Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών ΚΕΔΙΣΑ
Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι ένα τεράστιο ανθρωπιστικό ζήτημα. Τα ναυάγια στη Μεσόγειο όπως αυτό στην Πύλο άλλα και οι ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία είναι καθημερινά φαινόμενα που οδηγούν χιλιάδες ανθρώπους στην εξαθλίωση και τα κράτη υποδοχής σε αδιέξοδο. Η κείμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τομέα της μετανάστευσης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς το πρόβλημα της παράτυπης μετανάστευσης ρίχνοντας ουσιαστικά όλα τα βάρη στις χώρες εισόδου στην ΕΕ οι οποίες είναι και υπεύθυνες για την εξέταση αιτημάτων άσυλου σύμφωνα με την Συνθήκη του Δουβλίνου. Η έλλειψη αλληλεγγύης στην διαχείριση του άσυλου και της παράτυπης μετανάστευσης είναι χαρακτηριστικό της υπάρχουσας ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ προωθεί την μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης και άσυλου η οποία προχωράει αργά αλλά σταθερά σε μια προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών. Η αργή πρόοδος στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής οφείλεται στην άρνηση πολλών κρατών μελών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης να δεχθούν να συνεισφέρουν ισότιμα στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο, εν μέσω πολλών διαφωνιών συμφωνήθηκε προχθές μια πρόταση για έναν Κανονισμό για την αντιμετώπιση καταστάσεων κρίσης και ανωτέρας βίας (force majeure) στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου, ο οποίος αποτελεί το τελευταίο μέρος του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Άσυλου (Migration and Asylum Pact) το οποίο είχε προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.
Όπως τόνισε ο Ισπανός Υπουργός Εσωτερικών Fernando Grande-Marlaska, «πετύχαμε ένα τεράστιο βήμα προόδου σε ένα κρίσιμο ζήτημα για το μέλλον της ΕΕ. Με τη σημερινή συμφωνία είμαστε πλέον σε καλύτερη θέση να καταλήξουμε σε συμφωνία για το σύνολο του συμφώνου για τη μετανάστευση και το άσυλο με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι το τέλος αυτού του εξαμήνου».
Ο νέος Κανονισμός καθορίζει το πλαίσιο που θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν καταστάσεις κρίσης στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης προσαρμόζοντας ορισμένους κανόνες, για παράδειγμα σχετικά με την καταχώριση των αιτήσεων ασύλου ή τη συνοριακή διαδικασία ασύλου. Αυτές οι χώρες θα μπορούν επίσης να ζητούν μέτρα αλληλεγγύης και υποστήριξης από την ΕΕ και τα κράτη μέλη της.
Σε περίπτωση κρίσης ή ανωτέρας βίας, τα κράτη μέλη ενδέχεται να εξουσιοδοτηθούν να εφαρμόζουν ειδικούς κανόνες σχετικά με το άσυλο και τη διαδικασία επιστροφών. Υπό αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων μέτρων, η καταχώριση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας μπορεί να ολοκληρωθεί το αργότερο τέσσερις εβδομάδες μετά την υποβολή τους, ελαφρύνοντας το βάρος των υπερβολικά καταπονημένων εθνικών συστημάτων ασύλου.
Περαιτέρω, ένα κράτος μέλος που αντιμετωπίζει κατάσταση κρίσης μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή αλληλεγγύης των άλλων κρατών μελών. Αυτές οι συνεισφορές μπορούν να λάβουν τη μορφή μετεγκατάστασης των αιτούντων άσυλο ή των δικαιούχων διεθνούς προστασίας από το κράτος μέλος σε κατάσταση κρίσης στο κράτος μέλος που θα αναλάβει την ευθύνη να εξετάζει αιτήματα ασύλου με σκοπό την ανακούφιση του κράτους μέλους που βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης. Παραβλέπονται οικονομικές συνεισφορές ή εναλλακτικά μέτρα αλληλεγγύης. Αυτά τα έκτακτα μέτρα αλληλεγγύης απαιτούν την έγκριση του Συμβουλίου σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και σε πλήρη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών και μη ιθαγενών.
Στις προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας, υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας. Η διαμάχη επικεντρώθηκε στην ανθρωπιστική βοήθεια και τις υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης που παρέχονται από πλοία ΜΚΟ στη Μεσόγειο Θάλασσα, σύμφωνα με αρκετούς διπλωμάτες με γνώση των διαπραγματεύσεων. Η ιταλική κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτά τα πλοία αποτελούν «παράγοντα έλξης» που προσελκύει μεγαλύτερους αριθμός αιτούντων άσυλο στις ευρωπαϊκές ακτές. Η Γερμανία αμφισβητεί αυτόν τον χαρακτηρισμό και λέει ότι τα σκάφη είναι απαραίτητα για τη διάσωση ζωών στη θάλασσα. Ο Κανονισμός τώρα προβλέπει ότι «οι επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας δεν πρέπει να θεωρούνται ως εργαλειοποίηση των μεταναστών όταν δεν υπάρχει στόχος αποσταθεροποίησης της Ένωσης ή ενός κράτους μέλους». Στην αρχική του έκδοση, ο Kανονισμός για την μεταναστευτική κρίση προέβλεπε επίσης τη δυνατότητα ταχείας παρακολούθησης αιτημάτων ασύλου ατόμων που διαφεύγουν από μια κατάσταση έκτακτου κινδύνου, όπως μια ένοπλη σύγκρουση. Το ειδικό καθεστώς θα παρείχε στους πρόσφυγες ταχύτερη πρόσβαση σε διαμονή, απασχόληση, εκπαίδευση και κοινωνική βοήθεια. Ωστόσο, στο συμβιβαστικό κείμενο που εγκρίθηκε, το άρθρο αυτό έχει υποστεί έντονη επεξεργασία και δεν υπάρχει αναφορά σε «άμεση προστασία».
Ο Κανονισμός θέτει κανόνες που αφορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν το σύστημα ασύλου απειλείται από ξαφνική και μαζική εισροή μεταναστών, όπως συνέβη κατά τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016. Για να αντιμετωπίσουν αυτήν την απροσδόκητη εισροή, τα κράτη μέλη θα επιτρέπεται να υποβάλλουν αίτηση για αυστηρότερα μέτρα, όπως την παραμονή των αιτούντων άσυλο στα σύνορα για έως και 20 εβδομάδες, ενώ εξετάζονται τα αιτήματά τους για διεθνή προστασία. Η κράτηση των απορριφθέντων αιτούντων θα μπορούσε επίσης να παραταθεί από το κανονικό όριο των 12 εβδομάδων σε μέγιστο τις 20 μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία επιστροφής.
Η συμφωνία για τον εν λόγω Κανονισμό είναι πολύ θετική εξέλιξη στην κατεύθυνση της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «πραγματική αλλαγή του παιχνιδιού» ενώ η Ylva Johansson, η Ευρωπαία Επίτροπος για τις εσωτερικές υποθέσεις, δήλωσε ότι επιτεύχθηκε «με πραγματισμό, δέσμευση και ενότητα«. Το Συμβούλιο θα χρησιμοποιήσει τώρα αυτήν την προκαταρκτική συμφωνία ως κοινή θέση του στις διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αλληλεγγύη και η ισότητα ανάμεσα στα κράτη μέλη στην διαχείριση της μετανάστευσης είναι συνθήκη sine qua non για μια πραγματικά κοινή μεταναστευτική πολιτική με ανθρωπιστικό πρόσημο.