Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών ΚΕΔΙΣΑ
Ήταν 15 Ιουλίου 1974 όταν το Προεδρικό Μέγαρο της Κυπριακής Δημοκρατίας φλεγόταν από τα πυρά των πρωταιτίων του πραξικοπήματος Ιωαννίδη στην Κύπρο. Μια μέρα που σφράγισε την πορεία της Κύπρου προς την εισβολή και την de facto διχοτόμηση. Στις 20 Ιουλίου 1974, με την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανίας), οι Τούρκοι εισβάλουν στην μαρτυρική μεγαλόνησο και καταλαμβάνουν το 3% του εδάφους ενώ στις 14 Αυγούστου 1974, εν μέσω εκεχειρίας και συνομιλιών στη Γενεύη, οι Τούρκοι ολοκληρώνουν την κατοχή του 37% της νήσου. Εκείνες οι τραγικές στιγμές θα μείνουν ανεξίτηλες στην μνήμη του Ελληνισμού καθώς σωρεία λαθών οδήγησε στο σημερινό τραγικό αποτέλεσμα των 49 ετών συνεχόμενης Τουρκικής κατοχής.
Σήμερα η Τουρκία παραμένει εισβολέας της Βόρειας Κύπρου χωρίς να έχει υποστεί ουδεμία συνέπεια από τη διεθνή κοινότητα για την εισβολή και κατοχή κυρίαρχου κράτους, ένα διαρκές έγκλημα. Ένα κράτος μέλος της ΕΕ κατέχεται παράνομα από την Τουρκία χωρίς καμία αντίδραση από τη δημοκρατική και επιλεκτικά ευαίσθητη Δύση. Τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής παραμένουν στην Βόρεια Κύπρο, οι Τούρκοι έποικοι είναι ακόμα εκεί, οι περιούσιες των ανθρώπων συνεχίζουν να είναι κατεχόμενες χωρίς καμία αποζημίωση ενώ συρματοπλέγματα χωρίζουν την Κύπρο στα δύο. Χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τη γη τους και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1960 με τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου υπό την κηδεμονία τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία) και είχε δοτό Σύνταγμα μη τροποποιήσιμο στις θεμελιώδεις διατάξεις του. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα κράτος υπό κηδεμονία με κυρίαρχες Βρετανικές Βάσεις. Υπήρχε μεγάλη δυσλειτουργικότητα στον κρατικό μηχανισμό λόγω της απροθυμίας που επέδειξε η τουρκοκυπριακή πλευρά η οποία έθετε βέτο σε κάθε απόφαση της κυβέρνησης. Η αδυναμία συνεργασίας και η έλλειψη μηχανισμού στο Σύνταγμα για την επίλυση παρόμοιας κρίσης οδήγησε το 1963 τον Πρόεδρο Μακάριο να προτείνει δεκατρία σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι Τουρκοκύπριοι όμως απέρριψαν αυτές τις προτάσεις και αποχώρησαν απ’ όλες τις κρατικές θέσεις. Από τότε, η Κύπρος διοικείται με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης με αμιγώς Ελληνοκυπριακή διοίκηση μέχρι σήμερα. Η Πράσινη Γραμμή μπήκε το 1963 μετά τις διακοινοτικές διαμάχες ενώ μια μεραρχία εστάλη στην Κύπρο το 1964 για να προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Η Ελληνική Μεραρχία δυστυχώς αποσύρθηκε το 1967 μετά τα τραγικά γεγονότα της Κοφίνου και τις πιέσεις των ΗΠΑ που φοβόντουσαν για περεταίρω διακοινοτικές ταραχές. Η Κύπρος ήταν πλέον απροστάτευτη στην Τουρκική επιθετικότητα. Έτσι, οι άφρονες ενέργειες του δικτάτορα Δημητρίου Ιωαννίδη, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, οδήγησαν στην ανατροπή του Μακάριου και στην Τούρκικη εισβολή με το πρόσχημα της επέμβασης εγγυήτριας δύναμης για την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» στην Κύπρο και την προστασία των Τουρκοκυπρίων.
Σήμερα, μετά και από τις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου πού έδωσαν νέα τετραετία στον Ερντογάν, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο παίκτη και ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς, από την μια μεριά, συνεργάζεται με την Ρωσία, λοξοκοιτάζει προς την Κίνα, στηρίζει την Ουκρανία και είναι μέλος του ΝΑΤΟ λαμβάνοντας συνεχώς ανταλλάγματα για να κάνει το αυτονόητο δηλαδή, να στηρίζει το ΝΑΤΟ! Ζητάει ένταξη στην ΕΕ ενώ στην ουσία δεν την θέλει αλλά την βλέπει ως ένα μέσο εξασφάλισης γεωπολιτικών ανταλλαγμάτων. Έχει δημιουργήσει ΑΟΖ με το παράνομο Τουρκολιβυκό μνημόνιο που κανείς δεν καταδικάζει ενώ η Ελλάδα δεν τολμάει να ανακηρύξει ΑΟΖ στο Αιγαίο αν και το δικαιούται βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό ως όπλο για τις επιδιώξεις του και φυσικά θεώρει το ψευδοκράτος ως ανεξάρτητο κράτος. Μάλιστα, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους η Τουρκία απαίτησε η Κυπριακή Δημοκρατία να αναφέρεται χωρίς όνομα αλλά μόνο με συνταγμένες στους επιχειρησιακούς χάρτες του ΝΑΤΟ ως προϋπόθεση για την συγκατάθεση του να ενταχθεί η Σουηδία στο ΝΑΤΟ. Επίσης, ζητάει τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων να ονομάζονται «Τουρκικά Στενά» με απώτερο στόχο να ανοιγοκλείνει τα στενά κατά το δοκούν και κατά το δικό της συμφέρον. Περαιτέρω, ο Ερντογάν ζητάει αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου αμφισβητώντας τη Συνθήκη της Λωζάννης – η οποία δεν απαγορεύει την ύπαρξη στρατού στα νησιά μας – και της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982). Η Τουρκία απολαμβάνει 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.) χωρικά ύδατα στην Μαύρη Θάλασσα ενώ η Ελλάδα στο Αιγαίο σύμφωνα με την Τουρκία δεν δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα καθώς μία τέτοια επέκταση συνιστά casus belli για την Άγκυρα.
Στις 20 Ιουλίου 2023, ανήμερα της επετείου της εισβολής, ο Τούρκος Πρόεδρος σχεδιάζει να επισκεφθεί τα κατεχόμενα από το παράνομο αεροδρόμιο Τύμπου το οποίο θα εγκαινιάσει. Αυτό δείχνει την σημασία που η Τουρκία δίνει στην Κύπρο. Όπως δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της Τουρκικής κυβέρνησης Σεβντέτ Γιλμάζ, «στον αιώνα της Τουρκίας θα σπάσουν ένα-ένα τα εμπάργκο που έχουν επιβληθεί στους Τουρκοκύπριους εδώ και χρόνια. Ο τουρκοκυπριακός λαός αντιμετωπίζει αυτά τα άδικα εμπάργκο για σχεδόν 50 χρόνια, αλλά μαζί θα ξεπεράσουμε όλα αυτά τα προβλήματα. Ίσως αυτή η περίοδος να είναι μεγάλη για τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά στην ιστορία μιας χώρας, ενός έθνους, στην πραγματικότητα δεν είναι πολύ μεγάλος χρόνος. Πιστεύω ότι η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου και ο Τουρκοκυπριακός λαός θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει στη διεθνή σκηνή και τη θέση που τους αξίζει στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου το συντομότερο δυνατό».
Συνεπώς, οι προοπτικές για μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο σύγχρονο ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται με την προκλητική πολιτική του Ερντογάν – που επανεξελέγη πανηγυρικά – δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Από την λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, η Τουρκία συνεπικουρούμενη από τον Βρετανικό παράγοντα έχει περάσει στην ιδέα της λύσης μιας χαλαρής συνομοσπονδίας που θα αποτελείται από δύο κυρίαρχα κράτη. Αυτή η λύση καθιστά τα κατεχόμενα συγκυρίαρχο κράτος και οδηγεί στην de jure διχοτόμηση.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στις συνομιλίες με την Τουρκία. Στη λύση του Κυπριακού θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένα προαπαιτούμενα από την Ελλάδα. Πρώτον, θα πρέπει να απαιτήσει τον τερματισμό της παράνομης Τουρκικής στρατιωτικής κατοχής στη Βόρεια Κύπρο με την ταυτόχρονη αποχώρηση των Βρετανικών στρατιωτικών βάσεων από την Μεγαλόνησο οι οποίες αποτελούν κατάλοιπο της περιόδου της Βρετανικής αποικιοκρατίας. Δεύτερον, να δεχθεί μόνο την παραμονή των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ. Τρίτον, να ζητήσει την κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων. Τέταρτον, να απορρίψει τη λύση των δύο κρατών που προωθεί η Άγκυρα απαιτώντας μία λύση που θα εδράζεται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και το νέο κράτος θα πρέπει να έχει μια ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα με μια ομοσπονδιακή δομή.
Κλείνοντας, η σημερινή ημέρα πρέπει να μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας ως μια μελανή σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας όπου ο διχασμός και η μισαλλοδοξία οδήγησαν άλλη μια φορά σε εθνική τραγωδία με την απώλεια της μισής Κύπρου. Μισόν αιώνα περίπου η Κύπρος ζει υπό την κατοχή του Αττίλα και η Ελλάδα πρέπει να σταθεί διπλά της. Ο Κυπριακός Ελληνισμός είναι το στρατηγικό βάθος της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και πρέπει να υπάρχει αρραγές μέτωπο σε Ελλάδα και Κύπρο απέναντι στην προκλητικότητα Ερντογάν.