kounenou

Οικονομική ή Πολιτική κυριαρχία της Ασίας;

Posted on Posted in BRICS, Αναλύσεις

Γράφει η Σοφία Κουνένου, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ

Καθώς διανύουμε τον 21ο αιώνα, παρατηρούνται παγκοσμίως δομικές πολιτικές αλλαγές και εστίαση του ενδιαφέροντος, τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή [1, p. 99]. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, πως βασικός τομέας για την ανάδειξη των «παικτών» στην παγκόσμια σκακιέρα είναι η κυριαρχία, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοούμε, πως τόσο στην πολιτική σφαίρα όσο και στην στρατιωτική ισχύ, εμπλέκεται εξ’ ίσου και η οικονομική ισχύς. Αυτό μας το επιβεβαιώνει ήδη από την δεκαετία του ’50 ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης των χωρών της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, που συμβαδίζει άρρηκτα, τόσο με την πολιτική τους ανάδυση, όσο και με τον βαθμό επιρροής τους σε παγκόσμιο επίπεδο [2, p. 54]. Πιο συγκεκριμένα, η Ασία, που άρχισε να τραβά τα βλέμματα από το 2000 και έπειτα, ήδη από την δεκαετία του 1950 έκανε βήματα προόδου, με αρκετές ασιατικές χώρες, όπως θα αναφερθούν παρακάτω, να σημειώνουν σταδιακή οικονομική ανάπτυξη και έντονη εμπορική δραστηριότητα.

Η οικονομική ανάπτυξη παρά το πλήγμα της οικονομικής κρίσης του 1997, άρχισε να γίνεται ορατή από τις αρχές του 2000, όποτε και παρατηρείται η άνοδος δύο δυνάμεων: της Κίνας και των Ασιατικών Τίγρεων 1ης και 2ης γενιάς [3]. Πιο συγκεκριμένα, στις Ασιατικές Τίγρεις 1ης γενιάς ανήκουν η Ν. Κορέα, η Ταϊβάν, η Ιαπωνία και η Σινγκαπούρη, ενώ στις Ασιατικές Τίγρεις 2ης γενιάς καταττάσσονται η Μαλαισία, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη και η Ινδία. Ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης χρήζει η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν οι εν λόγω χώρες. Στον ανταγωνισμό αυτό επικράτησε η «Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας,» η οποία το 2012 ξεπέρασε σε εξαγωγές, τόσο την Γερμανία, όσο και τις ΗΠΑ [4]. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως τόσο η Κίνα, όσο και οι Ασιατικές Τίγρεις, επέλεξαν παρεμβατικές πολιτικές με τη βασική διαφορά, πως η Κίνα δημιούργησε ένα στρεβλωμένο οικονομικό σύστημα (distorted financial system). Ειδικότερα, πρόκειται για ένα είδος «κρατικά ελεγχόμενου καπιταλισμού» μέσω του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή προσπάθεια ελέγχου των τιμών και διατίμηση των αγαθών μέσω των κεντρικών τραπεζών και κρατικών παρεμβάσεων. Σε αυτό το σύστημα ένα σύνηθες φαινόμενο είναι η κυριαρχία εταιριών κρατικών συμφερόντων σε αναδυόμενες αγορές [5]. Μάλιστα, το 2015, η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε την Κίνα, πως θα πρέπει να λάβει επείγοντα μέτρα, ώστε να μεταρρυθμίσει το «στρεβλωμένο χρηματοπιστωτικό της σύστημα» κατά την μετάβαση της σε ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο [6].

Η Κίνα μετά το ’50 επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας εντάσεως κεφαλαίου, δηλαδή εστίασε κυρίως στον συντελεστή του «κεφαλαίου» (μηχανήματα/αυτοματισμοί) και πολύ λιγότερο στον ανθρώπινο παράγοντα κατά την παραγωγική διαδικασία, μέσα από μια σειρά μεταβατικών σταδίων. Έτσι, προσπάθησε να αναπτύξει ανεξάρτητες βιομηχανικές δομές, ώστε να μην ξαναβρεθεί σε μειονεκτική θέση (π.χ. το 1950 – εμπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ κατά τον Πόλεμο της Κορέας, λόγω υποστήριξης της Β. Κορέας από την πλευρά της Κίνας)  [2, p. 35]. Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, προσπάθησε να κάνει μεταρρυθμίσεις με στόχο την ταυτόχρονη ανάπτυξη, τόσο της βιομηχανίας, όσο και της γεωργίας. Μετά την παταγώδη αποτυχία αυτής της στρατηγικής και στα πλαίσια του κομμουνιστικού συστήματος, η νέα κινεζική ηγεσία, μετά το 1978, επέβαλε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να δημιουργηθεί μια οικονομία της αγοράς. Ωστόσο, αυτή η πολιτική προχώρησε στα πλαίσια ενός μονοκομματικού πολιτικού συστήματος [2, p. 35-36]. Μετά το 1990 παρατηρείται ανάπτυξη των εξαγωγών μεταποιημένων αγαθών μέσα από την συμμετοχή στα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής, είτε με εκμετάλλευση των δικών της δυνατοτήτων, είτε με την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, προσανατολισμένων προς τις εξαγωγές.

Εν αντιθέσει, η στρατηγική των Ασιατικών Τίγρεων 1ης γενιάς βασίστηκε σε ένα σύστημα τιμών, που αντανακλούν την προσφορά και την ζήτηση, αλλά και τους συντελεστές παραγωγής στην οικονομία, δηλαδή τις οποιεσδήποτε εισροές στην παραγωγική διαδικασία, δηλώνοντας έτσι την σταθερότητα της αγοράς. Με τη σειρά τους, οι Ασιατικές Τίγρεις 2ης γενιάς έχοντας άφθονους φυσικούς πόρους έδωσαν έμφαση στη γεωργία και τον τομέα των ορυχείων. Παρόλα αυτά, σχεδόν όλες οι Ασιατικές Τίγρεις αλλά και η Κίνα (ίσως σε μικρότερο βαθμό) χρησιμοποίησαν την πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών  προσανατολισμένες προς την προώθηση των εξαγωγών με έμφαση στην ποιότητα και την τεχνολογία, επιβάλλοντας ένα μοντέλο οικονομικής αναδιάρθρωσης. Παρατηρείται, λοιπόν, πως η συσσώρευση κεφαλαίου αυξήθηκε παράλληλα με την αύξηση του κόστους εργασίας. Ειδικότερα, το έως τότε συγκριτικό πλεονέκτημα υπέρ των βιομηχανιών εντάσεως εργασίας, άρχισε να διαταράσσεται ευνοώντας βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας.

Εν συνεχεία, λόγω της μεγάλης κρίσης του  1998 [7], που διήρκεσε μέχρι και το 2001, ενώ έχουμε μείωση των εμπορικών ροών των Ασιατικών Τίγρεων και επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης τους, η Κίνα και η Ινδία συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Ειδικότερα, η κρίση που ξέσπασε στην νοτιοανατολική Ασία το 1998 επηρέασε σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς εξαπλώθηκε γρήγορα και στις γύρω χώρες, ενώ μέχρι το 2001 είχε εξαπλωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο σε χώρες όπως η Ρωσία, η Βραζιλία και η Αργεντινή. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως νομισματική-χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ξεκίνησε με υποτίμηση του νομίσματος της Ταϊλάνδης. Πιο συγκεκριμένα, ο υπερβολικός δανεισμός των περισσότερων ασιατικών τίγρεων για την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη του εσωτερικού τους, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα των δανειστών για την ισοτιμία του μπατ με το δολάριο, οδήγησαν στην εκτίναξη του εξωτερικού χρέους και την μαζική απόσυρση των ξένων κεφαλαίων από τις τράπεζες τους. Εταιρείες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεοκόπησαν, οδηγώντας σε υψηλά ποσοστά ανεργίας, μείωσης της ζήτησης των εισαγωγών, οικονομικής ύφεσης και αύξησης του φαινομένου της «φυγής κεφαλαίων» από περιφερειακές χώρες όπως : Ινδονησία, Ν. Κορέα, Μαλαισία, Ν. Ζηλανδία και Χονγκ Κονγκ. Εν αντιθέσει, η Κίνα σημείωσε αύξηση εισαγωγών και εξαγωγών, καθώς οι εξαγωγές των προαναφερθέντων χωρών ήταν πιο ακριβές, με αποτέλεσμα το συγκριτικό πλεονέκτημα τους να περάσει στην Κίνα [7]. Ακόμα, πολλές δυτικές χώρες μετεγκατέστησαν τις δυνατότητες παραγωγής τους σε αυτήν. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί, πως από το 2007 και έπειτα, και, όσο η οικονομία και η πολιτική επιρροή της Κίνας αναπτύσσονται, η ίδια διατηρεί ουδέτερη οικονομική πολιτική, λόγω πιθανών κυρώσεων από τις υπόλοιπες ισχυρές οικονομίες του Δυτικού κόσμου. Αυτό συμβαίνει π.χ. λόγω πιθανής υποτίμησης του νομίσματος της, αλλά και λόγω διατήρησης των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών και συνεργασιών. Στην ουδέτερη οικονομική πολιτική, που αναφέρεται παραπάνω, περιλαμβάνονται στρατηγικές που αναπτύχθηκαν, προκειμένου να ενθαρρυνθούν περισσότερο οι εισαγωγές και να περιοριστούν οι εξαγωγές, ώστε να μειωθεί το εμπορικό πλεόνασμα, κάτι που ανησύχησε τις ΗΠΑ και ΕΕ σε οικονομικό επίπεδο. Παραδείγματα τέτοιου είδους στρατηγικών είναι η χαλάρωση των κρατικών ελέγχων και περιορισμών (στους δασμούς), αλλά και η χορήγηση φορολογικών και οικονομικών κινήτρων.  Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως στον 21ο αιώνα, η Αμερική δίνει την «σκυτάλη» ενός μεγάλου μέρους της κυριαρχίας της, σε έναν πιθανώς «Ασιατικό Αιώνα». Ωστόσο, καίριο ρόλο , θα διαδραματίσει η παγκόσμια ανάδυση της Κίνας και η έναρξη μιας νέας εποχής, κατά την οποία η παγκόσμια ισχύ θα μετατοπιστεί προς την Ανατολή. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, εάν αυτή είναι η απαρχή για την δημιουργία μιας «Ασιατικής ΕΟΚ», μιας παγκόσμιας δηλαδή αυτοκρατορίας στην περιοχή του Ειρηνικού [1, p. 99-100]. Ήδη από το 2010, η Κίνα προχώρησε στην πρώτη της συμφωνία με τις χώρες της ASEAN (Association of Southeast Asian Nations), ενώ, από την άλλη, η Ιαπωνία στράφηκε προς την Ινδία, Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία.

Παρά τις διαφορές μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας [1, p. 102] και στο πλαίσιο της προσπάθειας των νοτιοανατολικών κρατών της Ασίας να επεκτείνουν την επιρροή τους, το 2008 έγινε και επίσημα συνάντηση της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, η οποία επαναλήφθηκε το 2012 και το 2015, παρά τις εδαφικές και ιστορικές τους διαφορές [8]. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως με γνώμονα το κοινό συμφέρον σε οικονομικό επίπεδο, καμία συνεργασία δεν είναι απίθανη. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό αν αναλογιστούμε, πως οι χώρες της Ασίας με ενεργό εμπορικό ρόλο αναμένεται να προσπαθήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια να σχηματίσουν ένα σταθερό οικονομικό και πολιτικό μπλοκ, το οποίο πολύ πιθανόν να περιέχει στοιχεία νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης, ή μια «Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών». Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο μιας και υπάρχουν πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα, ενώ παράλληλα οι περιφερειακές δυνάμεις χωρών από διάφορες ηπείρους, κάνουν την παρέμβαση τους μέσω της σύναψης συμφωνιών (κυρίως οικονομικών), ώστε να μπορούν να προφυλαχθούν από την δράση τρίτων χωρών με μεγαλύτερη επιρροή από αυτές. Ένας τέτοιου είδους οργανισμός είναι οι BRICS, ένας διεθνής πολιτικός οργανισμός των κορυφαίων αναδυόμενων αγορών που αποτελείται από πέντε χώρες: τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τη Νότια Αφρική. Δεδομένου της παγκόσμιας μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τον βιομηχανοποιημένο κόσμο της Δύσης στον αναπτυσσόμενο της Ανατολής, ο ρόλος του οργανισμού αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Ως εκ τούτου, οι πέντε χώρες των BRICS  θα μπορούσαν από κοινού να επηρεάσουν τις αποφάσεις ή ακόμα να συντελέσουν στην αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων κανόνων μέσω της πολυμέρειας, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί, όσο η παγκόσμια δομή εξουσίας θα επηρεάζει τα συμφέροντα ολοένα και περισσότερων κρατών. [9, p. 586-7].

Τα νέα δεδομένα αυτά αποτελούν απόδειξη ότι βαδίζουμε σε μια νέα εποχή, με βασικό χαρακτηριστικό την πολύ-πολικότητα, την οποία, διέπουν εμπορικές και κατ’ επέκταση πολιτικές συμφωνίες, όπως αυτή των ΗΠΑ- Κίνας και πιθανώς και Ρωσίας. Από την άλλη, τα μέτωπα, που έχει να αντιμετωπίσει η Κίνα είναι πολλά, τόσο από τον Ρωσικό Βορρά, όσο και από ανατολή, με Κορέα, Ιαπωνία, αλλά και Αμερική, με την τελευταία να διατηρεί την επιρροή της σε αυτές τις χώρες και να παρεμβαίνει στο πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο, το πώς θα επιδράσουν, θα κριθεί τόσο από την δράση των υπόλοιπων μελών BRICS και της Κίνας, τόσο από την εξωτερική πολιτική που θα επιλέξουν, όσο και από τη δράση των μελών της ASEAN και την αλληλεπίδραση που έχουν με την Κίνα [9, p. 586]. Σημαντικό παράγοντα στα ανωτέρω αποτελεί και η στάση της Αμερικής, που λόγω της ανεπτυγμένης διπλωματίας και των στρατηγικών σχέσεων που έχει αναπτύξει με τους εταίρους της ήδη από τον 20ο αιώνα, δύσκολα θα παραδώσει την κυριαρχία της στις νέες αναδυόμενες και αρκετά ευάλωτες μέχρι στιγμής οικονομίες της Ανατολής.

 

Βιβλιογραφία

 

1. SCOTT, D. THE 21st CENTURY AS WHOSE CENTURY? Journal of World-Systems Research, v. 13, n. 2, p. 96-118, 2008.
2. OEHLER-SINCAI, I. M. Commercial Power of Asia. MPRA Paper, n. 4023, p. 33-56, June 2007.
3. Μποζανίνου, Τ. Η ιστορία των κραχ, 4 Φεβρουάριος 2001. Disponivel em: <http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=130455>. Acesso em: 4 Μάρτιος 2017.
4. PROTOTHEMA. Η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ και έγινε ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, 24 Φεβρουάριος 2017. Disponivel em: <http://www.protothema.gr/world/article/657146/i-kina-xeperase-tis-ipa-kai-egine-o-simadikoteros-eborikos-etairos-tis-germanias/>. Acesso em: 4 Μάρτιος 2014.
5. THE rise of state capitalism. The Economist, Jan 21st 2012.
6. MITCHELL, T.; MCGEE, P. World Bank warns China to reform ‘distorted’ financial system, 1 July 2015. Disponivel em: <https://www.ft.com/content/bf01a54c-1fa1-11e5-aa5a-398b2169cf79>. Acesso em: 5 March 2017.
7. Ταμουραντζής, Α. Οι Διεθνείς Οικονομικές κρίσεις από το 1973 έως σήμερα. www.economica.gr, p. 12-14.
8. PROTOTHEMA. Κίνα, Νότια Κορέα και Ιαπωνία ευελπιστούν να «σπάσουν τον πάγο», 30 October 2015. Disponivel em: <http://www.protothema.gr/world/article/522592/kina-notia-korea-kai-iaponia-euelpistoun-na-spasoun-ton-pago/>. Acesso em: 5 March 2017.
9. NAYYAR, D. BRICS, developing countries and global governance. Third World Quarterly, v. 37, n. 4, p. 575-591, March 2016.