Γράφει η Αλεξάνδρα Τράγκα, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης του εθνικού δικαίου των Αλβανών με το ιστορικό δίκαιο των Σέρβων, αποτελεί η περίπτωση του Κοσόβου, μίας περιοχής με εξαιρετική στρατηγική αξία τόσο για το σερβικό, όσο και για το αλβανικό κράτος.
Το Κοσσυφοπέδιο απετέλεσε το λίκνο της μεσαιωνικής Σερβίας και έχει την ίδια σημασία για τους Σέρβους, όπως η Κωνσταντινούπολη για τους Έλληνες[1]. Εκεί διεξήχθη η επική μάχη του 1389 μ.Χ., που οδήγησε στην απορρόφηση ολόκληρης της Βαλκανικής από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ στην περιοχή επιβιώνει μία αλυσίδα εκπληκτικών σερβικών ορθόδοξων μοναστηριών, μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας[2].
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας οργανώθηκε σε έξι Δημοκρατίες, με δύο «αυτόνομες» περιοχές (Βοϊβοντίνα και Κόσοβο) στα βόρεια και νότια τμήματα της Σερβίας -τη μεγαλύτερη από τις έξι δημοκρατίες-[3]. Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές επιχείρησαν να εμφυσήσουν ένα νέο γιουγκοσλαβικό εθνικισμό και να αποδυναμώσουν τις παραδοσιακές εθνικές ταυτότητες των Γιουγκοσλάβων ως «αστικά κατάλοιπα». Ωστόσο, συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση των Κροατών, αλλά και των άλλων εθνοτήτων που συνέχιζαν να θεωρούν το Γιουγκοσλαβισμό συνώνυμο του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού[4].
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, το σύνταγμα του 1974, προσπάθησε να διασπάσει την ομοσπονδιακή δομή, ενισχύοντας σημαντικά την αυτονομία των επαρχιών της Βοϊβόντινας και του Κοσσυφοπεδίου[5]. Η αναγνώριση της αυτόνομης υπόστασης του Κοσσυφοπεδίου μετά το 1974 οδήγησε στην εξάπλωση της εθνικιστικής δραστηριότητας που πήρε τη μορφή ίδρυσης οργανισμών που εμφανίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή. Το 1981, ο αλβανικός εθνικισμός εκφράστηκε με μία σειρά από διαδηλώσεις με συνθήματα όπως «Δημοκρατία του Κοσόβου» και «Μεγάλη Αλβανία»[6], εμπρησμούς και τρομοκρατικές ενέργειες. Οι γιουγκοσλαβικές Αρχές κατέπνιξαν βίαια τις ταραχές, απορρίπτοντας το αίτημα της μετατροπής του Κοσόβου σε Δημοκρατία, αλλά δεν άλλαξαν πολιτική στην αντιμετώπιση του αλβανικού εθνικισμού και δεν περιόρισαν την αυτονομία της περιοχής[7].
Η κρίση εντάθηκε, με τη δυναμική άνοδο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην ηγεσία της Σερβίας. Ο Μιλόσεβιτς έσπασε το μεγάλο ταμπού κάθε Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή και, μετά το 1987, μίλησε για τα «δίκαια του σερβικού έθνους», προκειμένου να διασώσει τη δημοτικότητά του καθώς ο κομμουνισμός βρισκόταν σε βαθιά και θανατηφόρα κρίση[8].
Το 1986, 60.000 Σέρβοι, -όχι αναίτια-, ζητούσαν προστασία. Ενώ τα γεγονότα στο Κόσοβο της εποχής εκείνης δεν καλύπτονταν από το Δυτικό Τύπο, οι Νιου Γιορκ Τάιμς ανέφεραν ότι η αλβανική κυβέρνηση είχε χειραγωγήσει τα δημόσια ταμεία, ώστε να καταλάβει τη σερβική γη. Οι σλαβικές Ορθόδοξες εκκλησίες καταστράφηκαν, οι σημαίες υπεστάλησαν, τα πηγάδια δηλητηριάστηκαν και οι σοδιές κάηκαν. Πολλοί Σέρβοι μαχαιρώθηκαν και ορισμένοι νέοι Αλβανοί, δέχθηκαν τις νουθεσίες των ηλικιωμένων, που τους προέτρεπαν να βιάσουν νεαρές γυναίκες σλαβικής καταγωγής[9].
Αντιδρώντας στις σερβικές διώξεις ο Μιλόσεβιτς, εξάλειψε την αυτονομία της περιοχής διά της κατάργησης του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης του Κοσόβου. Πάνω από 100.000 Αλβανοί στην κυβέρνηση, την αστυνομία, τις επιχειρήσεις, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία, απολύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από Σέρβους, ενώ η σερβική αστυνομία συνέλαβε, -συχνά διά της άσκησης ωμής βίας- εκατοντάδες Αλβανούς για συμμετοχή τους σε εθνικιστικές δραστηριότητες[10].
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία (1991-1995), οι Αλβανοί περιορίστηκαν σε μία παθητική αντίσταση, διεκδικώντας ένα ουδέτερο, ελεύθερο Κόσοβο ανοικτό στη Σερβία και την Αλβανία. Οι Αλβανοί πίστευαν ότι μετά τη λήξη του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία το Κόσοβο, θα αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης που έλαβε χώρα στο Ντέιτον των Ηνωμένων Πολιτειών[11]. Η Συμφωνία του Ντέιτον απετέλεσε τη βάση της νέας ανεξάρτητης Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ενώ βασιζόταν και στην εγκαθίδρυση μίας εξαιρετικά αποκεντρωμένης ομοσπονδίας τριών εθνοτικών ομάδων, των Βόσνιων, των Σέρβων και των Κροατών.
Κρίνοντας εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το πολιτικό μήνυμα που έστειλε η διεθνής διπλωματία στην ηγεσία των Αλβανών του Κοσόβου, ήταν ότι η βία ανταμείβεται, ενώ ο φιλειρηνισμός όχι. Οι Αλβανοί δέχθηκαν το Ντέιτον με απογοήτευση και συμπέραναν ότι ο μόνος τρόπος για να προκληθεί η παρέμβαση της δυτικής διπλωματίας ήταν η βία. Και πράγματι, αυτό συνέβη, με την ανάδειξη του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK)[12].
Το Φεβρουάριο του 1998, η σερβική αστυνομία ξεκίνησε μία μεγάλη επίθεση εναντίον του UCK, σε μία προσπάθεια να συντρίψει το κίνημα των ανταρτών που είχε αυξηθεί σταθερά σε όλη την περιοχή. Με αργή πορεία, η οργάνωση, έφτασε να ελέγχει το 40% της περιοχής, αλλά στα τέλη Ιουνίου ο σερβικός στρατός κατέλαβε βασικές στρατηγικές ζώνες, συμπεριλαμβανομένου του Γιουνίκ, του κέντρου εφοδιασμού και διανομής όπλων του UCK. Μετά τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ για τις επικείμενες αεροπορικές επιδρομές, που προήλθαν από τις εκθέσεις περί ύπαρξης μαζικών τάφων Αλβανών στρατιωτικών, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς συμφώνησε σε κατάπαυση του πυρός τον Οκτώβριο. Ωστόσο, η σερβική κυβέρνηση ανασυντάχθηκε και ο αναδιοργανωμένος UCK άρχισε να αγωνίζεται και πάλι στα τέλη Δεκεμβρίου[13].
H αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί
Η απόφαση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ –ιδιαίτερα των ΗΠΑ-, επέμβασης στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου κράτους για ανθρωπιστικούς λόγους, εξυπηρετούσε περισσότερο στόχους και επιδιώξεις μεμονωμένων κρατών παρά την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών-οικουμενικών αξιών και αρχών.
Τα γεωπολιτικά αυτά συμφέροντα αφορούσαν στην ασφάλεια προγραμμάτων κατασκευής αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, στην επίλυση των μεταψυχροπολεμικών υπαρξιακών διλημμάτων του ΝΑΤΟ, στην επίδειξη στον ισλαμικό κόσμο ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν κατά βάση αντιϊσλαμικές, στην επαναβεβαίωση της αναγκαιότητας παρουσίας τους για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας[14], στη μείωση των προσφυγικών ροών[15], καθώς και στην προς ανατολάς διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα με ένα «κράτος-παρία», στο υπογάστριό του[16]. Ο Μιλόσεβιτς δεν ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και ήδη από το 1992 η αμερικανική πλευρά, κατέβαλλε προσπάθειες για την ανατροπή του. Γνωρίζοντας τις προθέσεις τους για ουσιαστικό έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας από τις ΗΠΑ, ο Μιλόσεβιτς αναζήτησε πολιτικό στήριγμα στη Ρωσία και την Κίνα[17].
Η οπτική της Ρωσίας, απέναντι στη Σερβία, σαφώς και δεν περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο στη συμβολική ύπαρξη ενός «ορθόδοξου άξονα» με τη Γιουγκοσλαβία. Αυτό που ενδιέφερε τη Ρωσία, ήταν η διατήρηση του πολιτικού της στάτους διεθνώς. Με αυτή τη λογική, ο παραγκωνισμός του ΟΗΕ και η περαιτέρω ενίσχυση του ΝΑΤΟ, περιόριζε δραματικά τη διεθνή επιρροή της Μόσχας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου[18]. Επιπλέον, η Ρωσία είναι ένα κράτος με πολλές μειονότητες. Αν η περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου συνιστούσε προηγούμενο, ποιος θα μπορούσε να αποτρέψει την ανάληψη ανάλογων επεμβάσεων στο έδαφός της υπέρ –για παράδειγμα- των Τσετσένων;
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω περιγραφομένων, μπορούν να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, από τις αρχές του 1998 έως και τον τερματισμό των ΝΑΤΟϊκών αεροπορικών επιδρομών τον Ιούνιο του 1999. Οι διεθνείς δρώντες, διά της υιοθέτησης σειράς Ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1160, 1199, 1203 και 1207)[19], απαίτησαν από το Βελιγράδι την άμεση διακοπή των επιθέσεων εναντίον του άμαχου πληθυσμού και την απόσυρση των σερβικών μονάδων ασφαλείας από την περιοχή, τη διευκόλυνση της επιστροφής των προσφύγων, την έναρξη πολιτικού διαλόγου με τους εκπροσώπους των αλβανικών κομμάτων και τη συμμόρφωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο[20].
Από την πλευρά του, το ΝΑΤΟ, ενίσχυσε και υποστήριξε τις προσπάθειες της Ομάδας Επαφής για το Κόσοβο του ΟΗΕ, συμφωνώντας, -μετά τη δολοφονία 40 αμάχων Αλβανών στο χωριό Ρατσάκ[21]– για την έναρξη αεροπορικών επιδρομών, προειδοποιώντας και τα δύο μέρη της σύγκρουσης[22]. Ωστόσο, η Ρωσία και η Κίνα κατέστησαν σαφές ότι θα ασκούσαν βέτο σε οποιαδήποτε πρόταση για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της Σερβίας λόγω της συμπεριφοράς της στην επικράτειά της. Με εξίσου σταθερό τρόπο, τόνισαν τη σημασία του κανόνα της μη επέμβασης[23] ως απαραίτητης αρχής των Ηνωμένων Εθνών και της διεθνούς ασφάλειας[24].
Παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της Ρωσίας στο χειρισμό του όλου ζητήματος, η διεθνής κοινότητα, άσκησε πιέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες εν τέλει πραγματοποιήθηκαν στο Ραμπουιγιέ της Γαλλίας, από τις 6 έως και τις 23 Φεβρουαρίου 1999, ακολουθούμενες από ένα δεύτερο γύρο στο Παρίσι, από τις 15 έως τις 18 Μαρτίου 1999[25].
Στο Ραμπουιγιέ, το ΝΑΤΟ, εμφανίστηκε ως ένας πολιτικός παρά ως ένας στρατιωτικός δρών, ο οποίος υποτίθεται ότι θα προσπαθούσε να υλοποιήσει ένα ανθρωπιστικό πρόγραμμα. Προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή αυτού του προγράμματος, το ΝΑΤΟ ζήτησε από τη σερβική αντιπροσωπεία να συμμορφωθεί με τρεις όρους. Ο πρώτος όρος ήταν ότι εντός τριών ετών οι κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου θα είχαν την ευκαιρία να ψηφίσουν για ανεξαρτησία και πιθανή ένωση με την Αλβανία. Ο δεύτερος ήταν ότι η Σερβία θα αποδεχόταν οικονομικές αρχές ελεύθερης αγοράς και ο τρίτος ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα είχαν την άδεια να αναπτυχθούν όχι μόνο στο Κοσσυφοπέδιο αλλά οπουδήποτε στη Σερβία[26].
Το Βελιγράδι, δεν μπορούσε να αποδεχθεί μία συμφωνία που εμπεριείχε το έμβρυο της δημιουργίας ενός νέου κράτους, ενώ η εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων εντασσόταν στην αντίληψη της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, γεγονός που προκάλεσε για μία ακόμη φορά τις ρωσικές αντιδράσεις[27]. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, είχε μόλις αρχίσει.
Στις 20 Μαρτίου 1999, οι σερβικές δυνάμεις, ανάγκασαν χιλιάδες Αλβανούς Κοσοβάρους να εγκαταλείψουν τη Σρμπίκα, μία πόλη Βορειοδυτικά της Πρίστινα. Στις 22 Μαρτίου, οι πρεσβευτές του ΝΑΤΟ, επεξέτειναν την εξουσία του ΓΓ του Οργανισμού, Χαβιέ Σολάνα, για την έναρξη αεροπορικών επιδρομών εναντίον της Σερβίας. Στις 23 Μαρτίου, μετά από τηλεφωνική συνομιλία του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Αλ Γκορ και του Ρώσου πρωθυπουργού Γεβγκένι Πριμακόφ, ο τελευταίος διέκοψε το ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της αεροπορικής πτήσης του στον Ατλαντικό, εκφράζοντας έτσι τη διαμαρτυρία του για τις επικείμενες ΝΑΤΟϊκές αεροπορικές επιδρομές και επέστρεψε στη Μόσχα.
Στις 24 Μαρτίου 1999, ημέρα έναρξης της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης υπό την ονομασία «ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ»[28], οι σύμμαχοι, επιτέθηκαν στα γιουγκοσλαβικά συστήματα αεράμυνας. Αντιδρώντας στους βομβαρδισμούς, η Ρωσία, ανέστειλε τη συνεργασία της με το ΝΑΤΟ και ανακάλεσε από τις Βρυξέλλες τους εκπροσώπους της στη Συμμαχία[29]. Οι εκκλήσεις του Μιλόσεβιτς για αναστολή των εχθροπραξιών, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, έπεσε στο κενό. Το ΝΑΤΟ, αρνήθηκε την προσφορά, στέλνοντας ένα μήνυμα στον ισλαμικό κόσμο ότι η θρησκεία δεν θα στεκόταν ως δικαιολογία για τις «ανθρωπιστικές» ανησυχίες της Δύσης[30].
Οργισμένοι από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τα συντριπτικά πλήγματα που υπέστησαν, οι Σέρβοι, στράφηκαν εναντίον της αλβανικής πλειοψηφίας του πληθυσμού του Κοσόβου. Ήταν, από την πλευρά τους, ένας αντίστροφος εκβιασμός: Εάν το ΝΑΤΟ συνέχιζε τις επιχειρήσεις, το Κόσοβο θα έμενε χωρίς Αλβανούς, η περιοχή της νότιας Βαλκανικής θα αποσταθεροποιείτο συνολικά από το τεράστιο κύμα των προσφύγων και βέβαια οι Σέρβοι θα είχαν πετύχει να από-αλβανοποιήσουν το Κόσοβο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, διαπραγματευόμενοι στη συνέχεια την επιστροφή των προσφύγων, με αντάλλαγμα, ίσως, ένα ευνοϊκό γι’ αυτούς καθεστώς αυτονομίας[31].
Τότε, προς μεγάλη ανακούφιση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, ο Μιλόσεβιτς αποδέχθηκε επίσημα τους όρους ειρήνευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας, που του είχαν παρουσιαστεί στις 2 Ιουνίου 1999. Αυτό οδήγησε, -έστω και με πολλές δυσκολίες- στην επικύρωση της στρατιωτικής συμφωνίας η οποία υπογράφτηκε στην αεροπορική βάση του Κουμάνοβο των Σκοπίων στις 9 Ιουνίου 1999 και στο Ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Οι συνέπειες των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών
Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο, σηματοδότησε την κατάρρευση της βεστφαλιανής έννοιας της μη επέμβασης, δηλαδή της αμοιβαίας αναγνώρισης της κυριαρχίας, με βάση την οποία οικοδομήθηκε το νεότερο διεθνές σύστημα των κυρίαρχων κρατών[32]. Κατά τη διάρκειά του, πραγματοποιήθηκαν 2.300 αεροπορικές επιδρομές από 1.130 πολεμικά αεροσκάφη από όπου εκτοξεύτηκαν συνολικά 420.000 βλήματα, πύραυλοι και βόμβες[33]. Η φύση της εχθροπραξίας έδωσε βάρος στη μέγιστη χρήση υψηλής τεχνολογίας, αφού ο πόλεμος κερδήθηκε από τον αέρα και οι μάχες ελεγχόταν από τους υπολογιστές.
Κανένας ΝΑΤΟϊκός στρατιώτης δεν σκοτώθηκε από τον εχθρό και κανένα αεροσκάφος του ΝΑΤΟ δεν χάθηκε στη μάχη[34]. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Σερβίας υπολογίζει ότι κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν 2.500 άνθρωποι, ενώ τραυματίστηκαν 12.500, μεταξύ των οποίων 2.700 παιδιά. Οι υποδομές της Γιουγκοσλαβίας, υπέστησαν σοβαρές ζημιές, εφόσον καταστράφηκαν συνολικά 25.000 κτίρια, όλες οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, 14 αεροδρόμια, 2 διυλιστήρια και σχεδόν όλα τα εργοστάσια[35]. Στα ανωτέρω, πρέπει να προστεθεί και η περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκλήθηκε από τη χρήση 37.000 βομβών εμπλουτισμένου ουρανίου[36].
Σε ό, τι αφορά στο κύριο διακύβευμα έναρξης της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης -την προστασία των Αλβανών Κοσοβάρων-, θα μπορούσε να κριθεί ως απόλυτα αποτυχημένο. Οι βομβαρδισμοί, επέτειναν την εθνοκάθαρση στο έδαφος, ενώ προκλήθηκε και ένα κύμα 800.000 Αλβανών προσφύγων. Το εξίσου εξοργιστικό για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, είναι η απόλυτη αδυναμία της μετατροπής του Κοσσυφοπεδίου σε μία δημοκρατική πολυεθνική αυτόνομη περιοχή, στην οποία Αλβανοί, Σέρβοι και άλλες εθνικές ομάδες θα ζούσαν δίπλα-δίπλα. Κρατώντας στάση «υπερνικητή», ο UCK[37], προέβη σε πράξεις αντεκδίκησης, οδηγώντας τα 2/3 των μειονοτήτων της επαρχίας στην προσφυγιά.
Προσδοκώμενο δεν ήταν ούτε το βραχυπρόθεσμο πολιτικό αποτέλεσμα, της άμεσης απομάκρυνσης του Μιλόσεβιτς από την εξουσία. Υπονομεύοντας τον αγώνα της σερβικής αντιπολίτευσης και της Ορθόδοξης εκκλησίας[38], ο βομβαρδισμός είχε αντίθετη επίδραση, εφόσον η μάχη ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό ενίσχυσε τον πατριωτισμό και τη συνοχή της ομάδας. Τελικά, η νέα σερβική κυβέρνηση, παρέδωσε το Μιλόσεβιτς στο νεοσυσταθέν Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο -άμεσο απότοκο των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία- μόλις το 2001[39].
Πέραν της αποτυχίας επίτευξης των πολιτικών στόχων, ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου, ωφέλησε έναν κρατικό και έναν μη κρατικό δρώντα. Στον κρατικό, συμπεριλαμβάνεται η Αλβανία, που μετά την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία το 2008[40], ενέτεινε τη διεκδικητική της ρητορική για την προσάρτηση νέων εδαφών[41]. Οι βομβαρδισμοί επίσης ωφέλησαν σημαντικούς κατασκευαστές όπλων, οδηγώντας σε αύξηση 13 δις δολαρίων των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ, κυρίως για οπλικά συστήματα που οι περισσότεροι στρατηγικοί αναλυτές -ακόμα και το Πεντάγωνο- δεν θεωρούσαν απαραίτητες.
Ο πόλεμος, αναβίωσε τον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, ενώ ένα μεγάλο μέρος των τεταμένων σχέσεων των δύο κρατών κατά την τελευταία δεκαετία, μπορεί να αποδοθεί στο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας. Οι Ρώσοι υπέθεταν ότι το ΝΑΤΟ θα διαλυόταν μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Αντιθέτως, το ΝΑΤΟ όχι μόνο επεκτάθηκε, αλλά διεξήγαγε πόλεμο στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτό ενέτεινε το φόβο πολλών, ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να βρει δικαιολογία παρέμβασης στην ίδια τη Ρωσία. Ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί, η ιστορία των δυτικών επιδρομών ενίσχυσε την επιρροή του Βλαντιμίρ Πούτιν, θέτοντας πίσω τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για τον αφοπλισμό.
Είναι τραγικό το γεγονός ότι η Δύση σπατάλησε οκτώ περίπου έτη, όταν η προληπτική διπλωματία, θα μπορούσε να αποδώσει ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα. Η αναμονή για μία ένοπλη εξέγερση, έδωσε στους καταπιεσμένους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο ένα πολύ άσχημο μήνυμα: Οι μη βίαιες μέθοδοι θα αποτύχουν και, προκειμένου να δώσει προσοχή η Δύση στη δεινή θέση τους, θα πρέπει να αναλάβουν τα όπλα[42].
[1] Βασίλειος Κόντης και άλλοι (επ.), Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί της Βαλκανικής (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών του Χερσονήσου του Αίμου, 2000), 8.
[2] Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 226-227.
[3] Phillips, “Operation Joint Guardian”, 6.
[4] Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 216.
[5] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 143.
[6] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 33.
[7] Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 225.
[8] Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 102.
[9] Allen, “Why Kosovo?”, 10.
[10] Steven Woehrel, “Kosovo: Historical Background to the Current Conflict”, Congressional Research Service, CRS Report, 1999, 5.
[11] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 62-63, 39.
[12] Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 253.
[13] US Department of Justice, 2007, Serbia and Montenegro (Ex-Yugoslavia)-Kosovo (1998-First Combat Deaths), Armed Conflicts Report, Washington D.C.: US Department of Justice, 5.
[14] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 612, 312.
[15] Adam Roberts, “NATO’s “Humanitarian War” over Kosovo”, The International Institute for Strategic Studies (1999), Survival, Vol. 41, 108.
[16] Βασίλης Φούσκας, Ζώνες Πολέμου: Η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική στα Βαλκάνια και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Αθήνα: Ποιότητα, 2003), 139.
[17] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 40.
[18] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 640.
[19] Εκάβη Αθανασοπούλου, 2013, Ο Ρόλος της Διεθνούς Κοινότητας στο Κόσοβο, σημειώσεις μαθήματος, Αθήνα, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, 7, 2.
[20] Kim Julie, “Kosovo Conflict Chronology: September 1998-March 1999”, Congressional Research Service, CRS Report RL30127, 6 Απριλίου 1999, 2, 5.
[21] Η σφαγή του Ρατσάκ, είναι αμφιλεγόμενη. Οι ειδικοί που μελέτησαν τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι θανόντες ήταν άμαχοι και ότι σκοτώθηκαν από Σέρβους στρατιώτες. Για περισσότερα βλ. Blokhin Timur και Vukotic Iovanna, “NATO’s War Against Yugoslavia was Based on Lies”, Centre for Research on Globalization, 11 Αυγούστου 2012.
[22] “NATO’s Role in Relation to the Conflict in Kosovo”, NATO, 15 Ιουλίου 1999.
[23] Το παράδοξο στη συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως είναι ότι, η Ρωσία, επικαλέστηκε μερικά χρόνια αργότερα το προηγούμενο του Κοσόβου για να δικαιολογήσει την επέμβασή της στη Γεωργία το 2008 και στην Κριμαία το 2014. Για περισσότερα βλ. Καιρίδης, Εθνικισμός και Εθνοτικές Συγκρούσεις, 166.
[24] Roberts, “NATO’s “Humanitarian War”, 104.
[25] “NATO’s Role in Kosovo”.
[26] Φούσκας, Ζώνες Πολέμου, 135.
[27] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 45.
[28] Η επιχείρηση, κατά το Διεθνές Δίκαιο, ήταν παράνομη. Ενώ το 1995 το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε εξουσιοδοτήσει το ΝΑΤΟ να αναλάβει δράση στον εμφύλιο πόλεμο της Βοσνίας, η Ατλαντική Συμμαχία προχώρησε το 1999 σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, χωρίς την αντίστοιχη έγκριση. Για περισσότερα, βλ. Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 629.
[29] Julie, “Kosovo Conflict Chronology”, 14-16.
[30] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 314.
[31] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 153-154.
[32] Αθανασοπούλου, Ο Ρόλος της Διεθνούς Κοινότητας, 3.
[33] “Σερβία: 15 Xρόνια από τους ΝΑΤΟϊκούς Βομβαρδισμούς κατά της Γιουγκοσλαβίας”, Η Καθημερινή, 25 Απριλίου 2014.
[34] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 305.
[35] “Σερβία: 15 Xρόνια από τους Βομβαρδισμούς”.
[36] Zunes, “The US War on Yugoslavia”.
[37] Παρά τις σχέσεις με το λαθρεμπόριο όπλων και το δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών, η ηγεσία του UCK, κυριάρχησε στη μετέπειτα αυτόνομη και πλέον ανεξάρτητη Δημοκρατία του Κοσόβου. Ο νυν Πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου, Χασίμ Θάτσι, ηγετικό στέλεχος του ΑΣΚ, εκπροσώπησε τους Αλβανούς Κοσοβάρους στις συνομιλίες του Ραμπουιγιέ. Για περισσότερα, βλ. Αθανασοπούλου, Κοσσυφοπέδιο: Πολιτική και Οικονομική Κατάσταση, 4.
[38] Κόντης, Το Κόσοβο και οι Αλβανικοί Πληθυσμοί, 69, 155-156.
[39] Κουρβετάρης, Τα Νέα Βαλκάνια, 316.
[40] Τη μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας δεν έχουν αναγνωρίσει εκτός της Σερβίας, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Ισπανία, η Κίνα, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Αίγυπτος, η Ινδία και η Νότια Αφρική. Για περισσότερα βλ. Αθανασοπούλου, Κοσσυφοπέδιο: Πολιτική και Οικονομική Κατάσταση, 2.
[41] Φούσκας, Ζώνες Πολέμου, 142.
[42] Zunes, “The US War on Yugoslavia”.