skotiniotis

«Τι, θα έχουμε εξωτερικές σχέσεις;» – Η Εξωτερική Πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας- Μέρος Α΄(1917-1920)

Posted on Posted in Αναλύσεις, Ρωσία & Ευρασία

Γράφει ο Δρ. Αντώνης Σκοτινιώτης, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ

Η φράση του τίτλου « Τι, θα έχουμε εξωτερικές σχέσεις;» αποδίδεται στον Βλαδιμίρ Λένιν, Οκτώβριος 1917. Η φράση προέρχεται από το βιβλίο του  Mearsheimer J. John (2006), Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα (σ. 391).

 

Η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή ζητήματα μελέτης στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων. Αντίθετα, λιγότερο δημοφιλής υπήρξε η μελέτη της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ρωσίας, του κράτους, δηλαδή, που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και πριν από τη μετεξέλιξή του σε Σοβιετική Ένωση, στις 30 Δεκεμβρίου του 1922.

Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, εξετάζουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ρωσίας (1917-1922), η οποία μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους: α/ την περίοδο 1917-1920, και β/ την περίοδο 1921-1922.

Κύριο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου υπήρξε η κυριαρχία της ιδεολογίας στην εξωτερική πολιτική. Ζητούμενο για την ηγεσία του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους ήταν η εξαγωγή της επανάστασης στον υπόλοιπο κόσμο. Η σοβιετική ηγεσία κυριαρχούνταν εξαρχής από την πεποίθηση ότι η επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων στη Ρωσία θα αποτελούσε παράδειγμα για τους λαούς των υπολοίπων κρατών του κόσμου (ιδιαίτερα του δυτικού, τα κράτη του οποίου, άλλωστε, είχαν αναπτυγμένη βιομηχανία και κατ’ επέκταση ισχυρή εργατική τάξη). Παράδειγμα, που θα δημιουργούσε συνθήκες για εκδήλωση της επανάστασης στις χώρες τους και μάλιστα πολύ σύντομα. Σύμφωνα με τη νέα εξωτερική πολιτική, δεν γινόταν καμία διάκριση ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις, καθώς και καμία διάκριση μεταξύ μοναρχικών και δημοκρατικών κρατών.

Με δεδομένη τη νέα αντίληψη για την εξωτερική πολιτική, η ρωσική διπλωματία υπήρξε, τουλάχιστον κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο, αντισυμβατική, απέρριπτε δηλαδή τις κλασικές διπλωματικές μεθόδους και πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, απέρριπτε τη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών, θεωρώντας ότι αυτές πρέπει να έχουν δημόσιο χαρακτήρα  (ενδεικτική υπήρξε η δημοσίευση της συμφωνίας Σάικς-Πικό  στις εφημερίδες Πράβντα και Ιζβέστια στις 23 Νοεμβρίου 1917). Παράλληλα, οι Μπολσεβίκοι, αντιλαμβανόμενοι την επανάσταση ως ρήξη με το τσαρικό καθεστώς, θεωρούσαν ότι δεν δεσμεύονται από τις διεθνείς συμφωνίες που αυτό είχε συνάψει. Χαρακτηριστική των νέων μεθόδων, υπήρξε και η στάση του Λέοντος Τρότσκι, ο οποίος, ως επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ (βλ. παρακάτω), «απευθυνόταν στους λαούς των εμπόλεμων χωρών αγνοώντας τις κυβερνήσεις τους και φρόντιζε να διανέμεται προπαγανδιστικό υλικό στις γερμανικές στρατιωτικές μονάδες».[1]

Προϋπόθεση, ωστόσο, για την εξαγωγή της επανάστασης ήταν η διασφάλιση της επιβίωσής της νέας σοβιετικής εξουσίας εν μέσω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αποφασίστηκε, έτσι, να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη γερμανική πλευρά, τα στρατεύματα της οποίας βρίσκονταν βαθιά μέσα στο έδαφος της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η επιβίωση έπρεπε να επιτευχθεί με κάθε κόστος, και με αυτή την αντίληψη η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων δεν δίστασε να υπογράψει τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η οποία προέβλεπε απώλεια περίπου του 50% των ευρωπαϊκών εδαφών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το κόστος, μάλιστα, δεν σχετιζόταν μόνο με τις απώλειες εδαφών, αλλά μεγάλωνε και λόγω των έντονων αντιδράσεων της αριστερής αντιπολίτευσης, η οποία θεωρούσε ότι η υπογραφή της συνθήκης με την ιμπεριαλιστική Γερμανία βρισκόταν εκτός του πνεύματος της επανάστασης, Είναι, σε κάθε περίπτωση, σαφές ότι η σοβιετική ηγεσία αντιμετώπιζε την εν λόγω συμφωνία ως μια τακτική υποχώρηση, οι αρνητικές επιπτώσεις της οποίας γρήγορα θα εξέλιπαν, είτε επειδή η Γερμανία θα ακολουθούσε σύντομα τον δρόμο της επανάστασης, είτε επειδή θα έχανε τον πόλεμο (όπως και συνέβη).

Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η γερμανική ήττα δεν σήμαινε, ωστόσο, την οριστική εμπέδωση της εξουσίας των Μπολσεβίκων. Η αρνητική διάθεση που επέδειξαν απέναντί τους οι νικήτριες Δυνάμεις της Αντάντ (τόσο λόγω της αποχώρησης της Ρωσίας από το μέτωπο, όσο και λόγω της ιδεολογίας τους) οδήγησε αρχικά στην αποβίβαση στρατευμάτων και στην κατάληψη σημαντικών λιμανιών (Μούρμανσκ, Αρχάγγελος), και μετέπειτα στην έμπρακτη στήριξη προς τους Λευκούς κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου (1918-1920).

Η εμπλοκή της Δύσης στο μέτωπο του Εμφυλίου συνέβαλε στο να διαμορφωθεί στη σοβιετική κυβέρνηση η αντίληψη περί δύο ασύμβατων κόσμων: του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού (ο οποίος έπρεπε να ανατραπεί). Για να υπηρετηθεί μάλιστα ο διακηρυγμένος στόχος της ανατροπής του καπιταλισμού, με δεδομένη και την ευνοϊκή συγκυρία λόγω του ξεσπάσματος της Γερμανικής Επανάστασης στα τέλη του 1918 (που δημιούργησε την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός κατέρρεε[2]), ο Λένιν αποφάσισε τη σύσταση της Τρίτης (Κομμουνιστικής) Διεθνούς (Μάρτιος 1919).

Η κυριαρχία της ιδεολογίας στην εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε εμφανής κατά τη διάρκεια του Πολωνό-Σοβιετικού Πολέμου (1920-1921). Έχοντας αποκρούσει την πολωνική επίθεση και προελαύνοντας εν συνεχεία στο πολωνικό έδαφος (καλοκαίρι 1920), η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε να συνεχίσει την προέλαση θεωρώντας ότι αυτή θα οδηγούσε σε ξεσηκωμό των Πολωνών εργατών, ανοίγοντας τον δρόμο για ανάλογες εξελίξεις και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η πρόταξη της ιδεολογίας προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι η απόφαση για συνέχιση του πολέμου ελήφθη σε μια περίοδο, κατά την οποία η διεθνώς απομονωμένη κυβέρνηση των Μπολσεβίκων διαπραγματευόταν την αποκατάσταση των εμπορικών της σχέσεων με τη Δύση. Η απόφαση αυτή οδήγησε τελικά στην επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση, με τους δυτικούς να είναι πλέον εξαιρετικά επιφυλακτικοί έναντι των προθέσεων της σοβιετικής κυβέρνησης.

Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να γίνει αντιληπτή και η απόφαση υποστήριξης της Γερμανικής Επανάστασης στα τέλη του 1918, σε μια περίοδο όπου Ρωσία και Γερμανία βρίσκονταν σε κατάσταση ειρήνης μετά την υπογραφή της Συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ.

Εν κατακλείδι, ο στόχος της παγκόσμιας επανάστασης και εκείνος της επιβίωσης της νέας σοβιετικής εξουσίας συνδέονταν άμεσα, καθότι αν ξεσπούσε η παγκόσμια επανάσταση, θα δημιουργούνταν συνθήκες επιβίωσης και της νέας εξουσίας. Ωστόσο, με βάση όσα προαναφέραμε, είναι σαφές ότι η εξωτερική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε κατά τα πρώτα χρόνια κυρίως με ιδεολογικά κίνητρα. Κινήθηκε δε συχνά κατά τρόπο που δεν ήταν συμβατός με τον ορθολογικό στόχο της διατήρησης όσο το δυνατόν καλύτερων σχέσεων με τις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, σε περίοδο μάλιστα πλήρους διπλωματικής απομόνωσης του σοβιετικού κράτους.

Πηγές

[1] CarrE.H. (2016), Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Εκδόσεις Πατάκη, σ. 31.

[2] Σε αυτήν την πεποίθηση οπωσδήποτε συνέβαλε η δημιουργία της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας τον Απρίλιο του 1919. Κράτος που πάντως διαλύθηκε πολύ γρήγορα μετά την επέμβαση του γερμανικού στρατού.