Γράφει ο Δρ. Φίλιππος Προέδρου, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Οι συναντήσεις για την υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό Turkish Stream πλαισιώνουν την ευρύτερη συζήτηση για τον εξωτερικό προσανατολισμό, τις επενδυτικές ευκαιρίες και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας μας. Ωστόσο, το υπό συζήτηση έργο εγείρει σημαντικές ενστάσεις τόσο ως προς την οικονομική του βιωσιμότητα, όσο και ως προς την εξυπηρέτηση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας. Αντίθετα, εγγράφεται εντός και εξυπηρετεί εξαιρετικά τα συμφέροντα της επικοινωνιακής στρατηγικής της κυβέρνησης που, μέσα στον ορυμαγδό των συνομιλιών με τους εταίρους που δεν καταλήγουν κάπου, περνά ένα ισχυρό συμβολικό μήνυμα περί εναλλακτικών τόσο στο γεωπολιτικό όσο και το οικονομικό πεδίο.
Η λογική πίσω από τη δημιουργία νέων ενεργειακών δικτύων που θα μεταφέρουν ρωσικό αέριο στην Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι διττή. Κατά πρώτον, είχε στόχο να καλύψει την προβλεπόμενη αύξηση στη ζήτηση φυσικού αερίου. Από το 2008 κι έπειτα, ωστόσο, η ζήτηση έχει παγιωθεί στα ίδια επίπεδα, ενώ οι προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες κάνουν λόγο μόνο για πενιχρή αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου.[1] Ο δεύτερος στόχος ήταν η απεξάρτηση του ευρω-ρωσικού εμπορίου φυσικού αερίου από χώρες διέλευσης, και κυρίως την Ουκρανία. Αυτός ο δεύτερος λόγος ήταν καταλυτικής σημασίας τόσο για την κατασκευή του Nord Stream (που μεταφέρει ρωσικό αέριο κάτω από τη Βαλτική θάλασσα στη Γερμανία) όσο και για την απόφαση της Gazprom το 2007, ένα χρόνο μετά την πρώτη ρωσο-ουκρανική κρίση, να κατασκευάσει από κοινού με την ιταλική ENI τον αγωγό South Stream (που σχεδιαζόταν να μεταφέρει ρωσικό αέριο κάτω από τη Μαύρη θάλασσα στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη). Μετά τη δεύτερη ρωσο-ουκρανική διένεξη το 2009, η Gazprom ανακοίνωσε την πρόθεση διπλασιασμού της ικανότητας του αγωγού από 30 σε 63 δις κυβικά μέτρα.[2]
Ο South Stream, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε λόγω των εμποδίων που εγείρει στη δραστηριοποίηση της Gazprom στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά το Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο της ΕΕ. Σύμφωνα με τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που επιτάσσει το διαχωρισμό των εταιρειών που προμηθεύουν ενέργεια από αυτές που διαχειρίζονται τα δίκτυα (unbundling), η Gazprom ήταν υποχρεωμένη να επιτρέψει τη διαχείριση των τμημάτων του αγωγού που θα βρίσκονται σε ευρωπαϊκό έδαφος σε έναν ανεξάρτητο διαχειριστή (ή να δημιουργήσει μία νέα εταιρεία, διακριτή από τη Gazprom, που θα λειτουργεί τον αγωγό). Πέραν αυτού του κανονισμού, γνωστού και ως Gazprom clause επειδή απαγορεύει την παραδοσιακή δραστηριοποίηση της Gazprom στην ευρωπαϊκή αγορά και περιορίζει τον κεντρικό της ρόλο σε αυτήν, είναι απαραίτητη η παραχώρηση πρόσβασης σε τρίτους προμηθευτές σε όλα τα δίκτυα (third party access). Τούτο συνεπαγόταν ότι η Gazprom θα μπορούσε να τροφοδοτήσει με ρωσικό αέριο μόνο το μισό περίπου της ικανότητας του αγωγού, ούτως ώστε να λειτουργήσουν οι δυνάμεις του ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιωσιμότητα και κερδοφορία του αγωγού, και η όποια πολιτική επιρροή θα εξασφάλιζε στη Μόσχα, περιχαρακώνονταν σημαντικά.[3] Ως εκ τούτου, το Δεκέμβριο του 2014 η Gazprom ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την κατασκευή του αγωγού.
Ευθύς αμέσως, γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προχωρήσει στην κατασκευή του Turkish Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό αέριο πάλι κάτω από Μαύρη θάλασσα σε τουρκικό έδαφος και από εκεί στα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας με στόχο τις ίδιες αγορές που θα εξυπηρετούσε και ο South Stream και με την ίδια χωρητικότητα (63 δις κυβικά μέτρα). Αυτή η κίνηση επιτρέπει στη Gazprom να αποφύγει την έκθεση στην ευρωπαϊκή αγορά και τις περιοριστικές της ρυθμίσεις, την ίδια στιγμή που δημιουργεί μία εναλλακτική οδό για την προμήθεια του αερίου που παρακάμπτει την Ουκρανία.
Παράλληλα, ωστόσο, εγείρονται σημαντικές ενστάσεις ως προς τη σημασία, τη βιωσιμότητα, τα οφέλη και τις ζημίες που θα προκύψουν στην όχι και τόσο πιθανή περίπτωση που κατασκευαστεί ο αγωγός αυτός. Πρώτα απ΄ όλα, η δημιουργία νέων αγωγών τη στιγμή που υπάρχει και λειτουργεί ένα σύστημα υποδομών, παρά τα εγγενή ρίσκα, αναπόδραστα αυξάνει το κόστος του εμπορευόμενου αερίου, το οποίο και θα επωμιστούν είτε οι πελάτες, είτε ο προμηθευτής, ή και οι δύο. Τόσο η Ρωσία όσο και η Gazprom βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ειδικά μετά τις δυτικές κυρώσεις. Η αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων εν μέσω της σοβούσας κρίσης, παράλληλα, παραμένει περιορισμένη και δύσκολα μπορεί να σηκώσει το βάρος αυξημένων τιμών. Ως εκ τούτου, η οικονομική λογική του αγωγού τίθεται εν αμφιβόλω.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κατασκευή και θέση σε πλήρη λειτουργία του Turkish Stream θα μετατρέψει την Τουρκία (που επίσης αποτελεί χώρα διέλευσης για το αζέρικο αέριο που περνά στην Ευρώπη) σε ισχυρό διαμετακομιστικό κέντρο-κόμβο φυσικού αερίου. Σε περίπτωση που περίπου το μισό ρωσικό αέριο που τροφοδοτεί την Ευρώπη περνά μέσα από την Τουρκία, κατ’ ουσίαν η εξάρτηση από την Ουκρανία αντικαθίσταται από την εξάρτηση από την Τουρκία. Τούτο είναι μάλλον δυνητικά πιο επικίνδυνο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Τουρκία αποτελεί μεγαλύτερη δύναμη και ακολουθεί μία πολύ πιο διεκδικητική και φιλόδοξη πολιτική με στόχο να αναδυθεί σε περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Παράλληλα, οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα, την Αθήνα και τη Σόφια διαχρονικά δεν είναι τέτοιες που να δημιουργούν εμπιστοσύνη για τη δημιουργία ενός τόσο μεγάλου και σημαντικού έργου που θα δέσει τις εμπλεκόμενες πλευρές σε μία συνεργασία δεκαετιών. Οι λόγοι αυτοί ίσως κάνουν τη Ρωσία να ξανασκεφτεί το μέγεθος και την κλίμακα του έργου, και τους Ευρωπαίους πρόθυμους να συμβολαιοποιήσουν μόνο μικρές ποσότητες προκειμένου να αποφύγουν την εκτενή εξάρτηση από την Τουρκία. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν πρέπει να αποκλείεται η μείωση της ικανότητας του αγωγού και, αντίστοιχα, της οικονομικής, πολιτικής και ενεργειακής του σημασίας. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, τα κόστη του αγωγού, σε σχέση με τα αναμενόμενα οφέλη, θα εκτοξεύονταν σε δυσθεώρητα ύψη και ο Turkish Stream δε θα αποτελούσε το αντίδοτο στο South Stream. Μπορεί κανείς να εντοπίσει αναλογίες ανάμεσα σε αυτό το ενδεχόμενο και την τελική εγκατάλειψη του φιλόδοξου αγωγού Nabucco (33 δις κυβικά μέτρα) με την προτίμηση στο πιο περιορισμένο έργο του αδριατικού αγωγού (TAP) με ικανότητα μόλις 10 δις κυβικών μέτρων.
Η υλοποίηση του αγωγού κρύβει εξόφθαλμα ρίσκα και κινδύνους τόσο για τη Ρωσία όσο και την Ελλάδα. Όπως είδαμε και παραπάνω, βασικός πυλώνας της ενεργειακής στρατηγικής της Ρωσίας αποτελεί η πολιτική απεξάρτησης από χώρες διέλευσης, και κυρίως της προβληματικής Ουκρανίας. Μία κίνηση, ωστόσο, που τερματίζει την εξάρτηση από την Ουκρανία και δημιουργεί σχεδόν εξίσου βαρύνουσα εξάρτηση από την Τουρκία μοιάζει εντελώς παράλογη και αντι-παραγωγική για τη Gazprom που επιδιώκει πλήρη ελευθερία κινήσεων στην εξαγωγική της στρατηγική. Παράλληλα, η χώρα μας προμηθεύεται περίπου το 80% του αερίου που καταναλώνει από τη Ρωσία μέσω του ουκρανικού αγωγού. Είναι προτιμότερη η προμήθεια του πλέον μέσω Τουρκίας; Εγείρει ερωτηματικά πως αυτός ο προβληματισμός δεν εισέρχεται στη δημόσια συζήτηση δεδομένου ότι σε περίπτωση που τεθεί σε λειτουργία ο Turkish Stream είναι πολύ πιθανό να τερματιστεί η λειτουργία του ουκρανικού δικτύου. Εξυπηρετείται η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας με μία σχεδόν πλήρη εξάρτηση από την Τουρκία; Το ίδιο ισχύει και για τη Βουλγαρία, η οποία προμηθεύεται για την ώρα αέριο αποκλειστικά από τη Ρωσία μέσω του ουκρανικού αγωγού.
Με αυτά τα δεδομένα, αν σκεφτόμαστε με όρους ενεργειακής ασφάλειας είναι οξύμωρος ο ντόρος γύρω από το νέο αγωγό και η προθυμία της ελληνικής πλευράς να συμμετέχει σε μία μετατόπιση των ενεργειακών υποδομών που μάλλον περισσότερα δυνητικά προβλήματα δημιουργεί, παρά προσφέρει λύσεις. Αν, όμως, αντιληφθούμε τη ρητορική του έργου ως μέρος της επικοινωνιακής πολιτικής των παιχτών εντός των ευρύτερων στόχων τους, η συζήτηση γύρω από τον αγωγό και η προώθησή του δε μοιάζει τόσο παράλογη.
Στη Ρωσία, η Gazprom δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από την ανεξάρτητη επιχείρηση αερίου Novatek και τη μεγαλύτερη κρατική εταιρεία πετρελαίου Rosneft που αυξητικά δραστηριοποιείται στον τομέα του φυσικού αερίου. Οι δύο εταιρείες πέτυχαν να ανακληθεί για πρώτη φορά το μονοπώλιο της Gazprom στις εξαγωγές φυσικού αερίου και πιέζουν το Κρεμλίνο για περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του πεδίου προκειμένου να μειωθεί ο κεντρικός ρόλος της Gazprom και να αυξηθούν τα περιθώρια δράσης και κερδοφορίας τους. Η Gazprom εξακολουθεί και απολαμβάνει της στήριξης του Κρεμλίνου, ωστόσο νιώθει απειλητικά την ανάσα των ανταγωνιστών της. Μία δραστήρια εξαγωγική καμπάνια προσδίδει όπλα στη φαρέτρα της στον αυξημένο ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στην αγορά φυσικού αερίου στη Ρωσία.[4]
Για την Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, η σύμπλευση με τη Μόσχα εγγράφεται στην ευρύτερη στρατηγική σύμπλευσης με τη Μόσχα ως διαπραγματευτικό όπλο με τους εταίρους, με πενιχρά ωστόσο, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αποτελέσματα, και απόπειρας εξασφάλισης εσόδων σε μία περίοδο πρωτοφανούς ξηρασίας ακόμα και για την Ελλάδα της κρίσης. Η υπεραισιόδοξη έως αφελής προσδοκία άμεσης καταβολής πληρωμών για τη συμμετοχή της Ελλάδας διαψεύστηκε πανηγυρικά (πράγμα εύλογο αν γνωρίζει κανείς τη σημερινή οικονομική στενότητα της Gazprom και της Ρωσίας). Ωστόσο, η προβολή του ζητήματος βρίσκει ερείσματα σε μία κοινή γνώμη που μοιάζει σύμφωνη με τη στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία και επιδοκιμάζει, εύλογα, «αναπτυξιακές» κινήσεις που θα φέρουν έσοδα και θα δημιουργήσουν κάποιες θέσεις εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση εργασίας που διατυπώνεται στο παρόν κείμενο είναι ότι η θέση του αγωγού στην πολιτική ατζέντα βολεύει για την ώρα τα συμφέροντα τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Gazprom. Ωστόσο, τόσο σε επίπεδο βιωσιμότητας, όσο και ενεργειακής ασφάλειας, το έργο όχι μόνο δεν είναι πολλά υποσχόμενο, αλλά κρύβει και σημαντικά ρίσκα. Οι παράγοντες αυτοί καθιστούν την τελική κατασκευή του στα διακηρυγμένα μεγέθη (63 δις κυβικά μέτρα), όχι μόνο εξαιρετικά δυσχερή, αλλά και απευκταία.
[1] Anouk Honoré (2014), ‘The Outlook for Natural Gas Demand in Europe’, OIES Paper, NG 87.
[2] Filippos Proedrou (2012), EU Energy Security in the Gas Sector: Evolving Dynamics, Policy Dilemmas and Prospects, Surrey: Ashgate Publishing, σσ. 81-85.
[3] Dieter Helm (2014), ‘The European Framework for Energy and Climate Policies’, Energy Policy 64, σσ. 29-35.
[4] James Henderson and Simon Pirani (eds.) (2012), The Russian Gas Matrix: How Markets Are Driving Change, Oxford: Oxford University Press.
Πηγή: The Books’ Journal #55, Μάιος 2015