Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου & Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Αρχής γενομένης από την πανδημία του Covid-19 οι αλλεπάλληλες διεθνείς και περιφερειακές κρίσεις έχουν προκαλέσει έναν εύλογο προβληματισμό σχετικά με την ασφάλεια, την ευημερία και τις ευρύτερες προοπτικές της διεθνούς κοινότητας. Με όρους Διεθνών Σχέσεων, οι αλληλεπιδράσεις των δρώντων ‒κυρίως των κρατών‒ στο διεθνές σύστημα αυξάνουν τις τάσεις αποσταθεροποίησής του, οι οποίες επηρεάζουν ήδη και τον δυτικό του πυρήνα˙ εν αντιθέσει με την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο όπου οι κρίσεις συντελούνταν κυρίως στην περιφέρειά του και ήταν σχετικά ελεγχόμενες ‒τόσο ως προς την εκδήλωση, όσο και προς τις συνέπειες‒ από τα δυτικά κράτη με προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τελευταία τετραετία σηματοδοτεί τη μετάβαση του διεθνούς συστήματος προς την μετά-δυτικοκεντρική εκδοχή του. Είναι γεγονός πως ακόμη δεν μπορούμε να ορίσουμε την περίοδο της μετάβασης στο σύνολό της, όπως το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1989 και Δεκεμβρίου 1991 το οποίο προσδιόρισε τη μετάβαση από την ψυχροπολεμική στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επιτάχυνε την προαναφερθείσα διαδικασία καθορίζοντας και τη χρονική της περίοδο. Επομένως και στην τωρινή συγκυρία ο προσδιορισμός θα γίνει εκ των υστέρων όταν η μετάβαση ‒θα διαρκέσει περισσότερο διότι δεν διαφαίνεται η εξαΰλωση κάποιας μεγάλης δύναμης‒ θα ολοκληρωθεί.
Συναφώς, αν πρέπει να προσδιορίσουμε την κυρίαρχη τάση που διαμορφώνεται στο διεθνές σύστημα αυτή συνίσταται ότι παύει να είναι δυτικοκεντρικό, Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος. Σταδιακά, η Κίνα καλύπτει το χάσμα σε όλους τους τομείς που προσδιορίζουν την συνολική ισχύ ενός κράτους και κυρίως έχει τη βούληση να ασκήσει εξωτερική πολιτική πλανητικών διαστάσεων και ανταγωνιστική έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Πέραν όμως των δύο ισχυρότερων κρατών, συντελείται αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου και σε αναδυόμενες μείζονες –όπως η Ινδία– και ελάσσονες –όπως η Βραζιλία– οικονομίες, οι οποίες σταδιακά ξεπερνούν τα ισχυρότερα και πιο προηγμένα κράτη της Ευρώπης. Συν τω χρόνω απομειώνεται το αποτύπωμα της Δύσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας γεγονός που συντείνει στη μετά-δυτικοκεντρική εξέλιξη του διεθνούς συστήματος. Παράλληλα, η πολιτική και πολιτισμική ανομοιογένεια που προϋπήρχε σε πλανητικό επίπεδο ανατροφοδοτείται από τις προαναφερθείσες υλικές τάσεις, αντιστρέφοντας τις πρώιμες μεταψυχροπολεμικές διαδικασίες που επιδίωκαν να καταστεί ο Φιλελευθερισμός κατευθυντηρία ιδέα της διεθνούς τάξης και πρότυπο πολιτικής και οικονομικής μετάβασης στο εσωτερικό των μη-δυτικών κρατών. Συνεπώς το διεθνές σύστημα γίνεται πιο αποκεντρωμένο ως προς την κατανομή ισχύος και ταυτόχρονα ενισχύεται ο κρατοκεντρικός του χαρακτήρας ως προς τη λειτουργία του και επομένως επανέρχεται ως κυρίαρχη η κρατοκεντρική θεώρηση των Διεθνών Σχέσεων. Ακολούθως, αν πρέπει να ικανοποιήσουμε την επιστημονική και ευρύτερη ανάγκη προσδιορισμού της δομής του υπό διαμόρφωση διεθνούς συστήματος, ως προς την κατανομή ισχύος και της συνεπαγόμενης πολικότητάς του, αυτό αποκτά –με χρονικό ορίζοντα το δεύτερο τέταρτο του αιώνα– τα χαρακτηριστικά ενός ιεραρχημένου πολυπολισμού.
Όσον αφορά το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, το 2024 είναι έτος προεδρικών εκλογών οι οποίες θα πραγματοποιηθούν σε κλίμα πρωτοφανούς κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Μεταψυχροπολεμικά και μέχρι την εκλογή του Donald Trump τις Ηνωμένες Πολιτείες κυβέρνησαν τρεις επανεκλεγμένοι πρόεδροι: ο Bill Clinton, ο George W. Bush και ο Barak Obama. Οι δύο πρώτοι υλοποίησαν την οικεία αξίωση διεύρυνσης της αμερικανικής ηγεμονίας, η εξωτερική πολιτική του Barak Obama βασική στόχευση είχε τη διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας –εν μέσω οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της αποτυχημένης στρατηγικής καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ– ενώ οι Donald Trump και o νυν πρόεδρος Joe Biden διαχειρίστηκαν εν πολλοίς την αμφισβήτησή της. Η διακυβέρνηση Biden φαίνεται να έχει επιλέξει τον ηγεμονικό ανταγωνισμό με την Κίνα, πολιτική που θα συνεχιστεί και το τρέχον έτος. Στην παρούσα όμως συγκυρία και παρά τις σημαντικές προκλήσεις στο εξωτερικό, τo κυριότερο πρόβλημα των Ηνωμένων Πολιτείων είναι η πολιτική και κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό τους, η οποία ερείδεται στις βαθιές και διευρυνόμενες ανθρωπολογικές διαιρέσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι γεγονός πως μεταξύ των αμερικανικών πολιτειών καθώς και σημαντικών τμημάτων του αμερικανικού πληθυσμού στην ίδια περιφέρεια, το εύρος της ανθρωπολογικής ετερότητας καλύπτει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερο φάσμα από αυτό που δύναται να παρατηρηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι πρότερες διαιρέσεις έχουν πλέον απολήξει σε έναν δυισμό με συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, που βαθμηδόν διαχέεται και σε επίπεδο πολιτικών και πνευματικών ελίτ. Ο εξελισσόμενος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς ενέτεινε την προαναφερθείσα πόλωση και αποτυπώνεται ως μία ολομέτωπη αντιπαράθεση μεταξύ φιλοπαλαιστινιακών και φιλοϊσραηλινών τάσεων τόσο εντός των σημαντικότερων πανεπιστημίων, όσο και στη δημοσία σφαίρα αλλά όχι ακόμη στους πολιτικούς θεσμούς των Ηνωμένων Πολιτείων. Αν μέχρι πρόσφατα ο μανιχαϊσμός ήταν «προνόμιο» των πιο συντηρητικών και θρησκόληπτων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας, πλέον οι «ιεροκήρυκες» της πολιτικής ορθότητας, οι «ιεροεξεταστές» του woke κινήματος και οι «δήμιοι» της κουλτούρας ακύρωσης δεν υπολείπονται διόλου σε φανατισμό διανθίζοντάς τον με περίσσεια αντί-δυτική ρητορεία. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι ποτέ και σε καμία περίπτωση οι εσωτερικές έριδες δεν λειτούργησαν επ’ ωφελεία των όποιων στοχοθεσιών στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους.
Η Κίνα και το τρέχον έτος θα εξακολουθήσει να κινείται μεταξύ της επωφελούς χρήσης του αμερικανογενούς διεθνούς οικονομικού συστήματος κι –όπου είναι εφικτή – της επιδίωξης μίας ευμενούς για την ιδία τομεακής –νομισματικής ή θεσμικής ή εμπορικής– μεταρρύθμισης, με βραχυπρόθεσμο στόχο την διάβρωσή του και απώτατο την αποδόμηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Στο στρατηγικό πεδίο οι πολιτικές ισχύος που υιοθέτησε η Κίνα στην περιφέρειά της τουλάχιστον θα συνεχιστούν, ενώ η αυξανόμενη οικονομική της επιρροή θα την παρωθεί ώστε να προσδιορίζει διασταλτικότερα τα ευρύτερα συμφέροντά της και τις πλανητικές της βλέψεις. Σε πρόσφατη δήλωση του ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ανέφερε πως: «οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον πρέπει να χαρακτηρίζονται από αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία επ’ ωφελεία της Κίνας, των ΗΠΑ και των λαών τους, ώστε να προωθηθεί η ειρήνη και η ανάπτυξη στον κόσμο». Δυστυχώς, ευχολογικού περιεχομένου δηλώσεις ποτέ δεν επέλυσαν ζητήματα διακρατικού ανταγωνισμού, πολλώ δε μάλλον στην κορυφή της πυραμίδας του παγκόσμιου καταμερισμού ισχύος. Επομένως, οι τάσεις δείχνουν συνέχιση και όξυνση του σινο-αμερικανικού ηγεμονικού ανταγωνισμού και όχι αμοιβαία επιθυμία ώστε να επέλθει ένας ευκταίος –για την πλειονότητα των κρατών και της διεθνούς κοινότητας –αλλά δυσεπίτευκτος –από τους άμεσα εμπλεκόμενους– ηγεμονικός διακανονισμός.
Τον προσεχή Φεβρουάριο συμπληρώνονται δύο έτη από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσική Ομοσπονδία ναι μεν απέτυχε να ανατρέψει την ουκρανική κυβέρνηση, διατηρεί όμως σημαντικό μέρος των εδαφών που κατέλαβε μετά την εισβολή και φαίνεται να αντέχει τον πόλεμο φθοράς που της επέβαλε το ΝΑΤΟ. Η απροθυμία της διεθνούς κοινότητας ‒πλην δυτικών κρατών‒ να συμμετάσχουν στις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας ‒με προεξάρχουσες την Κίνα και την Ινδία‒ πέραν των συνεπειών επί του πολεμικού πεδίου, σε σημαντικό βαθμό επιβεβαιώνει και το προλογικό σχόλιο περί της μετά-δυτικοκεντρικής εξέλιξης του διεθνούς συστήματος. Η Ρωσία παρά τις σημαντικές απώλειες στρατιωτικού προσωπικού, υλικού καθώς και γοήτρου παραμείνει ‒τρωθείσα μεν‒ μεγάλη Δύναμη, η οποία βάσιμα δύναται να υποστηρίζει πως πολεμά ‒έμμεσα αλλά αδιαμφισβήτητα‒ με το σύνολο σχεδόν των δυτικών κρατών. Όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία ως τώρα έχει επιφέρει: α) τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την αρχιτεκτονική ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο, β) την σημαντική απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, γ) την επιβεβαίωση της ατλαντικής πρωτοκαθεδρίας για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας στην Ευρώπη και δ) την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας –μάλλον όχι εδαφικά ακέραιης– στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Στο βαθμό που οι βασικοί αγγλοσαξονικοί στόχοι επιτεύχθηκαν και το κόστος του πολέμου βαραίνει ασύμμετρα τα ευρωπαϊκά κράτη, φαίνεται ότι θα δοθεί την προσεχή άνοιξη και το καλοκαίρι μία τελευταία ευκαιρία στις ουκρανικές δυνάμεις να αλλάξουν τα δεδομένα επί του πεδίου. Αν δεν τελεσφορήσει η ουκρανική αντεπίθεση, αναμένεται να ακολουθήσουν παροτρύνσεις για την κατάπαυση του πυρός, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεσή για έναν πολιτικό διακανονισμό της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης.
Είναι γεγονός πως η Ινδία συνιστά το πιο δυναμικά ανερχόμενο κράτος στο διεθνές σύστημα και το 2024 αποτελεί και για την εν λόγω χώρα έτος εκλογών. Μεταψυχροπολεμικά, οι αλλαγές που συντελέστηκαν στην διάρθρωση του διεθνούς συστήματος επαναπροσδιόρισαν την θέση και το ρόλο της Ινδίας. Οι νέοι συσχετισμοί ισχύος επέτρεψαν στην Ινδία να αναζητήσει έναν ενεργότερο ρόλο στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού, ενώ στην παρούσα συγκυρία οι στοχοθεσίες της ινδικής εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να διευρύνονται. Το κυρίαρχο διεθνολογικό ερώτημα συνίσταται κατά πόσο είναι πιθανή η σύμπραξη της Ινδίας με τη Δύση ώστε να αυξηθούν οι επιλογές αποτροπής της ανόδου της Κίνας, ή σε ποιο βαθμό μία τέτοια προοπτική συνιστά μόνον αμερικανική επιθυμία ή εξυπηρετεί αμφίπλευρα. Η συνεργασία Ινδίας και Κίνας στο πλαίσιο των BRICS καταδεικνύει ότι δεν προκύπτει άμεση ινδική βούληση για αντιπαράθεση με τα Πεκίνο, όπως πιθανώς να επιθυμούν στη Δύση, αλλά συνέχιση της επωφελούς χρήσης του δυτικογενούς οικονομικού συστήματος. Διμερή ζητήματα υπήρξαν, υπάρχουν και στο μέλλον σινο-ινδικός ανταγωνισμός πιθανόν να προκύψει, αλλά κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι αυτός θα επέλθει πριν η Δύση ‒ως το θεσμικό και συμμαχικό εποικοδόμημα της αμερικανικής ηγεμονίας‒ απωλέσει τον κυρίαρχο ρόλο της στη διεθνή πολιτική.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2024 είναι έτος ευρωεκλογών και για πρώτη φορά παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι συνηθώς. Η σπουδαιότητα των εκλογών με όρους ιστορικότητας θα κριθεί από το αποτέλεσμά τους, κι αν ‒πέραν της στελέχωσης του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου‒ θα διαδραματίσουν έναν ουσιαστικότερο ρόλο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το αφήγημα των κυρίαρχων πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ διατυπώνεται ως η επιθυμία επικράτησης των «φιλοευρωπαϊκών» έναντι των «λαϊκιστικών» δυνάμεων, δίχως να ενδιαφέρονται πολύ σε τι συνίσταται πλέον το περιεχόμενο της έννοιας «ευρωπαϊκό» και αδιαφορώντας εν πολλοίς για ποιο λόγο προέκυψαν τόσο ισχυρές αντί-συστημικές τάσεις στην πιο προνομιακή ‒ως προς το βαθμό ευημερίας και ασφάλειας, αλλά σε φθίνουσα πορεία‒ περιφέρεια του πλανήτη. Εν γένει η ΕΕ βρίσκεται εν μέσω και εν όψει πολύ σημαντικών περιφερειακών κρίσεων, επιλογών και διακυβευμάτων. Μέχρι σήμερα η ευρωπαϊκή ηγεσία αφίσταται καταφανώς από τις προκλήσεις της συγκυρίας οι οποίες συνίστανται: στις μάλλον πρόωρες και με ατλαντική παρότρυνση διαδικασίες νέων διευρύνσεων, στη μετάθεση στο απώτερο μέλλον της συζήτησης για έναν πιο αυτόνομο στρατηγικό ρόλο της ΕΕ, στις μάλλον επιπόλαιες και με ηγεμονικές απολήξεις θέσεις για εγκατάλειψη των ομόφωνων αποφάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και το κυριότερο στη συνέχιση μίας παρακμιακής και αυτό-υπονομευτικής πορείας αποδόμησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών που ανατροφοδοτεί αρνητικά τις ενδογενείς και τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι εξωγενείς ‒για την ΕΕ‒ κρίσεις. Επ’ αφορμή των επερχόμενων ευρωεκλογών είθε να τεθούν τα ζητήματα στην πραγματική του διάσταση κι όχι κατ’ αρέσκεια των οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών ελίτ. Η τάση αποκοπής των κυριάρχων ευρωπαϊκών ελίτ από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι πλέον ορατή, μακάρι οι επερχόμενες εκλογές να την αντιστρέψουν.
Στα καθ’ ημάς κι όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το νέο έτος ακολουθεί το προηγούμενο το οποίο χαρακτηρίστηκε από ύφεση και επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αρχής γενομένης από την κρίση στον Έβρο το Φεβρουάριο το 2020 έως την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2023 βάσιμα μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις σχετικά την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αναμφίβολα την συγκεκριμένη περίοδο η διακύμανση των διμερών σχέσεων κάλυψε μεγάλο μέρος στο φάσμα «κρίση-ύφεση». Σύμφωνα λοιπόν με τα πεπραγμένα της τελευταίας τετραετίας, η Τουρκία φαίνεται πως ελέγχει πλήρως σε επιχειρησιακό επίπεδο το εύρος κλιμάκωσης-αποκλιμάκωσης ‒παρά το κάζο που υπέστη στο αεροναυτικό πεδίο το καλοκαίρι του 2020‒ και σε πολιτικό της κρίσης-ύφεσης των διμερών σχέσεων, διαισθανόμενη πως η Ελλάδα δεν θα κλιμακώσει στρατιωτικά και γνωρίζοντας ότι το όποιο διπλωματικό κόστος –μικρό ούτως ή άλλως– θα είναι πρόσκαιρο και αναστρέψιμο, πρωτοστατούσας μάλιστα της Αθήνας. Συγκαιρινά η Τουρκία έχει επιλέξει την ύφεση. Οι περιφερειακές κρίσεις σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, οι δημοσιονομικές δυσκολίες και επενδυτικές προσδοκίες της τουρκικής οικονομίας, οι ανελαστικές εξοπλιστικές ανάγκες –αγορά και εκσυγχρονισμός F16– και οι στρατιωτικές δράσεις της σε Συρία και Ιράκ επιβάλλουν στην Τουρκία πρόσκαιρη ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Παρά τις κυρίαρχες στη δημόσια σφαίρα αλλά αβάσιμες αιτιάσεις για μια νέα περίοδο στις διμερές σχέσεις, η Τουρκία δεν έχει ανασκευάσει ουδεμία από τις αξιώσεις της και εξακολουθεί να αποτρέπει επιτυχώς όχι μόνο την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, αλλά και κάθε συζήτηση επ’ αυτών. Υπό αυτές τις συνθήκες επανεκκινεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος, αναμένοντας με μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσουμε από τους ένθερμους θιασώτες του με τι ακριβώς θα πρέπει να τον ανατροφοδοτούμε για να παραμένει ενεργός· ήδη καταγράφεται η κυβερνητική αμέλεια ετών και αναφορά της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διότι η Ελλάδα δεν εκπόνησε, ούτε κατέθεσε στην Επιτροπή την απαιτούμενη μελέτη για τον εθνικό θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό.
Το 2024 θα συνεχιστούν οι τάσεις μετάβασης του διεθνούς συστήματος προς τη μετά-δυτικοκεντρική εκδοχή του. Τόσο τα εξελισσόμενα, όσο και νέα ζητήματα που ενδεχομένως θα προκύψουν στη διεθνή πολιτική θα αποτυπώνουν αυτή την τάση, πως ο υπόλοιπος κόσμος θα συμμερίζεται όλο και λιγότερο την αυτό-κατανόηση της Δύσης δηλαδή τον κατά προτεραιότητα προσδιορισμό και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (15/01/2024)