giorgos Koukos 250

H Κλιματική Αλλαγή ως Συντελεστής Έξαρσης Συγκρούσεων

Posted on Posted in Αναλύσεις, Βιώσιμη Ανάπτυξη και Κλιματική Αλλαγή

Γράφει ο Γιώργος Κούκος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

H κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας και τοποθετείται δικαιολογημένα στην κορυφή της ατζέντας κρατών, περιφερειακών και διεθνών οργανισμών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, έχει οικοδομήσει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία με γνώμονα την αντιμετώπιση της (1). Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή βρίσκεται και στο επίκεντρο της Ατζέντας 2030 και των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (2). Ως εκ τούτου, πληθώρα αναλυτών επιδίδονται  πλέον στη μελέτη των πιθανών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής για την παγκόσμια οικονομία (3), αλλά και των επιπτώσεων της στον τομέα της ασφάλειας.

O ενδεχόμενος αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στην ασφάλεια άρχισε να απασχολεί κυβερνήσεις (4),  δεξαμενές σκέψης (5) και μη-κυβερνητικές οργανώσεις (6) ήδη από τη δεκαετία του 2000. Ειδικότερα, αναλυτές εστίασαν στους πιθανούς μηχανισμούς με τους οποίους αυτή μπορεί να εντείνει τις ήδη υπάρχουσες συγκρούσεις ή να πυροδοτήσει νέες, ή ακόμη και διακρατικούς πολέμους. Αν και πρώιμες αναλύσεις κατακρίθηκαν ως βασιζόμενες σε υποθέσεις (7), το ζήτημα άρχισε σταδιακά να προσελκύει το ενδιαφέρον ακαδημαϊκών και πολιτικών. Το 2007 μάλιστα αποτέλεσε έτος-ορόσημο, καθώς σηματοδότησε την πρώτη φορά που η κλιματική αλλαγή έγινε αντικείμενο διαβουλεύσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το επόμενο έτος, σε έκθεση της η ΕΕ αναφέρθηκε στην κλιματική αλλαγή ως ‘πολλαπλασιαστή απειλών’, αντίληψη που κυριαρχεί στους κόλπους της ακόμη και σήμερα (8).

Η σύνδεση κλιματικής αλλαγής και βίαιων συγκρούσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια προγενέστερων θεωριών που υποστήριζαν πως η περιβαλλοντική υποβάθμιση, ο αυξανόμενος πληθυσμός και οι φθίνοντες πόροι μπορούν να πυροδοτήσουν συρράξεις και να διασαλεύσουν την υπάρχουσα τάξη. Οι θεωρίες αυτές συνδέθηκαν κυρίως με τον Thomas Homer-Dixon, ο οποίος μετά από πολυετή έρευνα συμπέρανε πως οι μειούμενοι ανανεώσιμοι πόροι και άνιση κατανομή τους, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο πληθυσμό και την κατά κεφαλήν κατανάλωση, μπορούν να συμβάλουν στην έξαρση αστικής βίας, συμπεριλαμβανομένων εξεγέρσεων και εθνοτικών συγκρούσεων. Παρόλα αυτά, κατέληξε πως ο ρόλος των παραπάνω είναι συχνά ασαφής και έμμεσος, συνδεδεμένος πάντα με άλλους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Αναγνώρισε ακόμη πως οι συγκρούσεις αυτές είναι πιθανότερο να είναι χαμηλής έντασης και εντός συνόρων των αναπτυσσόμενων κρατών (9-11). Παρά την αρχική τους απήχηση, οι θεωρίες αυτές έγιναν μετέπειτα αντικείμενο σφοδρών κριτικών και χαρακτηρίστηκαν από πληθώρα ακαδημαϊκών ως εθνοκεντρικές και ντετερμινιστικές (12,13).

Έκτοτε, το ερευνητικό πεδίο έχει διευρυνθεί σημαντικά και η θέση πως η κλιματική αλλαγή δύναται να αυξήσει το ρίσκο βίαιων συγκρούσεων κάτω υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θεωρείται πλέον εδραιωμένη (14). Ωστόσο, ακόμη επικρατεί αβεβαιότητα ως προς τους ακριβείς μηχανισμούς της σχέσης αυτής (15). Η θεωρία που χαίρει ευρύτερης αποδοχής υποστηρίζει πως η κλιματική αλλαγή αυξάνει το ρίσκο έμμεσα, τροφοδοτώντας γνωστούς συντελεστές που συμβάλλουν στην έξαρση φαινομένων βίας, πάντα σε συνάρτηση με τις εκάστοτε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες (16,17). Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως οι επιδραστικότεροι  συντελεστές, ανάμεσα στους οποίους είναι η χαμηλή κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, οι περιορισμένες δυνατότητες του κράτους, οι ανισότητες και η πρόσφατη ιστορία βίαιων συγκρούσεων, δεν επηρεάζονται καταλυτικά από την κλιματική αλλαγή. Αντιθέτως, συντελεστές πιο ευαίσθητοι στις περιβαλλοντικές μεταβολές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όπως τα οικονομικά σοκ και η εξάρτηση από φυσικούς πόρους, βρίσκονται χαμηλότερα στη λίστα (14).

Η πολυσύνθετη σχέση μεταξύ των μεταβολών αυτών και της δυναμικής των συγκρούσεων καταδεικνύεται περισσότερο στις περιπτώσεις της Ανατολικής και Δυτικής Αφρικής και της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζουν στην ανασκόπηση τους οι Mobjörk et al. (18). Πρώτον, η κλιματική αλλαγή έχει αρνητικό αντίκτυπο στις συνθήκες διαβίωσης πληθώρας ομάδων που εξαρτώνται από τη γεωργία και την κτηνοτροφία για το βιοπορισμό τους. Βραχυπρόθεσμες μεταβολές, όπως ξηρασίες και πλημμύρες, αλλά και μακροπρόθεσμες, όπως η ερημοποίηση και η διάβρωση του εδάφους, ενδεχομένως να περιθωριοποιήσουν συγκεκριμένες ομάδες και να εντείνουν τους ανταγωνισμούς για διαθέσιμους πόρους όπως το νερό ή η καλλιεργήσιμη γη, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο για τοπικές συγκρούσεις περιορισμένης κλίμακας. Επιπλέον, οι επιδεινούμενες βιοποριστικές συνθήκες ενδέχεται να προσφέρουν περεταίρω κίνητρα για ένταξη σε παράνομες ένοπλες ομάδες δεδομένης της έλλειψης εναλλακτικών. Δεύτερον, η κλιματική αλλαγή και η περιβαλλοντική υποβάθμιση συχνά ωθούν πληθυσμούς στην εσωτερική μετανάστευση με στόχο την αναζήτηση καλύτερων βιοποριστικών επιλογών. Οι μετακινήσεις αυτές, ωστόσο, ενδέχεται να αυξήσουν το ρίσκο τοπικών συγκρούσεων όταν οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες φέρνουν τους νεοεισερχόμενους πληθυσμούς σε αντιπαράθεση με τους ντόπιους. Τρίτον, οι περιβαλλοντικές μεταβολές δύνανται να τροποποιήσουν τη δυναμική υφιστάμενων συγκρούσεων, επηρεάζοντας τις στρατηγικές επιλογές των εμπλεκόμενων ένοπλων ομάδων. Σε περιόδους περιβαλλοντικής πίεσης, όπως για παράδειγμα ξηρασίες χαρακτηριζόμενες από σημαντική έλλειψη πόρων, οι ένοπλες αυτές ομάδες συχνά προσαρμόζουν ανάλογα τις τακτικές τους με στόχο να κατοχυρώσουν την επισιτιστική τους ασφάλεια, πολλές φορές μέσω υφαρπαγής καλλιεργήσιμης γης. Επιπλέον, σε περιοχές όπου μαίνονται συγκρούσεις, ενώ παράλληλα οι βιοποριστικές συνθήκες του πληθυσμού δυσχεραίνουν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, προσφέρονται ευνοϊκότερες συνθήκες στρατολόγησης από ένοπλες ομάδες. Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω ‘μονοπάτια’, οι συγκρούσεις που ενδέχεται να προκύψουν εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής περιορίζονται κατά κύριο λόγο σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος οι μικρής κλίμακας εντάσεις να διευρυνθούν όταν εργαλειοποιούνται από διάφορες ελίτ, οι οποίες μπορεί να εκμεταλλευτούν πρόσκαιρες αστάθειες και ευάλωτους πληθυσμούς προκειμένου να προωθήσουν τους πολιτικούς τους στόχους. Ουκ ολίγες φορές ντόπιες ελίτ έχουν εκμεταλλευτεί παροδικές περιβαλλοντικές καταστροφές με στόχο να αποκτήσουν τον έλεγχο συγκεκριμένων πόρων, να ισχυροποιήσουν τη θέση τους σε τοπικές συγκρούσεις ή να συμμαχήσουν με ισχυρότερες ελίτ σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο.

Οι παραπάνω περιπτώσεις καταδεικνύουν ξεκάθαρα πως υπό ορισμένες συνθήκες η κλιματική αλλαγή δύναται να πυροδοτήσει συγκρούσεις και να επιδράσει στη δυναμική τους. Ωστόσο, γίνεται επίσης κατανοητό πως η σχέση αυτή επηρεάζεται από πλειάδα τοπικών και χρονικών παραγόντων και οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών μεταβλητών. Το αν η ανασφάλεια που δημιουργείται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής οδηγήσει τελικά σε βία ή σε συνεργασία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό, ανάμεσα σε άλλα, από τα επίπεδα κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, το επίπεδο δυσαρέσκειας και ανισότητας ανάμεσα στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες, την ποιότητα της εθνικής και τοπικής  διακυβέρνησης και την ισχύ των πολιτικών θεσμών (17). Μπορεί η σχέση αυτή να φαντάζει εξαιρετικά περίπλοκη για να ληφθεί υπόψη από κέντρα λήψης αποφάσεων, όμως οι αναλυτές δεν θα πρέπει να παραβλέπουν τους συγκεκριμένους μηχανισμούς, πόσο μάλλον όταν οι κυβερνήσεις παγκοσμίως βρίσκονται ακόμη σε τροχιά μη συμβατή με τους κλιματικούς στόχους που θεσπίστηκαν στη Συμφωνία των Παρισίων το 2015.

 

Βιβλιογραφία

 

(1) European Commission. A European Green Deal. n.d.; Available at: https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-deal_en#documents. Accessed 18/5/, 2021.

(2) United Nations. Transforming our World: The 2030 Agenda for Sustainable Development. 2015.

(3) Stern N. The economics of climate change: the Stern review. Cambridge: Cambridge University Press; 2007.

(4) Schwartz P, Randall D. An abrupt climate change scenario and its implications for United States national security. 2003:1-22.

(5) CNA Corporation. National security and the threat of climate change. 2007.

(6) Smith D, Vivekananda J. Climate change, conflict and fragility. Understanding the linkages, shaping effective responses. 2009:1-36.

(7) Gleditsch NP, Nordås R. Climate Change and Conflict: A Critical Overview. Die Friedens-Warte 2009;84(2):11-28.

(8) Remling E, Barnhoorn A. A reassessment of the European Union’s response to climate-related security risks. SIPRI Insights on Peace and Security no. 2021/2 2021.

(9) Homer-Dixon T. On the Threshold: Environmental Changes as Causes of Acute Conflict. Int Secur 1991;16(2):76-116.

(10) Homer-Dixon T. Environmental Scarcities and Violent Conflict: Evidence from Cases. Int Secur 1994;19(1):5-40.

(11) Homer-Dixon T. Environment, scarcity, and violence. Princeton: Princeton University Press; 1999.

(12) Barnett J. The meaning of environmental security: Ecological politics and policy in the new security era. London: Zed; 2001.

(13) Hartmann B. Rethinking climate refugees and climate conflict: Rhetoric, reality and the politics of policy discourse. Journal of International Development 2010;22(2):233-246

(14) Mach, K. J., Burke, M., Kraan, C. M., Field, C. B., Adger, W. N., Buhaug, H., et al. Climate as a risk factor for armed conflict. Nature 2019;571(7764):193-197.

(15) Sakaguchi K, Varughese A, Auld G. Climate Wars? A Systematic Review of Empirical Analyses on the Links between Climate Change and Violent Conflict. Int Stud Rev 2017;19(4):622-645.

(16) Mobjörk M, Gustafsson M, Sonnsjö H, van Baaeln S, Dellmuth LM, Bremberg N. Climate-Related Security Risks: Towards an Integrated Approach. Stockholm International Peace Research Institute, Stockholm University, & The Swedish Institute of International Affairs 2016.

(17) Koubi V. Climate Change and Conflict. Annu Rev Polit Sci 2019;22(1):343-360.

(18) Mobjörk M, Krampe F, Tarif K. Pathways of Climate Insecurity: Guidance for Policymakers. SIPRI Policy Brief 2020(November 2020).

KEDISA--ανάλυση