Γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτου, Ιδρυτικός Εταίρος και μέλος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Η εξωτερική πολιτική υπαγορεύεται από τη στρατηγική παράδοση, τη συνέχεια και την επιβίωση των εθνικών στόχων κάθε κρατικής μονάδας, αναλόγως της θέσης που αυτή κατέχει στο (δια) περιφερειακό και διεθνές σύστημα, τον διεθνή καταμερισμό ισχύος καθώς και τις εθνικές δυνατότητες, τα μέσα και τους πόρους που έχει στη διάθεσή της. Αυτά έχουν διδάξει τουλάχιστον, τόσο κορυφαίοι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων, όσο και η ιστορική παράδοση των μεγάλων δυνάμεων, που βίωσαν τεκτονικές πολιτικές αλλαγές, όπως η Ρωσία και η Κίνα στον 20ο και 21ο αιώνα, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία (Πρωσία) κατά τον 19ο αιώνα. Τα ανωτέρω κράτη ως μεγάλες δυνάμεις διεκδίκησαν και συνεχίζουν να διεκδικούν την ενίσχυση της επιρροής και ισχύος τους στην ευρασιατική διαπεριφέρεια και στον κόσμο˙ ενώ οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και δεν αντιμετώπισαν βαθιές εσωτερικές αλλαγές, εντούτοις δεσπόζουν στο δυτικό ημισφαίριο υπό τη στρατιωτική και πολιτική πρωτοκαθεδρία της Ουάσινγκτον και του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ, αποτελώντας εν πολλοίς την οικονομική και πολιτική συνεπαγωγή της διατλαντικής ολοκλήρωσης, έχει κατορθώσει να συμβάλει στη σταθερότητα του δυτικού κόσμου και να συνδέσει τον γάλλο-γερμανικό άξονα με τις ΗΠΑ. ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις προσελκύουν συμμάχους προωθώντας την επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη (διεύρυνση 2002-2004, 2007), στον Καύκασο (Eastern Partnership, DCFTA), στη Βόρεια Αφρική (Union for the Mediterranean), στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο (NATO’S Mediterranean Dialogue) και στη Μέση Ανατολή (NATO’S Istanbul Cooperation Initiative). Στον αντίποδα, Ρωσία και Κίνα επιχειρούν την ανάσχεση της δυτικής προέκτασης προωθώντας τη δική τους ολοκλήρωση στον ευρασιατικό χώρο (Ευρασιατική Ένωση, Σύμφωνο Σαγκάης) και βρίσκονται σε ανταγωνιστική αλληλεπίδραση με το δυτικό στρατόπεδο, δημιουργώντας ευκαιρίες για τις μικρότερες δυνάμεις του συστήματος, όπως η Ελλάδα, προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους στην περιφέρειά τους αλλά και διεθνώς.
Το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος δεν αποτελεί μία μεγάλη δύναμη του διεθνούς συστήματος αλλά εξελίχθηκε, ήκμασε και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία των προστάτιδων δυνάμεων από γενέσεώς του. Το γεγονός αυτό, δεν συνεπάγεται ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν δύναται να έχει στρατηγική παράδοση και εθνικούς στόχους, ούτε ότι δεν είναι σε θέση να βελτιώσει τη θέση της, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο (Νοτιοανατολική Ευρώπη, Ανατολική Μεσόγειος, Δυτική Ευρασία), αφού, παρά την οικονομική κρίση των τελευταίων 10 ετών, παραμένει ένα κράτος αρκετά πιο ισχυρό σε σχέση με τους γείτονές της. Η Ελλάδα είναι στον πυρήνα της ΕΕ, είναι μέλος του ΝΑΤΟ και έχει στενές σχέσεις συνεργασίας και ιστορικούς δεσμούς με την Κίνα και τη Ρωσία. Κατ’ επέκταση, η Ελλάδα μπορεί να χαράξει και να προωθήσει στρατηγικούς στόχους για το μέλλον της με γνώμονα τον διεθνή καταμερισμό ισχύος και τη θετική αλληλεπίδρασή της με τις υψηλές στρατηγικές των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και της Κίνας ως στρατηγικός παράγοντας εξισορρόπησης.
Η ανωτέρω διαπίστωση αποκλίνει εξαιρετικά από την υφιστάμενη αντίληψη περί των εξωτερικών σχέσεων, από την οποία έχει διαποτισθεί το μεγαλύτερο τμήμα του εγχώριου πολιτικού και ακαδημαϊκού κόσμου. Θέσεις όπως: «Δεν μπορούμε να είμαστε με τον αστυφύλακα και τον χωροφύλακα», «η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και στη Δύση»’ και «καλούμε την Τουρκία είτε τους βόρειους γείτονές μας να σεβαστεί/ούν το διεθνές δίκαιο» αποτελούν ιστορικές φράσεις που συναποτελούν το ελληνικό δόγμα ασφαλείας, όπως διαμορφώθηκε από τον Β’ ΠΠ και μετά και, ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Οι θέσεις αυτές δεν είναι σε καμία περίπτωση εσφαλμένες αλλά είναι πλέον παρωχημένες και δεν αντιπροσωπεύουν το στρατηγικό βάθος της ελληνικής κρατικής οντότητας με βάση τη θέση που κατέχει στο σύγχρονο διαπεριφερειακό και διεθνές σύστημα καθώς και με γνώμονα τις στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητές της.
Το σύγχρονο διεθνές σύστημα και η διεθνής πολιτική, κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα, επιβάλλουν την ανάγκη για τη μακροσκοπική χάραξη της σύγχρονης ελληνικής υψηλής στρατηγικής, η οποία θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της διπλωματίας της πολλαπλής δικτύωσης και της εξισορρόπησης μεταξύ του ανταγωνισμού Δύσης και Ανατολής. Μοναδικό ανάλογο εγχείρημα υπήρξε η εξωτερική πολιτική της χώρας την περίοδο 2004-2009, όπου ο τότε πρωθυπουργός και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών προέβησαν σε στρατηγικές επιλογές ενίσχυσης της θέσης της χώρας στη διαπεριφέρειά της και υπερασπίσθηκαν τα εθνικά συμφέροντα με μακροσκοπικό στρατηγικό ορίζοντα. Η θέση της Ελλάδας στη Δύση δεν αμφισβητήθηκε και ενισχύθηκε η θέση της στον πυρήνα της Ευρώπης, σε συνδυασμό με στρατηγικές συμμαχίες που προορίζονταν για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και την ανάδειξη της σε ενεργειακό κόμβο της περιοχής (South Stream) καθώς και τη σύνδεσή της με τον σύγχρονο δρόμο του Μεταξιού (Πειραιάς-COSCO, One Belt One Road-OBOR). Επιπλέον, τέθηκαν οι βάσεις για την εξισορρόπηση της Τουρκίας μέσω του σχεδίου «Ελλάς Χ 4» και της ευρωπαϊκής ΑΟΖ, ενώ διασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν και η ολοκλήρωση της ένταξής της στην ΕΕ (2004) και αναχαιτίστηκαν οι αλυτρωτικές τάσεις της ΠΓΔΜ (Veto στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, Βουκουρέστι 2008).
Παραδόξως, τη στρατηγική αυτή κληρονομιά φαίνεται πως αξιοποιεί ως επί το πλείστον ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει οδηγήσει τον πρωθυπουργό σε μία πορεία, την οποία δεν θα φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, τουλάχιστον στα νεανικά του χρόνια καθώς και όσο ήταν αρχηγός ενός κόμματος της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η σημερινή ελληνική εξωτερική πολιτική έχει κατορθώσει να εμφανίζεται ως ζευκτικός δρων μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ευρισκόμενος ταυτοχρόνως σε στενό εναγκαλισμό με τη Μόσχα, συμμετέχοντας στο σύγχρονο δρόμο του Μεταξιού, έχοντας διασφαλίσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και, το κυριότερο: Δύναται να ενισχύσει εξαιρετικά τη γεωπολιτική και γεωοικονομική θέση της Ελλάδας μέσω των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο, δεδομένης της προβληματικής θέσης της Τουρκίας με τη Δύση και της παραμονής του συστήματος Ερντογάν στην εξουσία στη μετά το πραξικόπημα εποχή καθώς και της διαπεριφερειακής αστάθειας που ακολούθησε της «Αραβικής Άνοιξης».
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού τη δεδομένη χρονική περίοδο στην Ουάσινγκτον δεικνύει ότι η Ελλάδα καθίσταται πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ και ενδεχομένως να επιχειρηθεί η σταδιακή αντικατάσταση της Τουρκίας από την Ελλάδα σε πυλώνα της αρχιτεκτονικής ασφαλείας του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Αυτό είναι και κατά την άποψη του γράφοντος το προφανές και άδηλο συγχρόνως περιεχόμενο αυτής της-με συνοπτικές διαδικασίες-οργανωθείσας μετάβασης στις ΗΠΑ. Το σημαντικό ωστόσο χαρακτηριστικό δεν είναι μόνο το ότι δύναται να ενισχυθεί η θέση της χώρας στον στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ αλλά ότι θα επιτευχθεί έχοντας εξασφαλίσει τη θέση της στην Ευρωζώνη και έχοντας διαμορφώσει εδραιωμένες συνεργασίες με τη Ρωσία και την Κίνα.
Οι προοπτικές αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα πως, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, η ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου 2004-2009 επιβίωσε της αποδόμησής της και των αναταράξεων που μεσολάβησαν κατά τα επόμενα «μνημονιακά χρόνια» και πως έχει η διασφαλισθεί η ενότητά της, δημιουργώντας το πρόπλασμα για τη χάραξη της σύγχρονης ελληνικής υψηλής στρατηγικής ακόμη και σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, προϋποθέτει τη χάραξή της από επαΐοντες, ρεαλισμό και την υπέρβαση των κάθε λογής ιδεοληψιών, τις οποίες παραδόξως, εν αντιθέσει με τις επιλογές του στο εσωτερικό, φαίνεται πως ο τωρινός πρωθυπουργός έχει διαλύσει μέσα του προ πολλού.