yfantidis-big

Αλήθειες και Μύθοι για τις Ελληνορωσικές σχέσεις: Μια ιστορική και θεωρητική προσέγγιση-Μέρος 2ο

Posted on Posted in BRICS, Αναλύσεις, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Ρωσία & Ευρασία

Γράφει ο Ανδρέας Υφαντίδης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

Οικονομία-Εμπόριο

Αφού εξετάστηκαν στο 1ο Μέρος οι μύθοι και οι αλήθειες που αφορούν τις ελληνορωσικές σχέσεις στον τομέα της Γεωπολιτικής και της Διπλωματικής Ιστορίας, μπορούμε πλέον να περάσουμε στην ανάλυση που αφορά τις οικονομικές κ’ εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας αλλά και τις διάφορες στρεβλώσεις οι οποίες έχουν επίσης αναπτυχθεί επί του ζητήματος.
Είναι αληθές πως οι ελληνορωσικές σχέσεις στον τομέα της οικονομίας και του εμπορίου βρίσκονται σε ανοδική πορεία πλέον μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την εισδοχή της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2008, ενώ σημειώνεται αύξηση του συνολικού όγκου των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας από το 2006 κ’ έπειτα σε μεγάλο βαθμό. Χαρακτηριστικά ο όγκος των εισαγωγών του 2006 ήταν 3,58 δις. δολάρια ενώ οι ελληνικές εξαγωγές στην Ρωσία υπολογίστηκαν σε 441 εκατομμύρια δολάρια (1).
Ακόμα περισσότερο ο συνολικός όγκος του εμπορίου το 2006 ξεπέρασε τα 4 δις δολάρια (2) και μέχρι το 2013 συνέχισε να σημειώνει άνοδο. Πιο συγκεκριμένα το 2013 o συνολικός όγκος των εμπορικών μας σχέσεων έφτασε τα 8,44 δις δολάρια και έφτασε στον διπλασιασμό του. Αντίστοιχα οι εισαγωγές μας αυξήθηκαν στα 7,82 δις από 3,58 που ήταν σχεδόν πριν μια δεκαετία και οι εξαγωγές μας έφτασαν τα 624 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή αρκετά μικρότερη αύξηση αναλογικά μ’αυτήν των εισαγωγών (3).
Επιπρόσθετα έχουμε δει μέχρι και πολύ πρόσφατα απόπειρες των δυο χωρών να έρθουν σε συνεννόηση στον ενεργειακό τομέα, επηρεάζοντας έτσι τις μεταξύ τους σχέσεις στην οικονομία της ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δημιουργήθηκε μια αρκετά λανθασμένη εντύπωση πως η Ρωσία θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλο του «καλοκάγαθου» πιστωτή της Ελλάδας και πως η απαρχή της οριστικής λύσης του προβλήματος του Ελληνικού χρέους θα γινόταν με την συνεννόηση της Μόσχας με την Αθήνα.
Παρότι τα στοιχεία που παρέχονται αναφορικά με τις εμπορικές μας σχέσεις δείχνουν πως υπάρχει μια χαρακτηριστική αυξητική τάση στο ελληνορωσικό εμπόριο, εντούτοις αυτή η τάση σε καμία περίπτωση δεν καθιστά την Ελλάδα έναν εκ των δέκα μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων, ούτε καν ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες, της Ρωσίας στο διεθνές εμπορικό γίγνεσθαι. Χαρακτηριστικά κύριοι εισαγωγείς ρωσικών ενεργειακών προϊόντων, συσκευασμένων φαρμάκων κ’ ανταλλακτικών αυτοκινήτων είναι η Ολλανδία με 8,2% των ρωσικών εξαγωγών να οδεύουν προς αυτήν, η Γερμανία με 5,8%, η Ιταλία με 5,2% ενώ η Ελλάδα κατέχει μόλις το 1,5% τ’οποίο είναι λιγότερο από το 1,8% της Λιθουανίας και το αντίστοιχο 2,3% της Φινλανδίας (4). Ακόμα δε στις ρωσικές εισαγωγές για το 2013(που υπολογίζονται σε 325 δις δολάρια σ’απόλυτα νούμερα), η Ελλάδα κατέχει το 0,19% ήτοι 624 εκατομμύρια δολάρια. Και στην λίστα των ρωσικών εισαγωγών πάλι βλέπουμε την Γερμανία στην 2η θέση με 14%, δηλαδή περίπου μια απόλυτη αξία της τάξεως των 45,5 δις δολαρίων (5).
Εύλογα βέβαια θα μπορούσε κανείς να πει πως η Ελλάδα της κρίσεως με το κατά 25% συρρικνωμένο ΑΕΠ σε σχέση με το 2010, δεν θα μπορούσε να φιγουράρει ανάμεσα στις πρώτες θέσεις αναλογικά πάντα και με τα μεγέθη των οικονομιών που εμπορεύονται με την Ρωσία τόσο σ’ Ευρώπη (Γερμανία-Ολλανδία) όσο και στην Ασία(Κίνα). Ωστόσο αυτή η εξήγηση δεν είναι επαρκής δεδομένου ότι ο συνολικός όγκος των εμπορευματικών σχέσεων μεταξύ Ουγγαρίας και Ρωσίας ή Λιθουανίας και Ρωσίας είναι σχεδόν διπλάσιος του αντίστοιχου ελληνορωσικού εμπορικού ισοζυγίου.
Επομένως και πάλι ενώ το ελληνορωσικό εμπόριο αυξάνεται αργά αλλά σταθερά και δεν είναι μια αμελητέα ποσότητα, δεν είναι όμως και τέτοιος ο όγκος του ούτως ώστε να χαρακτηρίσουμε την Ελλάδα έναν ισχυρό και μεγάλο εμπορικό εταίρο για την Ρωσία. Αντίθετα η επιβολή των Ευρωπαϊκών κυρώσεων αμέσως μετά την προσχώρηση της Κριμαίας στην Ρωσία τον Μάρτιο του 2014 και η ελληνική συμμετοχή σ’αυτές έβλαψαν τις ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στην Ρωσία και παρά τις προσπάθειες που έγιναν για να εξαιρεθούν τα αγροτικά προϊόντα της Ελλάδας από τα ρωσικά αντίμετρα, εν τέλει κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Κ’ ενώ οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών φαίνεται να ισχυροποιούνται εντός της τελευταίας δεκαετίας και πάλι δεν θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε πως η Ρωσική κυβέρνηση θα δεχόταν ν’αναλάμβανε έναν ενδεχόμενο δανεισμό της Ελλάδας και μια αντιμετώπιση της πιθανής χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερα μέσα στο 2015, δημοσιεύματα σχετικά με την παροχή δανείων ύψους 10 δις δολαρίων (6) έκαναν την εμφάνισή τους και ελπίδες για την αντιμετώπιση του-τότε-πιθανού Grexit βασίστηκαν στον ρωσικό οικονομικό παράγοντα. Εν τέλει και παρά τις συνομιλίες μεταξύ Αθήνας-Μόσχας στο οικονομικό πεδίο, ένα τέτοιο δάνειο με τους περιγραφόμενους ευνοϊκούς όρους δεν πραγματοποιήθηκε. Η λογική λέει πως ακόμα και για μια οικονομία με το μέγεθος της Ρωσίας και με τις ενεργειακές δυνατότητες που κατέχει τόσο στην παραγωγή πετρελαίου όσο και φυσικού αερίου, μια επένδυση στο ελληνικό χρέος θα ζημίωνε ακόμα περισσότερο τη Ρωσική οικονομία δεδομένων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Συρία. Συνεπώς πέραν της προφανούς διπλωματικής στήριξης που παρείχε η Ρωσία στην ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, δεν παρατηρήθηκε κάποια ιδιαίτερη έμπρακτη συμπαράσταση.
Όπως γίνεται αντιληπτό και από τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, η Ρωσία με την Ελλάδα διατηρούν μια σταθερά καλή και ανοδική σχέση ιδιαίτερα από το 2000 κ’ έπειτα. Παρ’ όλα αυτά αν η Ελλάδα επιθυμεί να συνεχίσει την βελτίωση των εμπορικών της σχέσεων με την Ρωσία, ιδιαίτερα και μετά τις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας τον Νοέμβριο του 2015 που έπληξαν τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο ισχυρές τάσεις.
Αφ’ενός σ’αυτήν που υπερμεγενθύνει άνευ χαρακτηριστικού υποβάθρου τον ρόλο της Ελλάδας και τον ανάγει σε ρόλο μείζονος σημασίας για την Ρωσία και αφ’ετέρου στην τάση που θέλει την Ελλάδα ν’απομονώνεται από την Ρωσία και να ευθυγραμμίζεται αποκλειστικά με τις υποχρεώσεις της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι προσπάθειες που γίνονται τον τελευταίο 1,5 χρόνο και αποσκοπούν στην Ελληνο-Ρωσική προσέγγιση αλλά και η ανάδειξη της ελληνορωσικής φιλίας μέσα από το έτος 2015-16 (7), όπως εξήγγειλε και ο υπουργός εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως εφαλτήριο για την περαιτέρω βελτίωση και ενίσχυση της ελληνορωσικής οικονομικής, εμπορικής και ενεργειακής συναλλαγής στο μέλλον.

Πολιτισμός-εθνική ταυτότητα

Σίγουρα με μια πρώτη προσέγγιση, όταν κανείς ακούει τον όρο «ελληνορωσικές» σχέσεις, πέραν όλων των άλλων, έρχεται στο μυαλό του το ζήτημα της κοινής θρησκείας, της Ορθόδοξης εκκλησίας αλλά και των κοινών θρησκευτικών εθίμων και ηθών στις δύο κοινωνίες. Επίσης είναι σίγουρα προφανές πως η Ορθόδοξη θρησκεία και η εκκλησία κατέχει έναν μείζονα ρόλο για την Ελληνική Ιστορία και την Ελληνική κοινωνική πραγματικότητα εδώ κ’ αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, αναλογιζόμενοι και το μέγεθος αλλά και την σχετική ανομοιογένεια της Ρωσικής κοινωνίας, ισχύει κάτι αντίστοιχο και στην Ρωσική Ομοσπονδία; Όπως θα δούμε παρακάτω, η Ορθοδοξία κατέχει μεν σημαντικό ρόλο για την Ρωσική Ιστορία και την κοινωνία, αλλά οι διαφορετικές ζυμώσεις, η ύπαρξη πληθώρας διαφορετικών πληθυσμών και θρησκευτικών μειονοτήτων αλλά και οι πολιτικές πιέσεις διαμορφώνουν ένα τελείως διαφορετικό κράμα πολιτισμών και θρησκειών στην Ρωσία, όπου η ορθόδοξη εκκλησία είναι ένα μεγάλο κομμάτι του αλλά όχι και το μοναδικό και εξ’ αυτού η κοινή θρησκεία Ρωσίας-Ελλάδας δεν δύναται να λειτουργήσει ως ισχυρό θεμέλιο συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών, όπως διατείνεται και ο συμβατικός μύθος αλλά περισσότερο ως ένας δυνητικός κοινός άξονας συνεννόησης και πολιτισμικής συνδιαλλαγής.
Η Ρωσία του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, παρότι έλαβε μια βαρυσήμαντη κληρονομιά από την ΕΣΣΔ στον στρατιωτικό(πυρηνική ισχύς) και τον γεωστρατηγικό τομέα, εντούτοις πέραν των σκληρών υποχρεώσεων που ανέλαβε επίσης, βρέθηκε και σε δεινή θέση αναφορικά με την κυρίαρχη ιδεολογία της αλλά και με το περιεχόμενο της ρωσικής εθνικής ταυτότητας. Η δεκαετία του 1990 ξεκίνησε για την Ρωσία με την τάση του δυτικισμού να είναι προφανής εφόσον οι προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (όσο ακόμα υφίστατο η ΕΣΣΔ) είχαν ως στόχο τον εκδυτικισμό και την προσέγγιση της ρωσικής κοινωνίας με τα δυτικά πρότυπα και ήθη (8). Κ’ ενώ ο ενθουσιασμός για την νέα αρχή ήταν αρχικά διάχυτος στην ρωσική κοινωνία, η συνέχεια δεν ήταν τόσο εύκολη. Η ήττα στον 1ο πόλεμο της Τσετσενίας, οι γενικότερες αναταραχές στον Καύκασο και ο φόβος για μια νέα κρίση εντός της γενικευμένης κρίσης που υπήρχε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, απομάκρυναν εν τέλει τον κόσμο από το ρεύμα του δυτικισμού και τον έφεραν πλησιέστερα στον κρατιστή-ρεαλιστή(statist-realist) Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν αλλά και σ’ άλλες πιο ιδιαίτερες ιδεολογικές σχολές που κύριο μέλημά τους είχαν την αναθεώρηση και αναδιάρθρωση της Ρωσικής εθνικής ταυτότητας.
Η σύγχρονη πλέον συζήτηση αναφορικά με τις καταβολές και την μορφοποίηση της Ρωσικής ταυτότητας είναι ιδιαίτερα ρευστή και κορυφώθηκε κυρίως μετά τον Μάρτιο του 2014 όταν και η Κριμαία έγινε μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι βασικότερες σχολές σκέψεις αναφορικά με την ρωσική εθνική ταυτότητα και την σχέση της με την πολιτική είναι οι Δυτικιστές, ρεύμα που υπήρχε και διαμορφώθηκε στην ρωσική κοινωνία από τον 17ο αιώνα και την μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου, οι Κρατιστές-Ρεαλιστές που αποτελούν ένα κράμα του ρωσικού συντηρητισμού και του αμυντικού ρεαλισμού, οι Ευρασιατιστές και οι Εθνικιστές-Σλαβόφιλοι που αποτελούν και τις δυο πιο ιδιαίτερες ομάδες, εφόσον απορρίπτουν καθολικά τον δυτικό κόσμο και αφιερώνονται στον μοναδικό ρωσικό δρόμο αλλά δίνοντας έμφαση η καθεμία σε διαφορετικά στοιχεία (9).
Είναι προφανές και στον διαχωρισμό αυτό, πως η Ρωσική κοινωνία είχε διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αιτήματα να προβάλλει σε σχέση με την Ελληνική κοινωνία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ακόμα περισσότερο ο παράγοντας της Ορθόδοξης θρησκείας, ναι μεν μπορεί να ασκεί κάποια ορισμένη επιρροή και στα τέσσερα ρεύματα σκέψης αλλά δεν είναι και ο βασικός ή μοναδικός άξονας επιρροής. Με λίγα λόγια, η Ορθόδοξη εκκλησία χαρακτηρίζει την πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού, όπως φαίνεται και από το 75% (10) που θεωρεί τον εαυτό του Ορθόδοξο, αλλά δεν χαρακτηρίζει και το Ρωσικό κράτος, τ’ οποίο διατηρεί μια διαφορετική στάση στην διαδικασία διαμόρφωσης της σύγχρονης ρωσικής ταυτότητας.
Συνάμα, η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία είναι διαχωρισμένη από το Ρωσικό κράτος βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 1, όπου και το Ρωσικό κράτος αποκαλείται κοσμικό(secular state) και είναι διαχωρισμένο από την εκκλησία. Ακόμα στην παράγραφο 2 του συγκεκριμένου άρθρου η ισότητα όλων των θρησκευτικών ενώσεων είναι απαραβίαστη και βέβαια κανένας δεν μπορεί να επιβάλλει την θρησκευτική του άποψη με την βία. Εν αντιθέσει το Ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας στο άρθρο 3, όπου και θέτει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας του Χριστού ως αναπόσπαστη από το κράτος. Εύλογα συμπεραίνει κανείς πως αυτή η νομικής φύσεως διαφορά, αναδεικνύει την διαφορετική επιρροή που ασκεί σ’ έκαστη κοινωνία η Ορθόδοξη εκκλησία και πως ο ρόλος της εκκλησίας στην Ελλάδα είναι αρκετά διαφορετικός μ’ αυτόν στην Ρωσία.
Αλλά δεν είναι μόνον οι νομικές διαφορές που καθιστούν τον ισχυρισμό περί Ορθόδοξης συμμαχίας έναν μύθο αλλά και οι βασικές πολιτισμικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ Ελλάδας-Ρωσίας. Μια απ’ αυτές και αυτή με την οποία θ’ ασχοληθούμε βασικά στην ανάλυση είναι το ζήτημα ύπαρξης του σλαβικού στοιχείου στην Ρωσική εθνική ταυτότητα, τ’ οποίο σίγουρα δεν υφίσταται και στην αντίστοιχη ελληνική περίπτωση. Όπως προαναφέρθηκε και παραπάνω, ένα εκ των τεσσάρων ρευμάτων σκέψης της ρωσικής κοινωνίας είναι οι σλαβόφιλοι. Αυτό το ρεύμα, τ’ οποίο εν πολλοίς έχει ρευστά «σύνορα» με τους ευρασιατιστές δεν υιοθετεί μια θετική θεώρηση απέναντι στην Ελληνορθόδοξη θρησκεία και την Ελλάδα ευρύτερα. Η θεώρηση τους η οποία πηγάζει από τον 15ο αιώνα θεωρεί την ελληνορθόδοξη θρησκεία αλλοτριωμένη από τις επαφές με την λατινική δύση και ως εκ τούτου θεωρούν πως η κατάκτηση από το Ισλάμ ήταν αναπόδραστη συνέπεια. Κατά συνέπεια για τους Σλαβόφιλους προκρίνεται το στοιχείο του σλαβικού πολιτισμού, της γλώσσας και της ρωσικής ορθοδοξίας, ως αμόλυντης θρησκείας τόσο από την Δύση όσο και από το Ισλάμ ενώ για τους Ευρασιατιστές, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτισμικού χώρου στον οποίο υφίστανται και αντιθετικές θρησκείες(πχ Ισλάμ-Χριστιανισμός), θα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ρωσικής εθνικής ταυτότητας.
Πλέον γίνεται εύκολα κατανοητό πως το ζήτημα της Ορθοδοξίας, παρότι όπως είπαμε είναι σημαντικό για την Ρωσική πολιτική και κοινωνία, δεν είναι όμως και ο μοναδικός διαμορφωτικός παράγοντας της ρωσικής εθνικής ταυτότητας και ακόμα περισσότερο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Οι Κρατιστές-Ρεαλιστές που αυτή την στιγμή εκφράζονται από τον Πρόεδρο Πούτιν, αφήνουν ανοιχτές διόδους επικοινωνίας τόσο με τους Δυτικιστές(πχ περίοδος 2008-2012) όσο και με τους Σλαβόφιλους εθνικιστές και τους Ευρασιατιστές, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κατά την διαδικασία διαμόρφωσης ενός «δόγματος του Ρωσικού κόσμου» (11). Η διαδικασία αυτή δεν προκρίνει πολιτισμικά στοιχεία σε καθολικό βαθμό παρά τα χρησιμοποιεί για την ευελιξία της εξωτερικής της πολιτικής. Η Ελλάδα και η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει ν’ ανιχνεύσει τα στοιχεία αυτά που ευνοούν την συνεννόηση μεταξύ αυτής και της Ρωσίας και να προσπαθήσει να δημιουργήσει έναν στέρεο δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Είναι κατανοητό τόσο από το εμπειρικό γεγονός όσο και από τις θεωρίες, πως η Ρωσία διαθέτει διαφορετικές προτεραιότητες και αντιλήψεις αναφορικά με τα κράτη που σχετίζεται και τους συμμάχους της.
Γι’ αυτό και θεωρείται κρίσιμο για την Ελληνική εξωτερική πολιτική να δραστηριοποιηθεί σε τομείς που είχαν παραμεριστεί(όπως οι ελληνορωσικές σχέσεις) τα τελευταία χρόνια, λόγω της μονομέρειας που χαρακτήριζε την εξωτερική μας πολιτική και να δημιουργήσει μια ατζέντα που να ξεφεύγει από τα στενά όρια της γεωγραφικής της γειτονιάς αλλά και να δημιουργεί πλέον αξιόπιστες σχέσεις αναφοράς και μ’ άλλα κράτη, τα οποία θ’ αυξήσουν την στρατηγική της αξία.

Yποσημειώσεις

1.Ζήσης Σαμουήλ, BRIC’s: Αναπτυξιακές Προοπτικές-Εμπορικές Σχέσεις Με Ελλάδα-Στρατηγική Εισόδου Στις Αγορές, (Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, 2007), 20 – 22, http://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/18/6/1178.pdf.
2.ο.π, σελ. 20
3. OEC – Ρωσία (RUS) Exports, Imports, Και Trade Partners’, 2013, accessed March 17, 2016, http://atlas.media.mit.edu/el/profile/country/rus/.
4.ο.π
5.ο.π, στοιχεία που αφορούν τις εισαγωγές της Ρωσίας για το 2013
6.‘Από Το Ρωσικό Δάνειο Που Ποτέ Δεν Ήρθε, Έως Την “Κατάσχεση” Των Ελληνικών Υδρογονανθράκων’, July 19, 2015, accessed March 17, 2016, http://www.capital.gr/story/3045713.
7.‘Πρωτόκολλο Συνεργασίας – ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΟΣ ΣΥΝ∆ΕΣΜΟΣ’, Ελληνορωσικός σύνδεσμος, 2015, accessed March 18, 2016, http://www.hellenicrussiansociety.gr/protokolo-synergasias/.
8.Διάλεξη υποψήφιου διδάκτορα ρωσικών σπουδών Αντώνη Σκοτινιώτη στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Απρίλιος 2015
9.ο.π
10.‘Интерфакс-Религия: Русская Церковь Объединяет Свыше 150 Млн. Верующих В Более Чем 60 Странах – Митрополит Иларион’, accessed March 18, 2016, http://www.interfax-religion.ru/?act=news&div=39729.
11.Marlene Laruelle, ‘The “Russian World”. Russia’s Soft Power and Geopolitical Imagination’, Center on Global Interests May 2015, 9 – 15.