighborhood Policy) και η Ανατολική Εταιρική Σχέση (Eastern Partnership) είναι οι πιο αξιοσημείωτοι. Το μεγαλύτερο όμως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής που έχει  στη διάθεσή της η ΕΕ και την καθιστά έναν από τους πιο επιδραστικούς παράγοντες των Διεθνών Σχέσεων είναι η διεύρυνση με όλη την μακρά και επίπονη διαδικασία που αυτή συνεπάγεται. Σκοπός της είναι η πλήρης υιοθέτηση, μέσω ενός μηχανισμού επιβράβευσης αλλά και τιμωρίας (carrot & stick), του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, σε όλα τα επίπεδα, στο σύνολό του από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, πριν αυτές γίνουν πλήρη κράτη – μέλη.

 

Η Ευρωπαϊκή προοπτική έχει ανοίξει για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ήδη από το 1999 και το Συμβούλιο Κορυφής της Κολωνίας, ενώ η Κροατία έχει ήδη επιτύχει αυτόν τον στόχο, ούσα το νεότερο μέλος της ΕΕ. Η ενταξιακή διαδικασία προκαλεί μετασχηματισμό στις υπό ένταξη χώρες όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στη πράξη. Συγκεκριμένα πριν από περίπου μια δεκαετία, η ΕΕ προκειμένου να επιτύχει την προώθηση και την επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων στους τομείς της ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου, της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της διαφθοράς, του εξορθολογισμού του δικαστικού συστήματος και των διοικητικών δομών, προσέφερε το ενδεχόμενο της κατάργησης της έκδοσης θεώρησης εισόδου – visa – για τους πολίτες των Δυτικών Βαλκανίων. Σήμερα, και αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ως ικανοποιητική την πορεία αυτών των μεταρρυθμίσεων, οι πολίτες των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, με την εξαίρεση του Κοσόβου και το ιδιόρρυθμο νομικό καθεστώς που χαρακτηρίζει αυτήν την οντότητα, μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στις χώρες της ΕΕ.

visa
Αντίστοιχα, σήμερα που η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, που σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με ζητήματα ασφαλείας στα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί, μέσω της διαδικασίας διεύρυνσης, είτε να προσφέρει έναν νέο στόχο σε αυτές τις χώρες προκειμένου να ελέγξουν αποτελεσματικότερα το εμπόριο και την διακίνηση όπλων εντός των συνόρων τους, είτε ακόμα να θέσουν το τρέχον καθεστώς ελεύθερης διέλευσης προς την ΕΕ υπό αίρεση μέχρι να επιτευχθούν απτά και ουσιαστικά αποτελέσματα σε αυτόν τον τομέα. Καμία από τις παραπάνω αποφάσεις δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να συγκεντρώσει ομοφωνία σε κάποιο επικείμενο συμβούλιο κορυφής. Από την άλλη τα υπό ένταξη κράτη, που βρίσκονται ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα στο προθάλαμο της ΕΕ και έχουν ήδη αποθαρρυνθεί από τις δηλώσεις Γιουνκέρ, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του το 2014, ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης – πενταετούς – θητείας του δε πρόκειται να γίνει περαιτέρω διεύρυνση, δεν πρόκειται να εμφανιστούν ιδιαίτερα πρόθυμα για νέα μέτρα, τη στιγμή μάλιστα που αυτά απαιτούν και νέα κεφάλαια για την υλοποίηση τους. Το διακύβευμα όμως είναι μεγάλο, και αν η δυσκολία εξεύρεσης οπλισμού δε λύνει από μόνη της το τεράστιο ζήτημα της τρομοκρατίας, τουλάχιστον θέτει στους επίδοξους δράστες ένα σημαντικό εμπόδιο.