Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας*, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου-Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών αναγράφεται ρητώς ότι: «Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ταγμένη να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον». Όπως κάθε δημόσια πολιτική, έτσι και η εξωτερική –παρά τον εξωεδαφικό χαρακτήρα της– καλύπτεται εννοιολογικά από τον πραγματολογικό δυϊσμό του Thomas Dye, σύμφωνα με τον οποίο η εκάστη δημόσια πολιτική συνίσταται σε «οτιδήποτε η κυβέρνηση επιλέγει να κάνει ή να μην κάνει». Εφ’ όσον η κυβέρνηση αποφασίσει να παρέμβει σε έναν τομέα, η δράση της παράγει αποτελέσματα (policy outputs) και εν συνεχεία αυτά επιφέρουν συνέπειες (policy outcomes) επί του πεδίου που στοχεύει η κυβερνητική πολιτική. Αν και δεν είναι μάλλον το πιο εύστοχο εγχώριο παράδειγμα, η κυβέρνηση λόγου χάριν αποφασίζει αυστηρότερες ποινές, στοχεύοντας στη μείωση της βαριάς παραβατικότητας. Επομένως, όλες οι δημόσιες πολιτικές αποσκοπούν στην παροχή των δημόσιων αγαθών και την επίλυση προβλημάτων που αφορούν το συλλογικό υποκείμενο, το οποίο η κυβέρνηση εκπροσωπεί και το κράτος υπηρετεί. Ακολούθως και συναφώς, οι δημόσιες πολιτικές και εν προκειμένω η εξωτερική πολιτική οφείλει να κρίνεται από την αποτελεσματικότητά της ως προς την προάσπιση των συμφερόντων του συλλογικού υποκειμένου. Αυτά διατείνεται ότι υπηρετεί η ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως παρατίθεται και στην εισαγωγική πρόταση της παραγράφου.
Αρχής γενομένης την τελευταία τουλάχιστον τριετία, έχει ανακύψει για ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος ο εξής εύλογος προβληματισμός: σε ποιο βαθμό η ασκούμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι αρκούντως αποτελεσματική; Παρά τις εμπεδωμένες πρακτικές της επικοινωνιακής ανατίμησης των επιτυχιών στο πεδίο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής –που σπανίως κεφαλαιοποιούνται στη δυνητική τους προοπτική με συνέπεια να σχετικοποιείται η αξία τους– και την αντιστρόφως ανάλογη υποβάθμιση των όποιων αρνητικών εξελίξεων, το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι περιπτώσεις της δεύτερης κατηγορίας έναντι της πρώτης, κάνοντας τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή πρακτική σχεδόν αδύνατη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της θετικής αποτίμησης συνιστούν: η Ελληνο-γαλλική Αμυντική Συμφωνία, η Ελληνο-αμερικανική αμυντική συμφωνία και τα τριμερή σχήματα με τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αντιστοίχως.
Στον αντίποδα συναθροίζονται ανησυχητικά δυσμενείς εξελίξεις, όπως:
- Η πρόσφατη απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου που θίγει το ιδιοκτησιακό καθεστώς και μελλοντικά δύναται να βλάψει και το λατρευτικό χαρακτήρα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά.
- Η αδυναμία της Ελλάδας να ασκήσει τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο δικαιώματά της –όπως η τριακονταετής δυστοκία στην επέκταση των χωρικών υδάτων και στην ανακήρυξη ΑΟΖ στο Αιγαίο– συνοδεύεται πλέον και από την αδυναμία πόντισης καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου, καθώς και από –τη μετά βασάνων και κόπων– γνωστοποίηση του εθνικού θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού στην ΕΕ.
- Η ανατίμηση του ρόλου της Τουρκίας στην υπό διαμόρφωση νέα αμυντική πολιτική της ΕΕ –όπως αυτή αποτυπώθηκε στη Λευκή Βίβλο, όπου οι αναφορές για την Τουρκία είναι σχεδόν εκθειαστικές– επιβεβαιώνεται και από την τουρκική συμμετοχή στο πρόγραμμα ReArm Europe και τον κανονισμό SAFE.
- Η παντελής απουσία της Ελλάδας από τα τεκταινόμενα στη Λιβύη, ως προς τη σταθεροποίηση της χώρας και την έμπρακτη ακύρωση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου.
Παρά την εργώδη προσπάθεια παρουσίασης μιας μάλλον εξιδανικευμένης εικόνας, η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει ως προς τη σύλληψη, τη χάραξη και ακολούθως την άσκηση, καταγράφοντας αποτελέσματα που δύσκολα θα πείσουν και τον πλέον καλοπροαίρετο ενδιαφερόμενο σχετικά με την αποτελεσματικότητά της σε μια σειρά ζητημάτων τα οποία ανέκυψαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν είναι μόνον το πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, στο οποίο παρατηρείται μια διολίσθηση, σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο τουρκικός αναθεωρητισμός, αλλά και μία σειρά θεμάτων με άλλες χώρες με τις οποίες έχουμε διευθετήσει τις διαφορές μας και διατεινόμαστε για το στρατηγικό ή φιλικό χαρακτήρα των σχέσεων μας, επί του πρακτέου όμως φαίνεται πως ατονούν τα οικεία συμφέροντα και επιδιώξεις. Ακροθιγώς, το ανακύπτον πρόβλημα με το καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, η πορεία των διμερών σχέσεων με την Αλβανία που δεν εξελίσσονται βάσει των ελληνικών προσδοκιών εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, η σαφής παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βόρεια Μακεδονία που αλλοιώνει τον διατεινόμενο αμφιρρεπή χαρακτήρα της και κυρίως η αδιαμφισβήτητη αλλαγή στάσεως εκ μέρους των εταίρων μας στην ΕΕ ως προς την Τουρκία –οι οποίοι όχι μόνο δεν αποδέχονται τις δικές μας αιτιάσεις αλλά (θα) μας παροτρύνουν(sic) για να αποδεχτούμε τον διευρυμένο ρόλο της– έχουν διαμορφώσει αθροιστικά ένα δυσμενές και προβληματικό πεδίο διμερών και πολυμερών σχέσεων. Η ελληνική εξωτερική πολιτική με τον τρόπο που χαράσσεται και ασκείται καταναλώνει διπλωματικό κεφαλαίο και διαπραγματεύεται με εταίρους, συμμάχους και τρίτες χώρες αρνούμενη να προσαρμοστεί στην εξόχως απαιτητική συγκυρία. Αμφιταλαντεύεται από ρητά διατυπωμένες θέσεις, ώστε να διαιωνίσει την ψευδαίσθησή της για τον δήθεν σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει στο περιφερειακό υποσύστημα, το οποίο ταλανίζεται τα τελευταία χρόνια από δυο μείζονες πολεμικές συγκρούσεις και κυρίως επηρεάζεται καίρια από τη διαδικασία αλλαγής της κατανομής ισχύος του διεθνούς συστήματος, δημιουργώντας συνθήκες αντίθετες προς τις ελληνικές δοξασίες και επιδιώξεις.
Το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι οντολογικής φύσεως. Είναι γεγονός ότι στο διεθνές σύστημα εν γένει και στην περιφέρεια που δραστηριοποιείται το ελληνικό κράτος εν προκειμένω επενεργούν με διαρκώς μεγαλύτερη ένταση κρατικές πρακτικές που ουδαμώς συνάδουν με τις κυρίαρχες πεποιθήσεις της ασκούμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ορισμένες θέσεις και στάσεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων που άπτονται διμερών και πολυμερών σχέσεων φθάνουν στα όρια της εμμονής. Παραδείγματος χάριν, θα συνεχιστεί με κάθε κόστος η ελληνοτουρκική προσέγγιση, ενόσω η θετική ατζέντα δεν επιδρά περιοριστικά στον καλπάζοντα τουρκικό αναθεωρητισμό; Θα εξακολουθούμε να διακηρύσσουμε ότι ασκούμε εξωτερική πολιτική αρχών, ενώ όλο και περισσότερα κράτη δρουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους; Είναι γεγονός ότι μεταπολεμικά η ελληνική εξωτερική πολιτική ταυτίστηκε με το διεθνές δίκαιο για λόγους οικείας αδυναμίας. Όμως δεκαετίες μετά, η αξιολογική θέση ταύτισης της ασκούμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με το διεθνές δίκαιο και την ακόλουθη ευθύγραμμη συσχέτισή του με το εθνικό συμφέρον πάσχει εμπειρικά. Πρώτον, το διεθνές δίκαιο έχει διαπιστωμένα προβλήματα ενιαίας και καθολικής εφαρμογής. Δεύτερον, ενώ διατεινόμαστε ότι δρούμε σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο σε πλείστες των περιπτώσεων δεν το ασκούμε· ιδίως όταν διατάξεις του έρχονται σε αντίθεση με τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Τρίτον, δεν ταυτίζεται σε κάθε περίπτωση το διεθνές δίκαιο με τα ελληνικά συμφέροντα, γεγονός που προκαλεί σημαντικούς (αυτο)περιορισμούς. Η πολύ σημαντική κανονιστική ανάπτυξη του διεθνούς συστήματος μεταπολεμικά –Διεθνές Δίκαιο και Διεθνείς Οργανισμοί– παρείχε στην Ελλάδα δικαιώματα και ευκαιρίες που δεν ήταν όμως ανεξάρτητες σε κάθε περίπτωση από την κατανομή ισχύος, επιτρέποντας, προσαρμόζοντας ή ακόμα και αποτρέποντας την εφαρμογή του ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις. Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία η αξιολογική θέση πως (θα) δρούμε (πάντα) σε πλήρη σύμπνοια με το διεθνές δίκαιο, απολλύει μέρος της εμπειρικής της τεκμηρίωσης τουλάχιστον για δυο λόγους. Αφ’ ενός, ούτε τις συμφέρουσες διατάξεις του είμαστε αποφασισμένοι να εφαρμόσουμε σε κάθε περίπτωση, αφ’ ετέρου μήτε δείχνουμε πρόθυμοι να αντιληφθούμε το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των κυρίαρχων πεποιθήσεων μας ως προς τα μέσα άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και των εξελικτικών προοπτικών της διεθνούς πολιτικής.
Η προηγούμενη εβδομάδα στιγματίστηκε από το μετασχηματισμό του πολέμου στη Μέση Ανατολή από την έμμεση στην άμεση αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, καταδεικνύοντας την συγκαιρινά εντεινόμενη χρήση της στρατιωτικής βίας στο διεθνές σύστημα. Η δυσκολία προσαρμογής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παράγει ήδη αλυσιτελή αποτελέσματα και δυσθυμία, κάνοντας τα προσφιλή αφηγήματα δύσπεπτα και τους αρμόδιους να αναλώνονται σε παρακολουθηματικές αντιδράσεις, βρισκόμενοι σε στρατηγική παραζάλη προσπαθώντας να προσδιορίσουν το δέον γενέσθαι. Τις προηγούμενες δεκαετίες τα κίνητρα της ευθύγραμμης σύνδεσης διεθνούς δικαίου και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής –πέραν της όποιας αδυναμίας– είχαν και το χαρακτήρα μίας ηθικής δέσμευσης προς τη διεθνή κοινότητα. Εσχάτως, η διαρκής υπόμνηση στο διεθνές δίκαιο και η μετακύλιση της επίλυσης διμερών και πολυμερών ζητημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναδεικνύουν και τα υστερόβουλα ή ψυχικά κίνητρα, μιας κατάστασης που θα επιτρέψει στο πολιτικό σύστημα τη βολική μετάθεση ή τη λυτρωτική παραίτηση από τις απαιτήσεις της ιστορικής συγκυρίας.
Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (16/06/2025)