Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Κύριος Ερευνητής ΚΕΔΙΣΑ
Με μία απλή ανάγνωση της επικαιρότητας και των ανοιχτών διεθνών ζητημάτων παγκοσμίως καθώς και των πολυεπίπεδων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν διάφορες χώρες στο εσωτερικό και εξωτερικό τους στην ευρύτερη γειτονιά μας καταλαβαίνουμε ότι διανύουμε μία άκρως μεταβατική περίοδο στο διεθνές σύστημα κρατών, όπως αυτό έχει εδραιωθεί ιστορικά, κατά την οποία το γεωπολιτικό παιχνίδι επιστρέφει και περιφερειακές δυνάμεις παρακολουθώντας τις διεθνείς ανακατατάξεις προσπαθούν να αναδυθούν προσδοκώντας διάφορα οφέλη, ενώ ταυτόχρονα από πλευράς διεθνών θεσμικών οντοτήτων παρατηρούμε μία αδυναμία διαχείρισης περίπλοκων ζητημάτων που άπτονται του πεδίου των διακρατικών σχέσεων καθώς και μία γενικότερη χαλάρωση των θεσμών.
Καλώς ή κακώς η γειτονιά μας είναι μία εξαιρετικά περίπλοκη γειτονιά και ιστορικά, θα έλεγε κανείς, έχουμε καταφέρει να κρατήσουμε μία σημαντική θέση στο διεθνές στερέωμα παρόλα τα προβλήματα που διαχρονικά καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και τα οποία αναφέρονται σε τομείς όπως η οικονομία, η ασφάλεια, οι συμμαχίες κ.α. Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται εντός της χώρας μας έχουν γενικότερο αντίκτυπο στην εικόνα που προβάλουμε στο εξωτερικό και στην προβολή ισχύος μας. Ας μη γελιόμαστε, δοκιμαζόμαστε καθημερινά και η κάθε μας κίνηση παρακολουθείται από συμμαχικές και μη δυνάμεις. Μέχρι στιγμής η δεξιόστροφη εξωτερική πολιτική μας με την έννοια του «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή, έχει ακολουθηθεί σε γενικές γραμμές χαρίζοντάς μας σημαντικές συμμαχίες. Ορθά η ακτινωτή ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με χώρες τις οποίες οι δυτικοί σύμμαχοί μας φαίνεται να αντιπαθούν ιδιαίτερα και οι οποίες δεν μας έχουν συμπαρασταθεί σε σημαντικές για εμάς αποφάσεις, ωστόσο θα έρθει η στιγμή κατά την οποία όλοι θα μετρηθούμε και το μέτρημα αυτό ίσως να μη μας αρέσει εάν δεν κρατήσουμε μία ξεκάθαρη θέση. Ακόμα και οι τελευταίοι «αιθεροβάμονες» έχουν πλέον καταλάβει τη σημασία ύπαρξης ισχυρών συμμαχιών με βάθος, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη. Είναι λοιπόν καιρός να τις αναπτύξουμε και να ενεργήσουμε με τρόπο υποστηρικτικό προς τις αποφάσεις μας.
Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν είναι γεγονός τα τελευταία χρόνια καθώς οι δύο ηγέτες έχουν συμφωνήσει ο καθένας για δικούς του λόγους κυρίως, να πορευθούν μαζί και να ενώσουν δυνάμεις. Η Τουρκία ιστορικά δεν είχε ποτέ τόσο ισχυρούς δεσμούς με την Ρωσία, αντιθέτως υπήρχε ένας συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ των δύο λαών, λόγω θρησκευτικών, πολιτικών και γεωπολιτικών πεποιθήσεων και επιδιώξεων. Οι «εποχιακές» και προσωρινές συμμαχίες δεν κρατούν για μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς επιδιώκουν την επίτευξη βραχυπρόθεσμων στόχων και αυτό ο Τούρκος Πρόεδρος το γνωρίζει. Σίγουρα δεν επιθυμεί ολική ρήξη σχέσεων με τις ΗΠΑ πράγμα που φαίνεται από την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον παρά την πρότερη άρνηση, η οποία είχε περισσότερο ρόλο επικοινωνιακό από άποψη προβολής ισχύος της Τουρκίας έναντι των ΗΠΑ, παρά ουσιαστικό. Μπορεί οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις να βρίσκονται στο ναδίρ και να διακατέχονται από μία ιδιαίτερη ψυχρότητα ωστόσο ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Τουρκία έχουν αποκρυσταλλώσει μία ξεκάθαρη πολιτική προσέγγισης και σύναψης διαφορετικών συμμαχιών σε περίπτωση ολικής και μη αναστρέψιμης ρήξης. Οι εξελίξεις στο πεδίο των σχέσεων των δύο χωρών κινούνται αργά και οι παράγοντες που θα διαμορφώσουν ένα ξεκάθαρο τοπίο είναι πολλοί και θα εξαρτηθούν κυρίως από τις εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και της Μέσης Ανατολής. Είμαι πεπεισμένος ότι η κατευναστική πολιτική που ακολούθησαν οι ΗΠΑ στην περίπτωση του αναξιόπιστου Τούρκου ηγέτη δεν έχει εγκαταλειφθεί τελείως και διάφοροι κύκλοι με επιρροή στον Αμερικανό Πρόεδρο ίσως να πιστεύουν ακόμα στην αναθέρμανση των σχέσεων με την Τουρκία. Θεωρείτε ότι σε περίπτωση που ο Τούρκος Πρόεδρος «παραδώσει τα όπλα» (σενάριο με μειωμένες πιθανότητες αλλά όχι απίθανο), οι ΗΠΑ θα αναζητήσουν νέους συμμάχους στην περιοχή; Αυτό μάλλον θα χαρακτηρίζονταν από πλευράς μας ως ευσεβής πόθος. Γνωρίζουμε όλοι τον σημαντικότατο ρόλο της Τουρκίας ιστορικά για τις ΗΠΑ εντός της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας καθώς αυτή αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της κρατώντας μέχρι πρότινος την Ρωσία σε απόσταση και παρέχοντας σημαντικές διευκολύνσεις στην υπερδύναμη. Επίσης γνωρίζουμε και τον δικό μας ρόλο ως σύμμαχος δεύτερης κατηγορίας για τις ΗΠΑ, κατάσταση η οποία θα ήταν σώφρον να αλλάξει.
Εμείς τι κάνουμε;
Υπό το φως της προαναφερθείσας πραγματικότητας, η χώρα μας οφείλει να επενδύσει στην περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ, τον σταθερότερο σύμμαχό μας διαχρονικά. Πράγματι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι καλύτερες από ποτέ. Το momentum συνομιλιών και συναντήσεων με υψηλά ιστάμενα στελέχη της κυβέρνησης των ΗΠΑ πρέπει να συνεχιστεί και να συμβάλλουμε θετικά και καθοριστικά στην αναζήτηση και εδραίωση νέων συμμαχιών που θα αποφέρουν οφέλη σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Σαφώς και το πάγωμα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μας συμφέρει διότι θα επέλθει αναγκαστικά αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου μας στην ευρύτερη περιοχή αποτελώντας έτσι χώρα προτεραιότητας για τους συμμάχους. Το άνοιγμα νέων αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη χώρα κρίνεται ως μία επιθυμητή ενέργεια εάν συνοδεύεται από ισοβαρή και ουσιαστικά ανταλλάγματα για τη χώρα μας (π.χ. διαβεβαιώσεις στον τομέα της ασφάλειας, ξεκάθαρη διεθνής στήριξη, ανάπτυξη εξοπλιστικών προγραμμάτων κ.α.). Οι σύμμαχοι γνωρίζουν τα ανοιχτά ζητήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αναγνωρίζουν το ρόλο που έχει επιλέξει η χώρα μας να διαδραματίσει, δηλαδή έναν αξιόπιστο και σταθερό εταίρο σε μία πολύ δύσκολη περιοχή, ειδικά τη σήμερον ημέρα με τον γενικότερο αναβρασμό στη Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο. Σαφώς στον κόσμο της realpolitik οι συμμαχίες χαρακτηρίζονται από μία σχέση δούναι και λαβείν ή αν θέλετε κοινού συμφέροντος μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών. Ποιο είναι αυτό; Η σταθερότητα στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, και ευρύτερα.
Φυσικά, για την πραγμάτωση όλων των ανωτέρω απαιτείται μία συγκεκριμένη στρατηγική, πρώτα αναγνώρισης της νέας διαμορφωθείσας πραγματικότητας και έπειτα καταγραφή του τρόπου δράσης ανάλογα με τις διαθέσιμες επιλογές μας. Ας ελπίσουμε οι διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και το εκτελεστικό κομμάτι της να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Οφείλουμε να είμαστε μπροστά από τις εξελίξεις και να έχουμε ένα σχέδιο για κάθε πιθανό σενάριο, για κάθε πιθανή εξέλιξη πάντα με πρόσημο το καλό και συμφέρον της χώρας και του Ελληνισμού.