«Η σέλφι του ενός τρισεκατομμυρίου»! Ετσι τιτλοφορήθηκε στα social media η αναμνηστική φωτογραφία που τράβηξαν, μέσω κινητού τηλεφώνου, την περασμένη Τρίτη, οι αμφιτρύονες του Φρανσουά Ολάντ στη Λέσχη Κινέζων Επιχειρηματιών, στο Πεκίνο. Στην εν λόγω φωτογραφία, ο Γάλλος πρόεδρος πλαισιώνεται από τους χαμογελαστούς διευθυντές κινεζικών πολυεθνικών, συμπεριλαμβανομένων των Lenovo και Alibaba. Είχαν προηγηθεί μεγάλες συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας, με πιο εντυπωσιακό το «μνημόνιο κατανόησης» για σύμπραξη του γαλλικού κολοσσού στον τομέα της ατομικής ενέργειας Areva με την κινεζική CNNC. Επιπλέον, ο Γάλλος πρόεδρος απέσπασε τη συναίνεση του Κινέζου ομολόγου του Σι Τζινπίνγκ για την επίτευξη συμφωνίας δεσμευτικού χαρακτήρα στην παγκόσμια διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο Παρίσι το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου.
Τρεις ημέρες νωρίτερα, είχε ολοκληρώσει την επίσκεψή της στην Κίνα η Αγκελα Μέρκελ. Αψηφώντας τις πιέσεις μεγάλης μερίδας ευρωπαϊκών βιομηχανιών –ιδίως στους τομείς της χαλυβουργίας και της ηλιακής ενέργειας– που έχουν καλούς λόγους να φοβούνται τον κινεζικό ανταγωνισμό, η Γερμανίδα καγκελάριος τάχθηκε υπέρ της παραχώρησης στην Κίνα «καθεστώτος οικονομίας της αγοράς», κάτι που θα ανοίξει νέους δρόμους για τα κινεζικά προϊόντα παγκοσμίως. Αλλά την ευρωπαϊκή κούρσα για την προσέλκυση κινεζικών κεφαλαίων είχε ήδη κερδίσει ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, που έστρωσε το κόκκινο χαλί προς τιμήν του Σι στο Λονδίνο, στις 20 Οκτωβρίου. Μια εντυπωσιακή τελετή υποδοχής, συνοδευόμενη από βόλτα με χρυσοποίκιλτη άμαξα, παρέα με τη βασίλισσα Ελισάβετ, ήρθε να επισφραγίσει την –κατά Κάμερον– «χρυσή εποχή» στις σχέσεις των δύο χωρών. Θεαματική αλλαγή ατμόσφαιρας σε σχέση με το 2007 και το 2008, όταν οι επίσημες επισκέψεις του Δαλάι Λάμα σε Βερολίνο και Παρίσι προκαλούσαν θύελλα αντιδράσεων από το Πεκίνο.
Σχέσεις αλληλεξάρτησης
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την ελκτική δύναμη που ασκεί η δεύτερη οικονομία του κόσμου στην Ευρώπη της αναιμικής ανάπτυξης και της μαζικής ανεργίας. Από την πλευρά του Πεκίνου, η σύσφιγξη των σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης έχει, πέραν της οικονομικής, σπουδαία πολιτική σημασία. Ο τίτλος της αγγλόφωνης έκδοσης της «Λαϊκής Ημερησίας», επίσημου όργανου του Κ.Κ. Κίνας, στις 27 Οκτωβρίου, μιλούσε από μόνος του: «Οι δεσμοί Κίνας – Ε.Ε. μπορούν να αντισταθμίσουν τη συμμαχία ΗΠΑ – Αμερικής». Με τον εθνικιστή Σίνζο Αμπε στην πρωθυπουργία της Ιαπωνίας και τον Μπαράκ Ομπάμα να μεταθέτει το κέντρο βάρους της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας από τη Μέση στην Απω Ανατολή, η αντικινεζική διάσταση αυτής της συμμαχίας προβάλλει πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, μετά τον ιστορικό συμβιβασμό Νίξον – Μάο, το 1972.
Η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στην ηγεμονική και την αναδυόμενη υπερδύναμη εκδηλώθηκε με παραστατικό τρόπο την περασμένη Πέμπτη, όταν ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Αστον Κάρτερ, προσγειώθηκε με μαχητικό ελικόπτερο στο κατάστρωμα του πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου «Θίοντορ Ρούζβελτ», στα διαφιλονικούμενα νερά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας. Είχε προηγηθεί η διέλευση ενός άλλου αμερικανικού πολεμικού πλοίου, του αντιτορπιλικού «Λάσεν», σε απόσταση μικρότερη των 12 ναυτικών μιλίων από τον Υφαλο Σούμπι, ένα από τεχνητά νησιά που έχει δημιουργήσει το Πεκίνο, ενισχύοντας την παρουσία του σε έναν από τους σημαντικότερους θαλάσσιους διαύλους παγκόσμιου εμπορίου.
Πρακτικές διεκδικήσεων
Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα δεν αποτελεί τη μόνη χώρα της περιοχής που έχει δημιουργήσει τεχνητά νησιά, εγείροντας εδαφικές αξιώσεις. Το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες και η Μαλαισία έχουν πράξει το ίδιο. Εξίσου αληθεύει πως η Κίνα ουδέποτε διανοήθηκε –άλλωστε δεν θα είχε κανένα συμφέρον– να προκαλέσει προβλήματα στη διεθνή ναυσιπλοΐα, την ελευθερία της οποίας επικαλούνται οι Αμερικανοί για να δικαιολογήσουν αυτές τις μάλλον προκλητικές χειρονομίες ισχύος, λίγο έξω από την κινεζική ενδοχώρα. Ο πραγματικός λόγος πρέπει να αναζητηθεί στην ανησυχία της Ουάσιγκτον για τη σταδιακά αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της Κίνας στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, μια περιοχή όπου η αμερικανική ηγεμονία φαινόταν αδιαμφισβήτητη επί 70 έτη.
Σε πρόσφατο άρθρο του στον Guardian, ο Βρετανός ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας υποστηρίζει πως «αν οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας επιδεινωθούν κι άλλο, πιθανότατα θα υπάρξει πόλεμος». Το ανατριχιαστικό αυτό σενάριο προκαλεί εύλογη ανησυχία, αλλά επί του παρόντος η ένταση φαίνεται ελεγχόμενη. Αν και ο Κινέζος υπουργός Αμυνας, στρατηγός Τσανγκ, προειδοποίησε τον Κάρτερ ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας αποτελούν «κόκκινη γραμμή», η αντίδραση του Πεκίνου στη διέλευση των αμερικανικών πλοίων ήταν χαμηλών τόνων. Αλλωστε, η αμερικανική κυβέρνηση φρόντισε να καταστήσει σαφές ότι δεν αμφισβητεί τα κινεζικά κυριαρχικά δικαιώματα, ούτε παίρνει θέση στις διαφορές της Κίνας με τους γείτονές της. Για τον υπόλοιπο κόσμο, ενδεχόμενη ρήξη ανάμεσα στα δύο μεγαθήρια του Ειρηνικού θα ήταν ό,τι το χειρότερο, σε μια εποχή χρόνιας αστάθειας της παγκόσμιας οικονομίας.
Πηγή: www.kathimerini.gr