proedrou-16-9-2

Είναι η Ρωσία μία ενεργειακή υπερδύναμη;

Posted on Posted in BRICS, Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, Ενεργειακή Ασφάλεια, Ρωσία & Ευρασία

Γράφει ο Δρ. Φίλιππος Προέδρου,Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ

Μία κριτική προσέγγιση της σκληρής και της δομικής ισχύος.

Το μέγεθος της ισχύος της Ρωσίας αποτελεί μία μεταβλητή ανοιχτή σε διαφορετικές και αρκετά αποκλίνουσες ερμηνείες, και ως εκ τούτου συχνά διαστρεβλωμένη, τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία όσο και στις ελληνικές αναλύσεις. Το ίδιο ισχύει και για το ρόλο της Ρωσίας στη διεθνή πολιτική. Συναφές με το παραπάνω, η σχέση της Ρωσίας με την Ελλάδα, η σύμπτωση ή μη των συμφερόντων των δύο χωρών, οι προσδοκίες για αυξημένη συνεργασία, πρόσφατα και οικονομική-δανειακή βοήθεια, δεν απορρέουν από μία ενδελεχή ανάλυση της ισχύος και της (αξιακής βάσης και στόχευσης της) εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών, αλλά εγγράφονται σε μία πολύ βασική διαπίστωση ενός κοινού ορθόδοξου μετώπου και ιστορικού παρελθόντος και μίας περισσότερο ή λιγότερο κοινά ασπαζόμενης αντιπαλότητας και καχυποψίας προς την Τουρκία. Ωστόσο, αυτές οι υποθέσεις εργασίας, στο βαθμό που ισχύουν σήμερα και καθοδηγούν την εξωτερική πολιτική των δύο οντοτήτων, δεν αντιπαραβάλλονται προς άλλες υποθέσεις εργασίας, όπως π.χ. η στέρεα δέσμευση της Ελλάδας στο δυτικο, ευρω-ατλαντικό μπλοκ που συνεπάγεται, μερικώς τουλάχιστον, αντικρουόμενα με τα ρωσικά συμφέροντα. Παράλληλα, δεν εξηγούν το βαθμό στον οποίο δικαιολογούν/ οδηγούν σε κοινές θέσεις και σύμπραξη Ελλάδας και Ρωσίας. Για παράδειγμα, η ρωσική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό το κρίσιμο 1974 δεν ήταν διόλου ενεργά επικουρική προς τους ελληνικούς στόχους (Δρουσιώτης, 2014).

Αντίστοιχα, τόσο στη χρηματοπιστωτική κρίση της Κύπρου το 2012, όσο και στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία των τελευταίων ετών, η Ρωσία απέχει πολύ από το να παράσχει ένα δίχτυ ασφαλείας και να παίξει το ρόλο του προστάτη. Ένας εξαιρετικά σημαντικός, και εξίσου σημαντικά παραγνωρισμένος, λόγος για αυτό είναι το κόστος που μπορεί να επιφέρει μία απλόχερα φιλελληνική ρωσική στρατηγική για τη Ρωσία, η αντιπαραβολή δηλαδή κόστους και οφέλους τέτοιων ενεργειών για τη Ρωσία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι παραγνωρίζουμε συστηματικά την ισχύ που έχει η Ρωσία στο διεθνές σύστημα. Λόγω του ενεργειακού της πλούτου, του στάτους της ως πυρηνικής δύναμης και της συμβατικής στρατιωτικής της ισχύος, της μόνιμης θέσης της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και σε άλλα θεσμικά φόρα, της ιστορίας και του πολιτισμού της, της τεράστιας επικράτειάς της και του (αν και περιορισμένου τις τελευταίες δεκαετίες) δικτύου συμμάχων-δορυφόρων της, η Ρωσία θεωρείται μία υπερδύναμη. Ωστόσο, για να θεωρηθεί μία χώρα παγκόσμια δύναμη/ υπερδύναμη, είναι απαραίτητη η προβολή της ισχύος της σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη βάση αυτού του ορισμού, παγκόσμια δύναμη/ υπερδύναμη μπορούμε να θεωρήσουμε για την ώρα ακόμη μόνο τις ΗΠΑ. Η Ρωσία διαθέτει εξαιρετικά εκτεταμένη ισχύ και επιρροή στη γειτονιά της, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, μερική επιρροή στην Ευρώπη και περιορισμένη στη Μέση Ανατολή. Το βεληνεκές της, έτσι, παραμένει, βασικά περιφερειακό, όχι παγκόσμιο (Brzezinski, 2013).

Στο ίδιο πλαίσιο, στον ενεργειακό τομέα η Ρωσία χρίζεται αυτόχρημα υπερδύναμη λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της κυρίως σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο (Hill, 2004). Ωστόσο, σε θεωρητικό επίπεδο, η ύπαρξη των προϋποθέσεων δεν ισοδυναμεί με τη δυνατότητα εξάσκησης ισχύος που πηγάζει από τις προϋποθέσεις αυτές. Σε πρακτικό επίπεδο, για παράδειγμα, είναι ευρέως γνωστό ότι πολλές αφρικανικές χώρες είναι πλούσιες σε πρώτες ύλες, ωστόσο απέχουν παρασάγγας από τη δυνατότητα να εξαργυρώσουν τους φυσικούς τους πόρους σε πραγματική ισχύ (Collier, 2008). Εύλογα θα αντιτείνει κανείς ότι η Ρωσία δε μοιάζει με αυτές τις χώρες. (Ωστόσο, το ενεργειακό μπαμ της περιόδου 2003-2008 έχει επιτρέψει στο καθεστώς Πούτιν να γαντζωθεί στην εξουσία, εξουδετερώνοντας την πραγματική και δυνητική αντίδραση προς αυτό. Ακριβώς το αντίστροφο, ωστόσο, τα όρια και η αίγλη του καθεστώτος καθίστανται εμφανή μετά τη δραματική πτώση των ενεργειακών τιμών που έχουν κληροδοτήσει μία ύφεση στη ρωσική οικονομία και διαδοχικές υποτιμήσεις του ρουβλιού).

Ακόμη και στην Ολλανδία, όμως, σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα, η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου οδήγησε σε υψηλό πληθωρισμό, ανατίμηση του εθνικού νομίσματος και συνεπαγόμενα πλήγματα στην ανταγωνιστικότητα της ολλανδικής οικονομίας, την αγορά εργασίας κλπ. (που συνοψίζονται στον όρο ολλανδική κατάρα, Dutch curse) (Tzimitras, 2012). Χρειάστηκε μία συνολική οικονομική πολιτική που θα απορροφούσε τους οικονομικούς κραδασμούς και θα επέτρεπε στη νεότευκτη βιομηχανία αερίου να γίνει η ατμομηχανή της ολλανδικής οικονομίας. Ο ορυκτός πλούτος από μόνος του, λοιπόν, δε διασφαλίζει ισχύ και έσοδα. Προαπαιτεί το σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών για την άρση των συναφών προβλημάτων και την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου προκειμένου να αποκτήσει η προικισμένη ενεργειακά χώρα πολιτική και οικονομική ισχύ.

Επομένως, είναι σημαντικό να εστιάσουμε ακριβώς στα δεδομένα και στις παραμέτρους της έννοιας της ισχύος, και στους μηχανισμούς με τους οποίους δημιουργείται και αυξομειώνεται. Όπως σημειώνουν και οι Barnett & Duvall (2005: 39), κατά κανόνα επικεντρωνόμαστε σε μία μόνο μορφή ισχύος, τη σκληρή ισχύ (hard power), που συνίσταται στον έλεγχο του ενός δρώντος από τον άλλο και την επιβολή σε αυτόν καταστάσεων που αλλιώς δε θα δεχόταν. Η ισχύς, ωστόσο, «είναι η παραγωγή, στις και μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις, επιδράσεων και αποτελεσμάτων που διαμορφώνουν τις ικανότητες των δρώντων να καθορίσουν τις συνθήκες της διαβίωσής τους και της μοίρα τους» (Barnett & Duvall, 2005: 42). Είναι απαραίτητη, έτσι, η επέκταση της έννοιας της ισχύος και σε δύο άλλες μορφές: τη δημοφιλή πλέον έννοια της ήπιας ισχύος (soft power), τη δύναμη που ασκεί η έλξη δηλαδή και την επί τούτου ακολούθηση μίας πολιτικής πορείας εμπνευσμένης από ένα θετικό παράδειγμα (Nye, 2004). Λιγότερο γνωστή, αλλά κεντρικής σημασίας στο σημερινό κόσμο της εντεινόμενης διασύνδεσης, αλληλεξάρτησης και πολυπλοκότητας είναι η έννοια της δομικής ισχύος (structural power), που συνίσταται στην ικανότητα των δρώντων να διαμορφώνουν τους κανόνες του παιχνιδιού (rules of the game), τις άτυπες και τυπικές θεσμικές ρυθμίσεις στη βάση των οποίων λαμβάνει χώρα η διεθνής πολιτική και επαναδιαμορφώνονται τα συμφέροντα, οι κεντρικές θέσεις πολιτικής και τα περιθώρια ελιγμών/ αντίδρασης των δρώντων (Keukelerie & MacNaughtan, 2008; Keukelerie, 2008) (και αγγίζει στις κατηγορίες της θεσμικής (institutional) και δομικής (structural) ισχύος όπως τις κατηγοριοποιούν οι Barnett & Duvall (2005: 43) στην περίφημη τυπολογία τους).

Εξετάζοντας την ενεργειακή ισχύ της Ρωσίας σε αυτό το τρίπτυχο πλαίσιο, τα συμπεράσματα που τεκμαίρονται είναι αρκετά διαφορετικά από ότι θα περίμενε κανείς. Η σκληρή ισχύς, η δύναμη επιβολής στον άλλο, δηλαδή, δύσκολα μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα στο ενεργειακό εμπόριο. Η ικανότητα της Ρωσίας να ασκεί μία πολιτική καρότου και μαστιγίου έχει επιφέρει μερικώς ενεργειακούς και γεωπολιτικούς καρπούς στον πρώην σοβιετικό χώρο. Στην Ουκρανία, η ρωσική πολιτική το 2004-06 και το 2009-10 ουσιαστικά είχε στόχο να τιμωρήσει αντιρωσικές τακτικές και να επιβραβεύσει, αντίστοιχα, φιλορωσικές. Με αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να ελέγχει τις εξαγωγές αερίου προς και διαμέσου της Ουκρανίας (Proedrou, 2012). Μεσοπρόθεσμα, όμως, κι αυτή η πολιτική αποδείχτηκε αντιπαραγωγική, με την κρίση της Ουκρανίας να έχει ως επακόλουθο τη σταδιακή μείωση των ενεργειακών δεσμών των δύο χωρών (και την απώλεια πολιτικής επιρροής της Μόσχας στο Κίεβο).

Στα ανατολικά κράτη-μέλη της ΕΕ, υπό το πρίσμα των οποίων η Ρωσία αποτελεί σημαντική απειλή και για τα οποία η ενέργεια εξομοιώνεται ως στρατηγικό όπλο με τα σοβιετικά τανκς, η σκληρή ισχύς, η ρωσική πρόθεση δηλαδή διατήρησης των ενεργειακών σχέσεων μέσα από εκβιασμούς και αιωρούμενες απειλές περί διακοπής της τροφοδοσίας με στόχο γεωπολιτικά ανταλλάγματα, μάλλον είναι αντιπαραγωγική δεδομένου ότι διατηρεί στην επικαιρότητα μία πλειάδα εναλλακτικών λύσεων προμήθειας αερίου, με τους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου αερίου μάλιστα σε Λιθουανία και Πολωνία να προχωρούν κανονικά και να υπολογίζεται ότι θα είναι έτοιμοι γύρω στο 2018. Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, φυσικά, η σκληρή ισχύς της Ρωσίας είναι περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Το ίδιο ισχύει και για την ήπια ισχύ της Ρωσίας στην ΕΕ συνολικά, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί ουσιαστική μεταβλητή στις ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης.
Αντίθετα, η ανάλυση πρέπει να εστιάζει στους κανόνες του παιχνιδιού και στην ικανότητα των επιμέρους δρώντων να τους επηρεάζουν και να τους (συν-)διαμορφώνουν, στη δομική τους δηλαδή ισχύ. Ειδικότερα, δύο παράγοντες χρήζουν λεπτομερούς εξέτασης:

 Πρώτον, το ενεργειακό εμπόριο καθορίζεται από τη σχέση προσφοράς-ζήτησης. Το ζήτημα αυτό είναι πολυπαραγοντικό και την τελική ισορροπία συνδιαμορφώνουν οι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της Ρωσίας με το ύψος των προσφερόμενων ποσοτήτων στην αγορά, και οι καταναλωτές που διαμορφώνουν το ύψος της ζήτησης. Ωστόσο, η Ρωσία κάθε άλλο παρά καθορίζει τον έναν πόλο της ενεργειακής αγοράς. Η πρόσφατη επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου που εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα στις ΗΠΑ εκτόξευσαν την παγκόσμια ενεργειακή παραγωγή. Η άρνηση του ΟΠΕΚ, επιπρόσθετα, να μειώσει τις ποσότητες που διαθέτει στην αγορά ούτως ώστε να επαναφέρει την προηγούμενη ισορροπία (προκειμένου να «χτυπήσει» τα ακριβότερα και εξ ου λιγότερο ανταγωνιστικά projects άντλησης σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου και να τα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα εκτός αγοράς) διατάραξε έτι περαιτέρω τη σχέση προσφοράς-ζήτησης. Επιπλέον, η πτώση της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια, ως απότοκο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, της κρίσης της ευρωζώνης και των κλυδωνισμών της κινεζικής οικονομίας που δείχνει σημάδια «κόπωσης» και επιβράδυνσης, έχουν διαταράξει τη σχέση προσφοράς-ζήτησης ακόμη περισσότερο.

Κι όλα αυτά, παρά τις πολλαπλές κρίσεις σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Αίγυπτο που σε άλλες περιπτώσεις θα είχαν οδηγήσει σε αύξηση των παγκόσμιων ενεργειακών τιμών κατά ορισμένες μονάδες. Οδηγούμαστε εκ νέου, έτσι, σε μία αγορά των καταναλωτών, με βασικά χαρακτηριστικά την υπερπροσφορά και την ελεγχόμενη ζήτηση, που μεταφράζονται αφενός σε οξυμένο ανταγωνισμό για τους προμηθευτές που θέλουν να αδράξουν τους καρπούς προηγούμενων επενδύσεων σε εξορύξεις και κατασκευή υποδομών (αγωγούς, τερματικούς σταθμούς υγροποίησης αερίου κλπ.), και αφετέρου σε πολλαπλές επιλογές για τους καταναλωτές. Γίνεται βάσιμα λόγος, έτσι, για μία επιστροφή σε μία αγορά καταναλωτών (consumers’ market), όπως και τις δεκαετίες του 1980 και 1990, και τον τερματισμό για την ώρα μίας αγοράς των παραγωγών (producers’ market) που χαρακτήρισε την προηγούμενη δεκαετία. Τούτο, όπως είναι προφανές, θέτει τη Ρωσία, όπως και όλους τους παραγωγούς, σε δυσχερή θέση. Μέχρις ότου η μείωση των επενδύσεων, που αποθαρρύνονται λόγω πίεσης στις τιμές, οδηγήσει σε μία νέα ισορροπία της σχέσης προσφοράς-ζήτησης, οι παραγωγοί θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση (Henderson & Pirani, 2014).

 Δεύτερον, στον τομέα του φυσικού αερίου, η ΕΕ έχει σε μεγάλο βαθμό καθορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού με την προϊούσα ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, την (όχι πλήρη, πάντως) φυσική ενοποίηση του δικτύου αγωγών αερίου και τη θέσπιση κανόνων ανταγωνισμού (Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο, διαχωρισμός εταιρειών προμήθειας αερίου και διαχείρισης των αγωγών (unbundling) και υποχρέωση παροχής πρόσβασης σε αγωγούς σε τρίτα μέρη (third party access), με τους οποίους οφείλουν να συμμορφώνονται και οι εξωτερικοί εταίροι (βλ. Gazprom). Παράλληλα, και συναφές με την ιδεολογία της αγοράς που διέπει την ευρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική, έχουν δημιουργηθεί περιφερειακές αγορές spot, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί ο αριθμός των μακροπρόθεσμων συμβολαίων (long-term contracts), ο όγκος του αερίου που συμβολαιοποιείται με αυτό τον τρόπο, καθώς και η διάρκειά τους. Η εδραιωμένη για δεκαετίες, εξάλλου, τιμολόγηση του φυσικού αερίου στη βάση ενός καλαθιού πετρελαϊκών προϊόντων, που προκρίνει και στηρίζει η Ρωσία, αμφισβητείται έντονα και έχει εν μέρει αντικατασταθεί από τον καθορισμό των τιμών στη βάση της προσφοράς και ζήτησης του φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

Η Ρωσία αντιδρά ρητορικά σε αυτές τις μονομερείς ευρωπαϊκές κινήσεις, ωστόσο έχει ήδη δεχτεί μία μείωση των τιμών στα μακροπρόθεσμα συμβόλαιά της προκειμένου η τιμή του αερίου να συγκλίνει προς αυτήν στην οποία πωλείται το αέριο στις αγορές spot, ενώ ήδη βλέπει την ευρωπαϊκή νομοθεσία να ορθώνει ανυπέρβλητα εμπόδια τόσο στην κατασκευή του South Stream, όσο και στην πλήρη αξιοποίηση του Nord Stream. Η ολοκλήρωση της φυσικής διασύνδεσης της ευρωπαϊκής αγοράς, εξάλλου, θα ωφελήσει άμεσα την ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα τις Βαλτικές χώρες που για την ώρα πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές, κάτι που ισχύει κατά βάση λόγω της παντελούς απουσίας εναλλακτικών, κι όχι της προβολής της σκληρής ισχύος της Ρωσίας σε αυτές, όπως συχνά αναφέρεται εσφαλμένα (Proedrou, 2012; Προέδρου, 2015).

Η δομική ισχύς της παγκόσμιας αγοράς και της ΕΕ, με άλλα λόγια, έχουν δημιουργήσει ένα λιγότερο φιλικό προς τη Ρωσία ενεργειακό πεδίο τα τελευταία χρόνια. Σημαντική πηγή της δομικής ισχύος της Ρωσίας, από την άλλη, αποτελούν ακριβώς οι στρατηγικές σχέσεις της Gazprom με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες που ασκούν, μαζί με κάποιους Ευρωπαίους πολιτικούς αξιωματούχους, πιέσεις υπέρ της Μόσχας στα ευρωπαϊκά φόρα και στις εθνικές κυβερνήσεις των μελών της ΕΕ για πιο χαλαρή εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και διατήρηση ενός σημαντικού μεριδίου της ευρωπαϊκής αγοράς για τη Gazprom (Proedrou, 2012). Είναι αυτή η πάλη για τον καθορισμό των κανόνων του παιχνιδιού που πρέπει να αποτελεί το επίκεντρο της ανάλυσης και που αποκαλύπτει πότε, με ποιους τρόπους και για ποιους λόγους η πλάστιγγα γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά.

Η Ρωσία έχει και άλλα σημαντικά χαρτιά που μπορεί να παίξει προκειμένου να αυξήσει τη δομική της ισχύ. Το άνοιγμα ενός γόνιμου διαλόγου με την ΕΕ για τους κανόνες αυτούς (που, πρέπει να σημειωθεί, είναι δυναμικοί, επομένως και δυνητικά διαρκώς μεταβαλλόμενοι) μπορεί να διαφοροποιήσει το ενεργειακό πεδίο υπέρ της Ρωσίας. Η θετική προβολή και προάσπιση του ρόλου της ως εξαγωγού αερίου στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας συρρίκνωσης του ποσοστού του άνθρακα στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής μπορεί επίσης να αυξήσει την ήπια ισχύ της και να ενισχύσει τη δομική της ισχύ. Η πολιτική διαφοροποίησης που ακολουθεί με την Κίνα, εξάλλου, με τη συμφωνία για την κατασκευή δύο αγωγών φυσικού αερίου συνολικής ικανότητας 68-91 κυβικών μέτρων, ποσότητα που ισούται με το μισό ή τα 2/3 των ευρωπαϊκών εισαγωγών από τη Ρωσία, μπορεί επίσης να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της ισχύ στο ενεργειακό πεδίο (Paik, 2015). Στην περίπτωση που εφαρμοστεί επιτυχώς και συνοδευτεί από μία αναπροσαρμογή της σχέσης παγκόσμιας προσφοράς-ζήτησης, η Ρωσία θα είναι σε ισχυρή θέση να πιέσει την ΕΕ να σκεφτεί διαφορετικά για το κανονιστικό πλαίσιο του ευρω-ρωσικού ενεργειακού εμπορίου και, πιθανόν, να τους αλλάξει προς όφελός της.

Καταληκτικά, είναι σημαντικό να αντλήσουμε τρία βασικά συμπεράσματα. Τα δύο πρώτα αφορούν το πεδίο άσκησης πολιτικής και το τρίτο το θεωρητικό επίπεδο εξέτασης/ ανάλυσης. Πρώτον, η ενεργειακή ισχύς της Ρωσίας είναι συχνά υπερτονισμένη. Δεύτερον, δεδομένου ότι αυτή η ισχύς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη βάση της συνολικής ρωσικής ισχύος, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς την ικανότητα της Ρωσίας να προβάλλει την ισχύ της έξω από τα παλιά σοβιετικά σύνορα. Τρίτον, για να κατανοούμε και να μετράμε την ενεργειακή ισχύ κάθε δρώντα, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ρωσίας, είναι κεντρικής σημασίας η εξέταση της δομικής του ισχύος, της ικανότητας του δηλαδή να παράγει αποτελέσματα για τις συνθήκες διαβίωσής του ίδιου και των υπολοίπων.

Βιβλιογραφία
 Barnett, M. & R. Duvall (2008). Power in international politics. International Organization 59 (1), 39-75.
 Brzezinski, Z. (2013). Strategic vision: America and the crisis of global power. Basic books.
 Collier, P. (2008). The bottom billion: Why the poorest countries are failing and what can be done about it.Oxford: Oxford University Press.
 Henderson, J & S. Pirani (2014). The Russian Gas Matrix: how markets are driving change. Oxford: Oxford University Press.
 Hill, F. (2004). Energy Empire: Oil, Gas and Russia’s Revival. Foreign Policy Centre, pp. 1-64.
 Keukeleire, S. & J. MacNaughtan (2008). The foreign policy of the European Union. Basingstoke : Palgrave Macmillan.
 Keukeleire, S. (2008). The European Union as a Diplomatic Actor: Internal, Traditional, and Structural Diplomacy. Diplomacy & Statecraft, 14 (3), 31–56.
 Nye, J. (2004). Soft power: The means to success in world politics. PublicAffairs.
 Paik, K-W (2015). Sino-Russian Gas and Oil Cooperation: Entering into a New Era of Strategic Partnership. OIES Paper 59, 1-47.
 Proedrou, F. (2012). EU energy security in the gas sector: Evolving dynamics, policy dilemmas and prospects. Surrey: Ashgate.
 Tzimitras, H. (2012). The Prospects for Exploration and Exploitation of Oil and Gas in the Aegean and the Eastern Mediterranean: Some Observations, in H. Faustmann κ.α. (eds), Cyprus Offshore Hydrocarbons. Regional Politics and Wealth Distribution. Nicosia: Friedrich Ebert Stiftung and the PRIO Cyprus Centre, PCC Report 1/2012, 29-39.
 Δρουσιώτης, M. (2014). Κύπρος 1974 1977. Η εισβολή και οι μεγάλες δυνάμεις. Η realpolitik των ΗΠΑ και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ. Λευκωσία: Αλφάδι.
 Προέδρου, Φ. (2015). Κατανοώντας την ενεργειακή πολιτική: Πέρα από την κρατο-κεντρική και γεωπολιτική θεώρηση. The Books’ Journal, Ιανουάριος 2015.