mpoufesis

Η Ρωσία μετά τον πόλεμο του πετρελαίου με τη Σαουδική Αραβία: Πόσο ευάλωτη είναι;

Posted on Posted in Αναλύσεις, Ενεργειακή Ασφάλεια, Μέση Ανατολή

Γράφει ο Αλέξανδρος Μπούφεσης, Διεθνολόγος & Συγγραφέας

 

Στις 21 Ιουλίου 2020, η εφημερίδα Moscow Times δημοσίευσε άρθρο στο οποίο αναφερόταν πως ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, ανέβαλλε για το 2030 την ένταξη της χώρας στις 5 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, μαζί με στόχους όπως η μείωση του ορίου της φτώχειας στο μισό και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στα 78. Το άρθρο αυτό αποτελεί εν μέρει μια ανακήρυξη της ήττας της Ρωσίας στον πρόσφατο πόλεμο πετρελαίου, που η ίδια άνοιξε με την Σαουδική Αραβία, τον δεύτερο-πλέον- μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο μετά την Αμερική. Τι ακριβώς συνέβη, όμως, και η Ρωσία επέλεξε τον δρόμο του οικονομικού πολέμου με την Σαουδική Αραβία και πώς ακριβώς τον έχασε; Πόσο ευάλωτη είναι μια Ρωσική Οικονομία που ακόμα εξαρτάται από τις εξαγωγές πετρελαίου και τι πιθανότητες υπάρχουν στο μέλλον να ξαναεμπλακεί σε έναν παρόμοιο πόλεμο;

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η Ρωσία μετά την εμπλοκή της στον Συριακό εμφύλιο στο πλευρό του Μπασάρ αλ Άσαντ, ποζάρει σαν μια από τις πιο δυναμικές γεωπολιτικές παρουσίες στην Μέση Ανατολή, ανταγωνιζόμενη στα ίσα την παρουσία δεκαετιών των ΗΠΑ στο power play της περιοχής. Σύμφωνα με το Foreign Policy, στην Ρωσία ταιριάζουν τα μοτίβα της περιοχής και ειδικότερα οι μη δημοκρατικές διαδικασίες διακυβέρνησης και η εξάρτηση της Σαουδικής Αραβίας και των υπολοίπων εξαγωγέων της περιοχής από τους ορυκτούς πόρους. Παρόλο, που αυτό το συμπέρασμα φαντάζει γενικευμένο, ας θυμηθούμε το 2019 όταν ο πρόεδρος Τραμπ απείχε από το να απαντήσει ισοδύναμα και τετελεσμένα στο Ιράν μετά την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας. Ήταν τότε, που η Σαουδική Αραβία ξανάνοιξε τις ομιλίες με την Ρωσία για την αγορά των S-400, ένα ενδεχόμενο στο οποίο οι ΗΠΑ ήδη είχαν αντιδράσει έντονα από το 2017. Συνεπώς η ιδέα πως η περιοχή θα μπορούσε να φιλοξενήσει ακόμα μια εγγυητική δύναμη πέραν των ΗΠΑ, άρχισε να υλοποιείται, καθώς η Σαουδική Αραβία τοποθετείτο και στην τροχιά της ανερχόμενης στην περιοχή Ρωσίας. Αυτό συνέβη παρόλες τις διαφορές σε γεωπολιτικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών και κυρίως των ωστικών κυμάτων που δημιουργήθηκαν μετά την στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στον Συριακό εμφύλιο. Εντούτοις, όπως πολύ σωστά τόνισε το RIAC (Russian International Affairs Council) σε δημοσίευσή του το 2016, η στάση της Σαουδικής Αραβίας ως προς το ζήτημα της Κριμαίας και η αποχή της από τις δυτικές κυρώσεις ήταν αυτή που συνετέλεσε στην διαμόρφωση των σχέσεων των δύο χωρών.

Δεδομένων των παραπάνω, τι ήταν αυτό που οδήγησε τις δυο χώρες στον οικονομικό πόλεμο; Κατ’αρχάς να αναφέρουμε πως αυτός δεν ήταν ο πρώτος πόλεμος πετρελαίου, στον οποίο ενεπλάκη η Σαουδική Αραβία. Η πλημμυρίδα των αμερικανικών σχιστολιθικών ορυκτών πόρων, που κατέστησε τις ΗΠΑ πρώτες σε εξαγωγές πετρελαίου, σε ένα πολιτικό δόγμα που βαφτίστηκε από τον πρόεδρο Τραμπ ως «ενεργειακή ανεξαρτησία», στην κυριολεξία ανέτρεψε τα δεδομένα στην παγκόσμια αγορά και οδήγησε σε καταποντισμό των τιμών το 2016. Ήταν τότε που εν χορώ τα μέλη του OPEC, με πρώτη την Σαουδική Αραβία, μαζί με την Ρωσία συμφώνησαν να μειώσουν την παραγωγή, προκειμένου να αυξηθούν οι τιμές. Αυτή η συμφωνία Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας κινήθηκε στο ίδιο μοτίβο που επέλεξε παλαιότερα η Σαουδική Αραβία, προκειμένου να ανταγωνιστεί το αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο, ατυχώς, σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές. Η συμφωνία, όμως, του 2016 έβαλε φρένο στον καταποντισμό των τιμών και συνάμα ενίσχυσε το προφίλ της Ρωσίας στα οικονομικά και πολιτικά δρώμενα της Μέσης Ανατολής ως αντισταθμιστικό παράγοντα στην απειλή του αμερικανικού σχιστολιθικού και κατ’επέκταση σαν έναν δυναμικό παίκτη, ο οποίος παρόλο που ενίοτε επιλέγει να στηρίξει τους λάθος ηγέτες (Μπασάρ αλ Άσαντ), εντούτοις καταφέρνει να εγγυηθεί μια πιο δυναμική παρουσία από την Αμερική στην περιοχή. Το αν η εικόνα αυτή ήταν πρώιμη ή όχι και το αν οι εντυπώσεις στην φάση αυτή ανταγωνίζονταν την πραγματική πραγματικότητα των ισορροπιών ισχύος στην περιοχή, σαφώς και έπαιξε ρόλο στην επιλογή της Ρωσίας να έρθει σε ρήξη με την Σαουδική Αραβία.

Η εν λόγω ρήξη επήλθε όταν στο συμβούλιο των χωρών του λεγόμενου OPEC+, που συμπεριλαμβάνει τις χώρες του OPEC μαζί με 10 μη μέλη του cartel και την Ρωσία, τον Μάρτιο του 2020 η Σαουδική Αραβία πίεσε για μείωση της παραγωγής του πετρελαίου, ως αποτέλεσμα των χαμηλών τιμών που δημιουργήθηκε από την πανδημία COVID-19. Το αίτημα της Σαουδική Αραβίας αφορούσε στην μείωση της παραγωγής έως και 1,5 εκ βαρελιών την ημέρα. Ήταν σε αυτό το σημείο στο οποίο η Ρωσία άσκησε βέτο, φαινομενικά χωρίς λόγο, επί της ουσίας όμως και με τα δεδομένα της αγοράς, η Ρωσία είχε τους λόγους της. Η χώρα είχε ήδη εκφράσει φόβους για την κυριαρχία του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου, ισχυριζόμενη πως περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή πετρελαίου από τον OPEC απλά οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς προς το αμερικανικό πετρέλαιο. Επιπρόσθετα αναλυτές εκτιμούν πως η άρνηση για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής από την Ρωσία, τοποθετούνταν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με την Αμερική καθώς και στην προσπάθεια της Ρωσίας να αρπάξει μερίδιο αγοράς από την ίδια την Σαουδική Αραβία. Τουλάχιστον έτσι το είδαν οι Σαουδάραβες, οι οποίοι έβαλαν στην άκρη την συμμαχία σε θεσμικό επίπεδο με την Ρωσία καθώς και τα ίδια τους τα οικονομικά συμφέροντα, αυξάνοντας την παραγωγή τους στα 10 εκ βαρέλια ημερησίως, σε μια κίνηση που σκοπό είχε να πιέσει την Ρωσία και να την φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ξανά, αποδεχόμενη τους όρους της Σαουδικής Αραβίας.

Η Ρωσία στην αρχή φάνηκε να μην πτοείται θεωρώντας πως η Σαουδική Αραβία μπλοφάρει. Το όραμα του Μωχάμεντ Μπιν Σαλμάν με την ονομασία Ριάντ 2030 είναι σε άμεση προτεραιότητα για την Σαουδική Αραβία από το 2016. Συγκεκριμένα το πρόγραμμα της Σαουδικής Αραβίας προβλέπει αύξηση του μη εξαρτημένου από τα πετρελαιοειδή ΑΕΠ από το 16 στο 50%, μείωση ανεργίας από 12 στο 7%, έλξη κεφαλαίων μέχρι 1 τρις δολάρια από ξένους επενδυτές, αύξηση του μη θρησκευτικού τουρισμού στα 1,2 εκ άτομα το χρόνο και του θρησκευτικού στους 30 εκ προσκυνητές το χρόνο, προγράμματα όπως η Νέομ, μια φουτουριστική πόλη 26.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων αξίας 500 εκ δολαρίων, δημιουργία τομέα ορυκτών αξίας 67 δις δολάρια και δημιουργία δημόσιου επενδυτικού κεφαλαίου αξίας 2 τρις δολάρια. Γι’αυτούς τους λόγους η Σαουδική Αραβία μπορεί να έχει πλέον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό όταν η τιμή του πετρελαίου βρίσκεται ανάμεσα στα 80-85 δολάρια, ενώ η Ρωσία χρειάζεται μόνο 40-45 δολάρια. Εντούτοις από την κόντρα, βγήκε κερδισμένος ο παρορμητικός Μπιν Σαλμάν.

Ο Πούτιν, ο άντρας που βρίσκεται πίσω από την Ρωσία για 20 χρόνια, είναι ένας πολιτικός που δεν αφήνει το συναίσθημα να κυριαρχήσει στην λογική και κακώς σύρθηκε σε αυτόν τον πόλεμο τιμών από τον Μπιν Σαλμάν. Από την άλλη, όμως, τα αιτήματα των Ρώσων αφορούσαν και τις ίδιες τις ΗΠΑ και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στις διεθνείς αγορές πετρελαίου όσον αφορά στην μείωση ή αύξηση της παραγωγής. Η ανάληψη ευθυνών σε αυτόν τον τομέα, όσον αφορά στις εξαγωγές των ΗΠΑ προς το Μεξικό και η ίδια η παρέμβαση του προέδρου Τραμπ στην διένεξη με την Σαουδική Αραβία ήταν εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες για την επιστροφή της Ρωσίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εντούτοις η Ρωσία δέχθηκε χειρότερους όρους και η αρχική μείωση του 1,5 εκ βαρελιών την ημέρα έγινε 2,5. Οι όροι ήταν εν τέλει τόσο ταπεινωτικοί που ο Λεονίντ Φεντούν, αντιπρόεδρος της Lukoil, έκανε λόγο για «νέα συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ». Όντως από άποψη όρων η Ρωσία συνθηκολόγησε όπως όπως, αλλά ήδη οι τιμές του πετρελαίου είχαν κατακρημνιστεί στο 30%, σηματοδοτώντας την μεγαλύτερη πτώση σε μια μέρα από τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, την πρώτη μέρα που η Ρωσία απεχώρησε από τις διαπραγματεύσεις και στο 50% όταν τελικά αποδέχθηκε τους όρους του Μπιν Σαλμάν με μεσολαβητή τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έβλεπε με την σειρά του έναν συνδυασμό χτυπημάτων με τον οικονομικό πόλεμο των δυο χωρών από την μια και τον COVID-19 από την άλλη. Από την μεριά της η Σαουδική Αραβία, μπορεί να χρειάζεται διπλάσια τιμή πετρελαίου από την Ρωσία για το Ριάντ 2030, αλλά από την άλλη μπορούσε να κόψει την ροή στο Project και να επιβιώσει με χαμηλότερες τιμές. Και η ίδια η Ρωσία υπερηφανεύτηκε σε κάποια στιγμή πως μπορεί να επιβιώσει ακόμα και με 30 δολάρια το βαρέλι, για 6 με 10 χρόνια, αλλά με το φονικό σπιράλ που είχαν πάρει οι τιμές, το βαρέλι θα έπεφτε στα 15 δολάρια με τις τρεις χώρες ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία και Ρωσία να χάνουν εκατοντάδες δις δολάρια και στην μέση τον παρορμητικό Μπιν Σαλμάν να είναι διατεθειμένο να το τραβήξει μέχρι όσο πάει.

Ένα εύλογο ερώτημα για το μέλλον είναι κατά πόσον η Ρωσία μπορεί να αντέξει αφενός τις αυξομειώσεις των τιμών του πετρελαίου κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι και αν ο πόλεμος τιμών με την Σαουδική Αραβία επαναληφθεί. Εν τέλει, πόσο ευάλωτη είναι μια χώρα που συνεχίζει να βιώνει ένα μετά-Σοβιετικό θαύμα βασισμένη σε τεράστιο βαθμό στην εξαγωγή των πετρελαιοειδών; Σύμφωνα με μελέτη του Warsaw Institute, από το 2010 μέχρι το 2018, όχι μόνο δεν μειώθηκε η εξάρτηση από το πετρέλαιο αλλά αυξήθηκε από το 34,3 στο 38,9%, ενώ η κατασκευαστική βιομηχανία για παράδειγμα μειώθηκε από το 53,2 στο 50,7%.Η κρίση που έχει προκληθεί από την πανδημία COVID-19 έχει μειώσει το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της Ρωσίας, κατά 13,6% στο πρώτο τρίμηνο του 2020 και της Κίνας, του δεύτερου μεγαλύτερου εμπορικού της εταίρου, κατά 6,8%. Η Ρωσία είναι ξεκάθαρο, σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, πως οδεύει προς την ύφεση με το ΑΕΠ της να προβλέπεται να συρρικνωθεί μέχρι 6%, έχοντας ήδη έλλειμμα 406,6 δις Ρούβλια σε σχέση με πέρυσι που είχε πλεόνασμα 1,283 τρις Ρούβλια, ενώ το ίδιο το νόμισμα έχει χάσει 11% της αξίας του λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και του πολέμου τιμών με την Σαουδική Αραβία. Η ανεργία αυξήθηκε στο 6,1% από 4,5% πέρυσι, στατιστικά που ανταποκρίνονται σε 2,4 εκ ανθρώπους. Με μια πτώση στις τιμές του πετρελαίου στα 42,4 εκ δολάρια το βαρέλι η συρρίκνωση του ΑΕΠ μπορεί να αγγίξει το 7,2% το 2020, το 1,6% το 2021 και το 0.5% το 2022.

Από την άλλη η οικονομία της Ρωσίας έχει δείξει εξαιρετικές αντοχές σε περιόδους μεγάλων πολιτικών κρίσεων, όπως αυτή που ακολούθησε την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, με την Αμερική να βομβαρδίζει την Ρωσία με κυρώσεις. Εκεί που όλα έδειχναν, όμως, πως η Ρωσική οικονομία θα κατέρρεε, τόσο οι εξαγωγείς, όσο και οι εισαγωγείς, επιβίωσαν βασιζόμενοι σε εναλλακτικές. Το Κρεμλίνο έκοψε τις δημόσιες δαπάνες και ανάγκασε τις τράπεζες και τις πολυεθνικές να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους. Την ίδια στιγμή το κράτος ξόδεψε τρισεκατομμύρια ρούβλια προκειμένου να δημιουργήσει εναλλακτικές για τα εισαγόμενα προϊόντα ενώ οι εισαγωγές τροφίμων από την Ευρωπαϊκή Ένωση καταργήθηκαν, προκειμένου να τονωθεί η παραγωγή τροφίμων της χώρας. Και οι τρεις τομείς της Ρωσικής οικονομίας παρουσίασαν πλεόνασμα τόσο το 2018 όσο και το 2019, ενώ από το 2015 τα αποθεματικά ξένου συναλλάγματος αυξήθηκαν κατά 50% φθάνοντας τα 542 δις δολάρια, σε ιστορικό υψηλό σχεδόν αγγίζοντας τις τιμές του 2008. Δημιουργήθηκε κρατικό επενδυτικό κεφάλαιο 124 δις δολαρίων και το χρέος αποτελεί μόλις το 15% του ΑΕΠ συγκρινόμενο με το 80% της Ευρωζώνης. Ο αγροτικός τομέας επίσης το 2017 κατέγραψε την μεγαλύτερη παραγωγή στην ιστορία της χώρας και οι εξαγωγές έφτασαν σε επίσης ιστορικό υψηλό 24 δις δολαρίων. Ο πολιτικός συνασπισμός με την Σαουδική Αραβία που δημιούργησε τον OPEC+ που μπορεί έως ένα βαθμό να ρυθμίσει τις τιμές του πετρελαίου και να προστατεύσει τις οικονομίες των χωρών μελών, κράτησαν σταθερά ανοδικές τις τιμές του πετρελαίου από το 2014 με την χώρα να εξοικονομεί ένα αποθεματικό της τάξης των 124 δις δολαρίων στις αρχές του Δεκέμβρη του 2019. Ο τομέας του εμπορίου με την Κίνα ανήλθε στο 53% τα τελευταία 3 χρόνια δηλαδή στα 107 δις δολάρια το 2019, καθώς η χώρα ανοίχθηκε περισσότερο τόσο στον Ασιατικό της εταίρο όσο και σε 43 αφρικανικά κράτη. Παρόλο που οι κυρώσεις έπληξαν τον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας που έχουν να κάνουν και με την ίδια την εξόρυξη του πετρελαίου και του σχιστολιθικού στην Αρκτική, κάποιοι οικονομολόγοι φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται πως μια ξαφνική άρση των κυρώσεων στην Ρωσία θα έκανε μεγαλύτερο κακό, καθώς θα υπήρχε μαζική εισροή κεφαλαίου και το νόμισμα θα παρουσίαζε αυξομειώσεις.

Η Ρωσική οικονομία στην βάση της παραμένει μια οικονομία εξαρτημένη από το πετρέλαιο και τους ορυκτούς πόρους, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε μεγάλες κρίσεις, όπως αυτή που βιώνουμε τώρα λόγω της πανδημίας COVID-19. Το γεγονός πως μέχρι και η Σαουδική Αραβία έχει ενεργά projects για να απεξαρτηθεί η οικονομία της από το πετρέλαιο και η Ρωσία προσπαθεί τόσα χρόνια και ακόμα βρίσκεται στο 38,9%, δεν είναι καλός οιωνός, αλλά από την άλλη το Κρεμλίνο δείχνει πως αποδέχεται τα ρίσκα, αναγνωρίζοντας μια διακύμανση στις τιμές του πετρελαίου και ένα minimum range στην τιμή του πετρελαίου για να συνεχίσει η Ρωσική οικονομία να επιπλέει. Ο πετρελαϊκός πόλεμος τον Μάρτη του 2020 με την Σαουδική Αραβία κατ’αρχάς καταδεικνύει σε πολιτικό επίπεδο έναν Πούτιν που σέρνεται σε μια κακοστημένη παρτίδα πόκερ από τον Μπιν Σαλμάν, κάτι που δεν τιμά καθόλου τον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος έχει διαχειριστεί πολύ μεγαλύτερες κρίσεις βασιζόμενος στην ψυχραιμία και την σύνεση. Το γεγονός μάλιστα πως ο Πούτιν δεν πήρε στα σοβαρά τον αντίκτυπο που ήδη είχε η υπάρχουσα κρίση του COVID-19 στην Ρωσική οικονομία, καθιστούν χρόνο αυτής της σύρραξης περαιτέρω άκαιρο και επικίνδυνο. Από την άλλη, παρά την ήττα και τις οικονομικές απώλειες, η Ρωσία κατάφερε μέσα από τον OPEC+ να απευθυνθεί σε μια πτυχή της Αμερικής που έχει να κάνει με τις πετρελαιοεξαγωγές της και συνάμα τις υποχρεώσεις της απέναντι στις διεθνείς πετρελαϊκές αγορές. Αυτό όμως το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» είναι αμφίβολο το αν άξιζε τον κόπο τελικά και το τίμημα της ρήξης με την Σαουδική Αραβία, η οποία ξεκάθαρα έδειξε πως ενώ μπορεί να χρησιμοποιεί την Ρωσία σαν «μαξιλαράκι» μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της Αμερικής σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, εντούτοις και όσον αφορά στις παγκόσμιες εξαγωγές του πετρελαίου έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η Ρωσία πήρε  μαθήματα για το μέλλον, όπως για παράδειγμα να μην προκαλεί τον ήδη παρορμητικό Μπιν Σαλμάν, διότι τα απόνερα των διαφωνιών έχουν τεράστιο κόστος σε όλες τις πετρελαιοεξαγωγικές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής. Φυσικά γεννάται και το ερώτημα από ειδικούς τε και μη του κατά πόσο η οικονομία των ορυκτών πόρων της Ρωσίας είναι ελεύθερη να κινηθεί όπως θέλει όσον αφορά στην παραγωγή, δεδομένης της δημιουργίας του OPEC+ και της δέσμευσης της Ρωσίας από τις αποφάσεις του οργανισμού. Η χώρα έχει μεν καταφέρει να περιορίσει τις ζημιές από τα σκαμπανεβάσματα των τιμών του βαρελιού και να σημειώσει και κέρδη εν μέσω κυρώσεων, εν μέρει με την βοήθεια του θεσμού, αλλά οι αποφάσεις που έχουν να κάνουν με την παγκόσμια ροή του πετρελαίου πλέον περνούν από σύνθετα πολιτικά φίλτρα, που ενίοτε έχουν να κάνουν και με τις προσωπικές διαθέσεις ηγετών όπως ο Μπιν Σαλμάν. Αν η Ρωσία δεν κάνει συνείδηση τα μαθήματα από αυτή την πρόσφατη ήττα, τότε ενδέχεται μελλοντικά να χάσει περισσότερα είτε σε οικονομικό επίπεδο είτε σε μια πιο μακροχρόνια επιρροή της χώρας στα δρώμενα της Μέσης Ανατολής μέσα από τις σχέσεις της με την Σαουδική Αραβία.

KEDISA--ανάλυση