Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας*, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου-Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Από τον Ιούλιο του 2023 έχει επανεκκινήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος με διακηρυγμένο στόχο την εμπέδωση και τη συνεχή ανατροφοδότηση του καλού κλίματος μεταξύ των δύο χωρών. Προσδοκία αμφότερων των κρατών συνιστά η επίλυση των διμερών ζητημάτων μέσω ενός δικαστικού ή πολιτικού διακανονισμού, όπως άλλωστε προβλέπεται κι από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει, ουδεμία ουσιαστική πρόοδος έχει συντελεστεί στο βαθμό που οι εμπλεκόμενες χώρες έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις σχετικά με τον αριθμό και το περιεχόμενο των ζητημάτων που χρήζουν ενός νομικού –προτιμητέος για την Ελλάδα– ή ενός πολιτικού – προτιμητέος για την Τουρκία– διακανονισμού.
Έως σήμερα και βάσει όσων έχουν διαρρεύσει, αμφότερα τα μέρη παραμένουν αμετακίνητα στις αρχικές τους θέσεις˙ η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνη διαφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία θέτει ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που περιλαμβάνει από αρμοδιότητες στον αέρα και τη θάλασσα έως και την εδαφική κυριαρχία νησιών του Αιγαίου. Ακόμη κι αν κάποιος προσεγγίζει την εν λόγω διαδικασία υπό ένα αμιγώς ουδέτερο πρίσμα –ανεξαρτήτως ποιο είναι το περιεχόμενο των ζητημάτων που θέτει η μία πλευρά ως προϋποτιθέμενη συνθήκη για να αναλύσει την τρέχουσα προ-διαπραγματευτική διαδικασία– προκύπτουν εύλογοι προβληματισμοί σχετικά με την εξελικτική δυναμική και την κατάληξη του εγχειρήματος. Η ελληνική κυβέρνηση επένδυσε διπλωματικά στο διμερή πολιτικό διάλογο δίχως άλλο προαπαιτούμενο, παρά μόνο την παύση των διαχρονικών τουρκικών πρακτικών παραβίασης του ελληνικού εναερίου χώρου και τις παραβάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας εντός του ελληνικού FIR. Σημαντική αλλά εύκολα αναστρέψιμη κατάσταση την οποία η Τουρκία φαίνεται να έχει συσχετίσει με τη συνέχιση του διμερούς διαλόγου˙ ήδη καταγράφεται επαναδραστηριοποίηση της τουρκικής αεροπορίας εντός του FIR Αθηνών ενόσω η διαδικασία διαλόγου εξελίσσεται, ενώ το περιστατικό της Κάσου ήδη εγγράφεται ως εμπεδωμένη πρακτική σε ανάλογες περιπτώσεις από την Άγκυρα. Αν ο ελληνοτουρκικός διάλογος ατονήσει ή παγώσει, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι η Τουρκία θα εξακολουθήσει να απέχει από την πρακτική των παραβιάσεων στον αέρα και τη θάλασσα ως στρατιωτικό μέσο αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Τουρκία δεν έχει ανασκευάσει καμία από τις διακηρυγμένες της θέσεις σχετικά με τις ζώνες των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, ούτε έχει αφαιρέσει κάποιο από τα ζητήματα που επιδιώκει διαχρονικά να θέσει στο πλαίσιο ενός ελληνοτουρκικού διακανονισμού.
Η ανησυχία που έχει ενσταλάξει σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ερείδεται στο κατά πόσο μια τέτοια διαδικασία ενέχει κινδύνους ως προς την ελληνική κυριαρχία και τη δυνητική άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων˙ το γεγονός ότι ορισμένοι εκμεταλλεύονται για προσωπικούς ή πολιτικούς λόγους τη συγκεκριμένη ανησυχία δεν σημαίνει ότι αυτή δεν εμπερικλείει υπαρκτούς κινδύνους. Συναφώς με τον ευρύτερο προβληματισμό, ως προς το περιεχόμενο και την τροπή του ελληνοτουρκικού διαλόγου, αναφύονται δύο πρακτικά ερωτήματα. Πρώτον, πώς θα πείσουμε την Τουρκία να δεχθεί τη διευθέτηση – νομική κατά προτίμηση– μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και δεύτερον ποια θα είναι η σχετική θέση της χώρας (ότ)αν η όλη διαδικασία αποτύχει, όπως συνέβη κι άλλες φορές στο παρελθόν;
Η ελληνική κυβέρνηση εκκίνησε τη διαδικασία δίχως να λάβει κάποιο απτό διπλωματικό αντάλλαγμα από την Τουρκία, παραδείγματος χάριν, αποκήρυξη του αναθεωρητικού αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» ή ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου, παρά μόνο την παύση των εκνόμων πρακτικών της στον ελληνικό εναέριο χώρο και το FIR στο Αιγαίο. Ο διάλογος, που φιλοδοξούμε ότι θα οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις, εδράζεται σε μία ετεροβαρή διπλωματικά κατάσταση: ενώ η Τουρκία έχει προσδιορίσει τις αξιώσεις της, ως προς το εύρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στέλνοντας μάλιστα και τις συντεταγμένες τους στον ΟΗΕ, η Ελλάδα δεν έχει πράξει κάτι αντίστοιχο. Πιο συγκεκριμένα, αποδεχθήκαμε τη μονομερή πράξη της Τουρκίας –όχι βέβαια το περιεχόμενο της– και το αποσυνδέσαμε από την έναρξη του διμερούς διαλόγου, ενώ ταυτόχρονα το απαρνούμαστε για την χώρα μας! Η μόνιμη επωδός, ότι δεν προβαίνουμε σε μονομερείς ενέργειες –αλλά σαφώς προβλεπόμενες ως διπλωματικές πρακτικές– είναι τουλάχιστον άκαιρη με προοπτική να καταστεί αλυσιτελής ως προς τον μελλοντικό διακανονισμό και κατ’ επέκταση την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η διαχρονική απροθυμία να μην χρησιμοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας παρέχει το διεθνές δίκαιο και η διπλωματική πρακτική, μεταθέτοντάς τες στο απώτερο μέλλον ή υποβιβάζοντάς τες σε μέσα διαπραγμάτευσης συνιστά παθογένεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Συνιστά ελληνικό παράδοξο, ενώ η χώρα διατείνεται ότι ασκεί εξωτερική πολιτική συμφυή με το διεθνές δίκαιο αποφεύγει να ασκήσει πολλές από τις προβλέψεις του ή/και το σύνολο των δυνατοτήτων που προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί που συμμετέχει.
Εν γένει, η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίζεται, ως προς την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων με τρίτες χώρες, στην παροχή κινήτρων που κατά προτεραιότητα αφορούν τις σχέσεις των εν λόγω κρατών με την Ευρωπαϊκή Ένωση: ενταξιακή πορεία, τελωνειακή ένωση, εμπορικές συμφωνίες, κατάργηση βίζας κτλ. Ακολούθως, η εξέλιξη των διμερών σχέσεων των τρίτων κρατών με την Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζεται κι ως το πεδίο προσδιορισμού αντικινήτρων και ενεργοποίησης αντιποίνων, δηλαδή η μη-επίλυση των διμερών διαφορών τους με την Ελλάδα θα επηρεάσει δυσμενώς τις σχέσεις τους με την Κοινότητα. Εν πολλοίς, κίνητρα και αντικίνητρα εμπίπτουν στο ίδιο πλαίσιο με ουσιαστική διαφορά πως από διμερές ζήτημα έχει αναχθεί πλέον σε πολυμερές. Εν τοις πράγμασι, είθισται να εξηγούμε στους ευρωπαίους εταίρους μας γιατί πρέπει να διακοπούν ή να επανακαθοριστούν οι σχέσεις της Κοινότητας με μία τρίτη χώρα η οποία δεν φαίνεται διατεθειμένη να συμφωνήσει με την Ελλάδα για την επίλυση ενός διμερούς ζητήματος. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι τουλάχιστον φειδωλή, τόσο προς την Τουρκία όσο και προς άλλα κράτη με τα οποία έχει διαφορές –βλ. Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία– να θέσει σαφή και αυτοματοποιημένα αντικίνητρα εφ’ όσον αυτά είτε δεν δέχονται εξ αρχής συγκεκριμένες διαδικασίες, ή αθετούν προγενέστερες συμφωνίες. Αν τελικά αποτύχει ο εξελισσόμενος ελληνοτουρκικός διάλογος, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι πως οι εταίροι μας θα ασπαστούν τις ελληνικές αιτιάσεις και θα καταλογίσουν τις ευθύνες στην τουρκική πλευρά και δεν θα τις επιμερίσουν. Στην περίπτωση της Τουρκίας τα κίνητρα θα πρέπει να συνοδεύονται και με αντικίνητρα, τα οποία θα τεθούν απροσχημάτιστα και δεν θα αφορούν μόνο τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αποσκοπώντας στην προσαρμογή της στα ισχύοντα κανονιστικά πλαίσια, το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (08/11/2024)