Γράφει ο Πέτρος Γκάτζιος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
«Καταιγίδα σε ένα φλιτζάνι τσαγιού».Αυτή τη φράση χρησιμοποίησε η Επίτροπος Μάλστρομ, μετά τη δημοσιοποίηση μυστικών εγγράφων από την Greenpeace (02/05), για την πίεση που δέχεται η ΕΕ από την αμερικανική πλευρά όσον αφορά τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, στις διαπραγματεύσεις για την TTIP, της εμπορικής δηλαδή συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών που διαπραγματεύονται ΕΕ και ΗΠΑ.
Η Επίτροπος προηγουμένως εξήγησε πως σε κάθε περίπτωση «σε όποιον τομέα οι διαφορές είναι μεγάλες, πολύ απλά δεν θα επέλθει συμφωνία».
Είχε προηγηθεί η ολοκλήρωση του 13ου γύρου διαπραγματεύσεων την Παρασκευή 29 Απριλίου στην Νέα Υόρκη, χωρίς όπως αναμενόταν να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος στα δύσκολα σημεία.
Οι διαπραγματεύσεις έχουν ξεκινήσει ήδη από τον Ιούλιο του 2013 και κατά πολλούς η απόφαση αυτή, ήταν -σε μεγάλο βαθμό-συνάρτηση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και στασιμότητας στις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – του αναπτυξιακού γύρου συνομιλιών της Ντόχα δηλαδή, σε συνδυασμό με τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ που ολοκληρωνόταν κατά το 2013.
Εξ ονόματος της ΕΕ και των 28 κρατών-μελών, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων είναι η Επίτροπος Εμπορίου κα Μάλστρομ, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν συμφωνηθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή τηρεί ενήμερα τα κράτη-μέλη στο Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (EK).
Όταν οι διαπραγματευτές καταλήξουν σε συμφωνία, το Συμβούλιο, από κοινού με το ΕΚ, θα εξετάσουν και θα εγκρίνουν ή απορρίψουν την τελική συμφωνία, ενώ θα πρέπει να επικυρωθεί και από τα κράτη-μέλη ξεχωριστά!
Από την πλευρά των ΗΠΑ, τον ρόλο αυτό θα αναλάβει το Κογκρέσο, δηλαδή η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων. Σημειώνω πως η ΕΕ δημοσιοποιεί τις προτάσεις της λίγο μετά τον κάθε γύρο διαπραγματεύσεων, κάτι που δεν ισχύει για τις ΗΠΑ. Αυτός ήταν και ο λόγος που κατά τη γνώμη μου πήρε διαστάσεις η δημοσιοποίηση από την Greenpeace, με την Επιτροπή να δηλώνει πως δεν αφορούσαν τελικά κείμενα αλλά συμβιβαστικές προτάσεις.
Οι διαπραγματεύσεις στο σύνολο, χαρακτηρίζονται από τρεις βασικούς στόχους:
1) Πρόσβαση στην αγορά: άρση των τελωνειακών δασμών για τα εμπορεύματα και τους περιορισμούς σχετικά με τις υπηρεσίες, κερδίζοντας καλύτερη πρόσβαση στις δημόσιες αγορές, καθιστώντας ευκολότερες τις επενδύσεις.
2) Βελτιωμένη κανονιστική συνοχή και συνεργασία με την κατάργηση περιττών κανονιστικών εμποδίων, όπως γραφειοκρατικές αλληλεπικαλύψεις σε διάφορους τομείς.
3) Βελτιωμένη συνεργασία για τον καθορισμό διεθνών προτύπων.
Οι διαπραγματεύσεις χωρίζονται σε 24 επιμέρους τομείς διαπραγματεύσεων και αφορούν όλο το φάσμα των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, ενώ πραγματοποιούνται περίπου κάθε δύο μήνες, με τον προηγούμενο 12ο γύρο τον περασμένο Φεβρουάριο.
Τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ επιθυμούν να αποφύγουν τις πολυετείς συνομιλίες. Η γενική ιδέα είναι ότι θα πρέπει να είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία μέχρι τέλος του 2016.
Ωστόσο δεν έχει οριστεί συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία καθώς η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων θα εξαρτηθεί από το βαθμό προόδου στους γύρους συνομιλιών, αλλά οι αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2016 και οι επικείμενες σε Γαλλία (Μάρτιο 2017) και Γερμανία (Σεπτέμβριο 2017), δυσχεραίνουν περαιτέρω το στόχο αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση, μετά και την ολοκλήρωση του 14ου γύρου τον Ιούλιο πρέπει να δοθεί ένα ενιαίο κείμενο διαπραγμάτευσης, αν οι δύο πλευρές θέλουν να προλάβουν τις παραπάνω προθεσμίες.
Η ολοκλήρωση της συμφωνίας εκτός από τα προφανή οφέλη, έχει και τις αδυναμίες της, με τους πολέμιους να υποστηρίζουν πως δίπλα στις ευκαιρίες, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και δύσκολα σημεία.
Από την άλλη, η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων από πλευράς ΕΕ, περιπλέκει τις διαπραγματεύσεις.
Στα οφέλη, ανεξάρτητη μελέτη του Centre for Economic Policy Research, εκτιμούσε ότι «η οικονομία της ΕΕ θα μπορούσε να επωφεληθεί από 119 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως – όφελος που ισοδυναμεί με ένα επιπλέον ποσό 545 ευρώ για ένα μέσο νοικοκυριό στην ΕΕ».
Σύμφωνα με τη μελέτη, «η οικονομία των ΗΠΑ θα μπορούσε να κερδίσει ένα επιπλέον ποσό 95 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως ή 655 ευρώ ανά αμερικανική οικογένεια».
Τα οφέλη αυτά θα κοστίσουν πολύ λίγο διότι θα ήταν το αποτέλεσμα της κατάργησης των δασμών και της άρσης των περιττών κανόνων και γραφειοκρατικών εμποδίων που δυσχεραίνουν τις αγοραπωλησίες στις εκατέρωθεν πλευρές του Ατλαντικού. Τα κέρδη στα εισοδήματα θα είναι αποτέλεσμα της αύξησης του εμπορίου.
Επιπλέον, η πλήρης κατάργηση δασμών και επαχθών τελωνειακών διαδικασιών θα αποφέρουν οφέλη όχι μόνο για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και για τους καταναλωτές, οι οποίοι θα έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων σε πιο λογικές τιμές.
Σημειώνω πως οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ και αντίστροφα, με περισσότερα από 1,1 τρισ. δολάρια σε αγαθά και υπηρεσίες να διασχίζουν τον Ατλαντικό το 2015.
Στις ζημιές, στις ΗΠΑ το κλίμα στην προεκλογική εκστρατεία για το προεδρικό χρίσμα είναι ξεκάθαρα κατά των εμπορικών συμφωνιών, φέρνοντας μνήμες από τη συμφωνία NAFTA (με Μεξικό και Καναδά) τη δεκαετία του 1990 και τη ζημιά που προκάλεσε στην αμερικανική οικονομία η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ το 2001.
Ωστόσο, οι περισσότερες αντιδράσεις προέρχονται από την ευρωπαϊκή πλευρά η οποία θεωρεί πως με τη συμφωνία θα υπάρξει υποβάθμιση στα ευρωπαϊκά στάνταρντ που απορρέουν από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και ειδικότερα στα θέματα περιβάλλοντος, προστασίας καταναλωτή, διατροφικής ασφάλειας, υγειονομικής περίθαλψης, κοινωνικής προστασίας, προσωπικών δεδομένων και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τα εθνικά συμφέροντα -όπως ανέφερα- δημιουργούν επιπλέον επιπλοκές με υψηλόβαθμους πολιτικούς σε Γαλλία-Γερμανία να έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για τη συμφωνία.
Για παράδειγμα η Γαλλία επιμένει στον αποκλεισμό του οπτικοακουστικού τομέα ενώ διάφορα γαλλικά λόμπυ θέτουν θέματα γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, υγείας και περιβάλλοντος και η Γερμανία έχει μεταξύ άλλων θέματα με τις αυτοκινητοβιομηχανίες.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Επιτροπή δημοσίευσε κείμενο (26/04) όπου αναφέρει την πρόοδο, αλλά κυρίως τα σημεία που πρέπει να προχωρήσουν οι δύο πλευρές, ιδιαίτερα σε θέματα πρόσβασης αγορών, υπηρεσιών και δημοσίων συμβάσεων. Με τη λήξη του 13ου γύρου (29/04) έκανε το ίδιο. Μεγάλο αγκάθι παραμένουν οι υπηρεσίες, η γεωργία και οι δημόσιες συμβάσεις.
Σημειώνω πως η Επιτροπή έχει κάνει προτάσεις για όλα τα θέματα εκτός από κανονιστική συνεργασία σε ορισμένους τομείς, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και για θεσμικές διατάξεις της Συμφωνίας.
Ενόψει δημοψηφίσματος σε Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο και εκλογών Γαλλίας-Γερμανίας το 2017, το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη είναι αρνητικό. Συνοπτικά τα δύσκολα σημεία:
– Η ΕΕ θέλει οι ΗΠΑ να δώσουν στις ευρωπαϊκές εταιρείες ίση πρόσβαση στην αμερικάνικη αγορά δημόσιων συμβάσεων.
– Οι υπηρεσίες, από τις μεταφορές ως τις τράπεζες και την ψηφιακή μουσική είναι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου. Το αποτέλεσμα είναι ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές σε έναν ευαίσθητο και σημαντικό τομέα των διαπραγματεύσεων.
– Αγροτικά λόμπι προσπαθούν να προστατεύουν τις εγχώριες αγορές τους είτε μέσω δασμών είτε μέσω κανονισμών: Είτε είναι οι γενετικά τροποποιημένοι καρποί, η χρήση αντιβιοτικών και ορμονών στο μοσχάρι ή οι ονομασίες προέλευσης, ή κρασιά και οινοπνευματώδη που δεν προστατεύονται, υπάρχουν πολλά για τα οποία διαφωνούν οι δύο πλευρές.
– Η ευρωπαϊκή πλευρά είναι επίσης εναντίον της συμπερίληψης μηχανισμού διακανονισμού διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους (ISDS), και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιπροτείνει τη δημιουργία διεθνούς δικαστηρίου για την ακρόαση επενδυτικών διαφωνιών και την εγκαθίδρυση ενός δευτεροβάθμιου οργάνου. Αλλά οι ΗΠΑ είναι αντίθετες και με τις δύο αυτές ιδέες και η επίτευξη ενός συμβιβασμού είναι κατά πάσα πιθανότητα δύσκολη.
Στο δια ταύτα, τα οικονομικά οφέλη από μία συμφωνία προφανώς και είναι σημαντικά: χαμηλοί δασμοί, περισσότερες επιλογές των καταναλωτών, αύξηση ανταγωνιστικότητας ΜΜΕ, ενίσχυση διατλαντικής σχέσης.
Ως εκ τούτου, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι μια πολιτική συμφωνία-πλαίσιο στο τέλος του 2016, που θα αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις.
Ενδεχόμενη καθυστέρηση από αμερικανικής πλευράς θα σήμανε νέο Πρόεδρο, νέο Κογκρέσο, νέο διαπραγματευτή και πολύ πιθανά, νέο σύνολο προτεραιοτήτων.
Από την άλλη, η συγκέντρωση υπογραφών για τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ολλανδία, καθώς και τα προβλήματα που προέκυψαν την προηγούμενη εβδομάδα από τις κόκκινες γραμμές που θέτουν οι Βουλές Ολλανδίας και Βαλλονίας για να επικυρωθεί η αντίστοιχη συμφωνία CETA (EE-Καναδά), περιπλέκουν τα πράγματα.
Σε συνδυασμό με το χρόνο που απαιτείται για επικύρωση από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι το 2018 ή και αργότερα για την ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ πως καμία πλευρά δεν θα επικυρώσει μια συμφωνία που δεν θα ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες των πολιτών.