Γράφει ο Δημήτρης Απόκης, Δημοσιογράφος-Διεθνολόγος
Σε λίγες ώρες από τώρα, την Τρίτη, ανοίγουν και επίσημα οι κάλπες στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι Αμερικανοί ψηφοφόροι καλούνται να ψηφίσουν για Πρόεδρο, Βουλή και Γερουσία, σε μια από τις πλέον αμφίρροπες και ταυτόχρονα παράξενες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών. Ο τίτλος που άνετα θα μπορούσε να δώσει κανείς, για τις αμερικανικές εκλογές τις 3ης Νοεμβρίου, είναι, “οι εκλογές του κορωνοϊού”.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τράμπ, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος μαζί του, ολοκληρώνει μια τετραετία στη Προεδρία των ΗΠΑ, η οποία η ιστορία θα την καταγράψει ως ιστορική. Μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια προχώρησε σε κινήσεις και αλλαγές οι οποίες, πολύ δύσκολα θα είναι δυνατόν να αλλάξουν, και ακόμα και στην περίπτωση που χάσει τις εκλογές της Τρίτης, μια προσπάθεια πλήρους ανατροπής τους είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσουν σφοδρή εσωτερική αναταραχή στις ΗΠΑ.
Οι παρωπίδες και το μένος με το οποίο για τέσσερα χρόνια καλύπτεται η προεδρία Τράμπ από τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, έχει αφαιρέσει από την κοινή γνώμη, κυρίως τη διεθνή κοινή γνώμη, τη δυνατότητα να έχει την πληροφόρηση και να αναλύσει τις πολιτικές που εφάρμοσε, έτσι να σχηματίσει μια αμερόληπτη γνώμη.
Ανάμεσα στις κομβικές αποφάσεις που ο Τράμπ πήρε στη διάρκεια της τετραετίας του, είναι και κάποιες που μπορεί να είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές από τις ευρωπαϊκές και όχι μόνο πρωτεύουσες, όπως και από το κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον, αλλά στο εσωτερικό των ΗΠΑ και για το μέσο Αμερικανό πολίτη, είναι εξαιρετικής σημασίας.
Με πολύ απλά λόγια μπορεί στις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Μόσχα και το Πεκίνο, να μην αρέσει η πολιτική του “America First”, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με το μέσο Αμερικανό πολίτη και ειδικά στη βαθιά Αμερική και στις πολιτείες εκτός των δυο ακτών. Η πραγματική Αμερική δεν είναι η Νέα Υόρκη, η Καλιφόρνια, η Βοστώνη, και η Ουάσιγκτον.
Το ότι ο Τράμπ, διαπραγματεύτηκε από την αρχή τη συμφωνία της NAFTA, αποκομίζοντας τεράστια οφέλη για τους Αμερικανούς, έχει περάσει στα ψηλά των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά δεν έχει διαφύγει της προσοχής του απλού Αμερικανού πολίτη.
Το ότι στρίμωξε τις ευρωπαϊκές χώρες και έχουν συνεισφέρει στο ΝΑΤΟ, περισσότερα από 100 δις δολάρια παραπάνω από ότι έδιναν μέχρι που έγινε Πρόεδρος, δεν επισημαίνεται, αντίθετα αυτό που έχει επικρατήσει λόγω της κάλυψης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ότι ο Τράμπ θέλει να διαλύσει το ΝΑΤΟ. Μάλλον κάποιοι βολεύονταν να πληρώνει ο Αμερικανός πολίτης για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Το ίδιο και με τη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή. Σφυροκοπούν τον Τράμπ για την αποχώρηση των ΗΠΑ από αυτή, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά πουθενά δεν ακούγεται ότι οι ΗΠΑ βάση της συμφωνίας πλήρωναν και πάλι τη μερίδα του λέοντος και αναγκάζονταν να υποστεί βαρύ τίμημα σε σχέση με την Κίνα και την Ινδία, που ευθύνονται κατά κύριο λόγω για τη ρύπανση του πλανήτη.
Αποχώρησε από τη Διεθνή Συμφωνία με το Ιράν, για το πυρηνικό του πρόγραμμα, και όλοι προέβλεπαν τη συντέλεια του κόσμου. Όχι μόνο δεν ήλθε, αλλά το καθεστώς των μουλάδων στην Τεχεράνη, βρίσκεται σε δεινή θέση, και συνεχώς η κατάστασή του επιδεινώνεται.
Στα τέσσερα χρόνια της Προεδρίας του, ο Τράμπ δεν έκανε πόλεμο. Αντίθετα δέχεται σφοδρή κριτική από το κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής που δεν ενεπλάκει σε πόλεμο με τη Βόρεια Κορέα, και έκανε το έγκλημα να συναντήσει δυο φορές τον Κίμ, και αποσιωπείται το γεγονός ότι οι δοκιμές πυρηνικών και βαλλιστικών πυραύλων από το καθεστώς της Βόρειας Κορέας έχουν σταματήσει.
Δεν επιτέθηκε στο Ιράν, και έχει γίνει ήρωας και αγαπημένος των μέσων ενημέρωσης ο Τζόν Μπόλτον, που θα ήθελε να δει σοκ και δέος στην Τεχεράνη.
Οι επιθέσεις εναντίον του είναι σφοδρές για την αποχώρηση αμερικανικών στρατευμάτων από διάφορα σημεία του κόσμου και ειδικά από τη Μέση Ανατολή, αλλά κανείς δεν ρωτάει τις δεκάδες χιλιάδες αμερικανικών οικογενειών που βλέπουν τους δικούς τους ανθρώπους να επιστρέφουν ζωντανοί και αρτιμελής και όχι μέσα σε φέρετρα.
Έχει φανταστεί τι θα είχε γίνει διεθνώς εάν για παράδειγμα ο Ομπάμα, είχε καταφέρει σιωπηρά και χωρίς φανφάρες, να επιτύχει αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και ειρήνευση μεταξύ Αραβικών χωρών και του Ισραήλ, όπως έκανε ο Τράμπ. Παρόλα αυτά και αυτή η τεράστια επιτυχία πέρασε στα χαμηλά, από τα μέσα ενημέρωσης.
Αυτές είναι ορισμένες από τις κομβικές αποφάσεις του Τράμπ στη διάρκεια της προεδρίας του, για τις οποίες η κοινή γνώμη έχει μια στρεβλή εικόνα λόγω του ρόλου των οποίων παίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διεθνές κατεστημένο, του οποίου τα θεμέλια τρίζουν, ανεξαρτήτως από την παρουσία ή όχι του Τράμπ.
Ταυτόχρονα, κανείς δεν συζητάει για το γεγονός ότι επί τρία σχεδόν χρόνια ο Τράμπ, διασύρονταν και παραπέμφθηκε από τους Δημοκρατικούς στη Βουλή για αποπομπή, μέσω μιας καλοστημένης σκευωρίας για δήθεν συνεργασία της προεκλογικής του εκστρατείας με τη Ρωσία το 2016, και όπως αποδείχθηκε από τα στοιχεία πρέπει να πάει κόσμος φυλακή για αυτή τη σκευωρία.
Βέβαια ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν είναι εντελώς άμοιρος ευθυνών για αυτή την κατάσταση.
Το γεγονός ότι αναλώνεται σε ένα διαρκή καυγά, πολλές φορές και σε προσωπικό επίπεδο, με τα μέσα ενημέρωσης και πολιτικούς αντιπάλους, αντί να τους αντιμετωπίζει με τις επιτυχίες που έχει σε επίπεδο πολιτικής είναι καθαρά δική του ευθύνη και λάθος.
Στην αντίπαλη πλευρά ο καθόλα συμπαθής υποψήφιος των Δημοκρατικών, πρώην Αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, Τζό Μπάϊντεν, είναι ένας εξαιρετικά κακός υποψήφιος. Είναι ξεκάθαρο ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας που πολύ πιθανόν έχουν να κάνουν με συμπτώματα άνοιας. Και σίγουρα δεν έχει μια σαφή πολιτική ατζέντα για την επόμενη ημέρα της Αμερικής.
Το μόνο που έχει είναι το θεόσταλτο δώρο της πανδημίας το οποίο θόλωσε το μήνυμα της πανίσχυρης οικονομίας του Τράμπ, και αυτό είναι το βασικό του επιχείρημα εναντίον του Αμερικανού Προέδρου, χωρίς βέβαια, να λέει τι θα κάνει ο ίδιος. Απλά λέει ότι ο Τράμπ απέτυχε στην αντιμετώπιση της πανδημίας και πέθαναν πάνω από 200.00ο Αμερικανοί.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι πιέζεται και από την ακραία πλευρά των Δημοκρατικών, βλέπε Οκέζιο Κορτέζ, Μπέρνι Σάντερς και λοιπούς συγγενείς, προχωρώντας σε παλινωδίες όταν ξεφεύγει από τις σημειώσεις, λέγοντας ότι θα τελειώσει τη βιομηχανία του πετρελαίου, θα καταργήσει τις φοροαπαλλαγές που πέρασε ο Τράμπ, και διάφορα τέτοια που δεν συνάδουν ούτε καν με την πορεία του επί 47 χρόνια στην πολιτική.
Και για να έλθουμε και στα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα. Για μια ακόμη φορά στη χώρα μας επικρατεί η άποψη ότι μια νίκη Μπάϊντεν στις προεδρικές εκλογές της Τρίτης, θα είναι μάνα εξ ουρανού για τα προβλήματα με την Τουρκία, τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου.
Κανείς όμως δεν επισημαίνει στην ελληνική κοινή γνώμη το γεγονός ότι στην περίπτωση εκλογής Μπάϊντεν, επιστρέφει δριμύτερη στο προσκήνιο η ομάδα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1990, δηλαδή των Ίμια και της Συμφωνίας της Μαδρίτης. Εκτός και εάν αυτό μας αρέσει ως χώρα και το επιθυμούμε. Δηλαδή το σπρώξιμο σε ένα διάλογο στα μέτρα της Τουρκίας. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον στην περίπτωση εκλογής Μπάϊντεν να μην κτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στις Εκκλησίες, όπως είχε συμβεί στην Κύπρο, όταν εκλέχθηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζίμυ Κάρτερ.
Και βέβαια όλοι εδώ στην Ελλάδα ξεχνούν επιμελώς, τις κινήσεις και τις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών του Προέδρου Τράμπ, Μάϊκ Πομπέο, και τη μερική, για παράδειγμα, άρση του εμπάργκο όλων από τις ΗΠΑ για την Κύπρο. Μάλλον έγιναν από κάποια αόρατη δύναμη και όχι από την κυβέρνηση Τράμπ.
Εμείς το μόνο που κοιτάμε και καιγόμαστε είναι το ότι ο Τράμπ συμπαθεί τον Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, δυστυχώς, οι προεδρικές εκλογές της ερχόμενης Τρίτης στις ΗΠΑ, δεν είναι εκλογές που θα κριθούν στη βάση της πολιτικής του Προέδρου Τράμπ και της πολιτικής πρότασης του αντιπάλου του, Τζό Μπάϊντεν. Είναι εκλογές που θα κριθούν από το εάν ο κ. Μπάϊντεν και οι Δημοκρατικοί συνεπικουρούμενοι από τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, θα καταφέρουν να πείσουν την πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων ότι ο Πρόεδρος Τράμπ απέτυχε στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ενισχύοντας την αμφιβολία του απλού Αμερικανού για το αύριο.
Ένα είναι σίγουρο. Όποτε έλθει η στιγμή που θα ξεπεραστεί η κρίση του κορωνοϊού, το κίνημα που εκπροσώπησε το 2016 και συνεχίζει να εκπροσωπεί ο Τράμπ θα παραμείνει ισχυρό και είναι πολύ πιθανό να ενισχυθεί, δημιουργώντας ένα πλαίσιο σύγκρουσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που θα απειλήσει ακόμη και τη συνοχή της χώρας.
Στις εκλογές του κορωνοϊού, την ερχόμενη Τρίτη, εάν τελικά ηττηθεί ο Τράμπ, δεν θα τον έχει κερδίσει ο Μπάϊντεν, θα έχει χάσει από την τρομολαγνία του κορωνοϊού.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στο thepresident.gr