Γράφει ο Όμηρος Τσάπαλος, Ιδρυτικός Εταίρος & Μέλος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Η Πολιτιστική Διπλωματία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η άσκηση διπλωματίας δια μέσω του πολιτισμικού φορτίου που διαθέτει μια χώρα. Θα περίμενε κανείς οτι μια χώρα με πολιτιστικό υπόβαθρο χιλιετιών, με διαφορετικές και πολυσήμαντες φάσεις πολιτιστικής εξέλιξης, με έντονο το ιστορικό στοιχείο τόσο στους κατοίκους της όσο και στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι άλλοι λαοί, θα είχε ως πρωταρχικό της μέλημα την επικοινωνιακή της προώθηση (και καταπέκτασιν την επίτευξη των πολιτικών της) μέσα απο την πολιτιστική διπλωματία. Μια χώρα με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά θα μπορούσε να είναι χωρίς δεύτερη σκέψη η Ελλάδα. (Φωτογραφία: Ακαδημία Πλάτωνος σε μια απο τις ξεχασμένες γειτονιές της Αθήνας)
Χώρα που είχε την τύχη να θεωρηθεί απο την διεθνή κοινότητα συνεχιστής της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής παράδοσης και μέρος όπου πρωτοεμφανίστηκαν δομικά για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό στοιχεία όπως η Δημοκρατία, η Φιλοσοφία και ο Ολυμπισμός. Πρόκειται επομένως για πολιτισμικό φορτίο που θα ζήλευαν αρκετές χώρες και που για να το οικειοποιηθούν οι σύγχρονοι Έλληνες είναι αλήθεια οτι δεν δυσκολεύτηκαν και πολύ… Κυρίως όμως δεν έπραξαν παρά ελάχιστα για να δικαιολογήσουν την χρηστή του διαχείριση. Ο τρόπος διαχείρισης των Πολιτιστικών αυτών πόρων θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και αντίθετος σε κάθε έννοια ορθολογικής εκμετάλλευσης ενός «προϊόντος» στα πλαίσια του σύγχρονου marketing.
Η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα σύγχρονης Πολιτείας όπου επαίρεται για την Ιστορία, τον Πολιτισμό και τα κατορθώματα του λαού της αλλά την ίδια στιγμή δεν κάνει τίποτα επί του πρακτέου για να δικαιολογήσει την ίδια την ταυτολογική της συγγένεια με το «ένδοξο παρελθόν». Αποτελεί υπόδειγμα βαλκανικού κράτους όπου μένει προσκολλημένο σε μια τυφλή ρητορεία περί ενός ανώτερου αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (ενδιαφέρον έχει η πανθομολογούμενη αποσιώπηση του «ένδοξου βυζαντινού πολιτισμού»). Ενός μεγάλου πολιτισμού ο οποίος μας διαπερνά και μας χαρακτηρίζει σαν λαό χωρίς όμως να πράττουμε έστω και το παραμικρό για να αποδείξουμε την σχέση μας με αυτόν. Ο τρόπος προβολής μας ως χώρα πριν και μετά την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Πρόκειται για κλασική περίπτωση επανάπαυσης στην εικόνα που έχουν οι ξένοι για εμάς και που βασίζεται σε γεγονότα που δεν προήλθαν απο εμάς αλλά απο αυτούς που εμείς «ετσιθελικά» θέλουμε να τους χαρακτηρίζουμε ως προγόνους μας.
Η αλήθεια είναι δυστυχώς διαφορετική από αυτήν που θέλουμε να πιστεύουμε. Για να έχει ένας λαός το δικαίωμα να ταυτίζεται με τα κατορθώματα ενός προγονικού λαού, αλλά και για να αυτοχαρακτηρίζεται ως άξιος συνεχιστής του, χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο απο μια απλή ρητορεία ή μια μαζική παλαϊκή πεποίθηση περι τούτου. Χρειάζονται έργα και πολιτικές που αποδεικνύουν έμπρακτα τον σεβασμό του πολιτιστικού φορτίου που μεταφέρεται δια των αιώνων. Χρειάζεται ουσιαστικά παραδείγματα κατανόησης των διδαγμάτων, των φιλοσοφιών, του τρόπου ζωής και εν τέλει της ιστορίας των προγόνων που οι απόγονοι οφείλουν να γνωρίζουν. Δυστυχώς στην χώρα μας κάτι τέτοιο συστηματικά αποφεύγεται. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα (όταν αυτό υπάρχει και αναπτύσσεται) αλλά και η γενικότερη πολιτική της Πολιτείας δείχνει μια χώρα που φοβάται να διαχειριστεί το παρελθόν της και ανταυτού προτιμά να επαίρεται γιαυτό, και να επαναλαμβάνει παντού και σε κάθε περίσταση την ταυτολογική της συγγένεια με τους αρχαίους.
Επομένως μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι λογικό να μην μπορεί να αναπτυχθεί μια σοβαρή πολιτιστική διπλωματία που να θέτει τις βάσεις για μια αξιοπρεπή προώθηση του πολιτιστικού προϊόντος της χώρας στο εξωτερικό. Πως μπορεί να υπάρξει πολιτιστική διπλωματία την στιγμή που εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε αυτό το οποίο θέλουμε να προωθήσουμε; Πως μπορεί να υπάρξει πολιτιστική διπλωματία την στιγμή που συστηματικά αποφεύγουμε την απόδειξη της ταυτολογικής μας συγγένειας δια μέσου της αυταπόδεικτης γνώσης και όχι της αναπόδεικτης ρητορείας; Ακόμα όμως και αν “γνωρίζαμε τι πουλάμε”, ακόμη και αν ήμασταν άξιοι συνεχιστές ενός αρχαίου πολιτισμού κατορθωμάτων και όχι σφαλμάτων (αυτό λέγεται εξιδανίκευση του παρελθόντος), πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να μιλάμε για μια ορθολογική πολιτιστική διαχείριση και μια πολιτιστική διπλωματία στέρεη και ισχυρή. Με βάση την εμπειρία του σήμερα τρία παραδείγματα είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν με κυνικότητα την αμφιβολία μου.
Παράδειγμα πρώτον. Η απουσία ενός διακριτού Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού στο εξωτερικό. Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε έλθει σε επαφή με κάποιο Ίδρυμα Πολιτισμού άλλων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Το Βρετανικό Συμβούλιο, το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Θερβάντες ή το Ινστιτούτο Πούσκιν αποτελούν απτά παραδείγματα του πως οι άλλες χώρες προωθούν έμπρακτα και συστηματικά την πολιτιστική τους διπλωματία. Από ζητήματα γλωσσικής εκμάθησης μέχρι την προετοιμασία και την διοργάνωση μεγάλων θεατρικών ή μουσικών παραστάσεων και από την υποστήριξη ενός μεγάλου συνεδρίου ή μιας αναδρομικής έκθεσης μέχρι την μετάφραση σημαντικών ιστορικών και λογοτεχνικών κειμένων, οι οργανισμοί αυτοί παίζουν καίριο ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου μας ακόμη και αν δεν το διακρίνουμε με την πρώτη ματιά. Παράλληλα καταφέρνουν μέσα από την ευαίσθητη οδό της πολιτιστικής διείσδυσης να δημιουργήσουν τις κατάλληλες βάσεις για περαιτέρω σύσφιγξη των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα και σε τομείς πέρα από τον Πολιτισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμβολή του Βρετανικού Συμβουλίου στην ενημέρωση και εν τέλει στην προσέλκυση χιλιάδων Ελλήνων φοιτητών κάθε χρόνο για σπουδές στην Μεγάλη Βρετανία.
Το ερώτημα επομένως είναι το εξής. Έχει άραγε κάποιος από εμάς παρατηρήσει κάτι ανάλογο και ελληνικό στο εξωτερικό; Περπατάς στους δρόμους της Αθήνας και βλέπεις αυτούς τους πνεύμονες πολιτισμού να είναι αναπόσπαστα στοιχεία της πόλης. Το Γαλλικό Ινστιτούτο έχει γίνει πλέον τοπωνύμιο πέριξ του Κολωνακίου. Συμβαίνει άραγε το ίδιο και με ένα ανάλογο πολιτιστικό οργανισμό της Ελλάδος στο εξωτερικό; Η απάντηση είναι προφανής. Και είναι προφανής επειδή δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ένας διακριτός οργανισμός που να συσπειρώνει γύρω του όλες τις προαναφερθείσες λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση μιας σοβαρής πολιτιστικής διπλωματίας. Η σημερινή εικόνα είναι εικόνα αποσπασματικότητας και όχι λειτουργικότητας. Το μόνο που βλέπουμε είναι να δραστηριοποιείται το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, και αυτό σε χώρες μετρημένες στα δάκτυλα, καθώς και το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, το οποίο έχει ακόμα μικρότερη παρουσία και περιορίζεται στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Παράλληλα, υπάρχουν τα κατά τόπους Προξενεία και οι Πρεσβείες που αναλαμβάνουν κάθε φορά την προετοιμασία ενός πολιτιστικού γεγονότος που αφορά την Ελλάδα. Τίποτα επομένως το συγκεντρωτικό, τίποτα το οργανωμένο σε μεγάλο εύρος και τομείς. Τίποτα που να θυμίζει ένα Κέντρο Πολιτισμού που να ασχολείται απο τις πιστοποιήσεις στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας μέχρι την διοργάνωση μια μεγάλης έκθεσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Λούβρο. Παραιτούμαστε απο την πολυτέλεια που μας δίνεται απλόχερα να προωθούμε τον μεγαλύτερο πολιτιστικό κεφάλαιο που μπορεί να διαθέσει μια τόσο μικρή χώρα. Παραιτούμαστε απο το αυτονόητο να προωθούμε την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας που θα μπορούσε, με λίγη προσπάθεια διπλωματίας σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, να αποφέρει εκατομμύρια ευρώ στην Ελλάδα και μαζί τους εκατομμύρια τουρίστες που θα έλθουν να γνωρίσουν απο κοντά των τόπο γέννησης της. Παραιτούμαστε εν τέλει απο μια διπλωματία που θα μας έκανε και εμάς να κατανοήσουμε την σημασία της πολιτιστικής ταυτότητας που θέλουμε ακούραστα και δικαιωματικά να φέρουμε.
Παράδειγμα δεύτερον. Η οργανωτική ανεπάρκεια του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων στο εξωτερικό δεν θα μπορούσε να μην συνδυαστεί με την έλλειψη των κατάλληλων διοικητικών υποδομών στο εσωτερικό. Η απουσία μιας ξεχωριστής διεύθυνσης πολιτιστικής διπλωματίας στο Υπουργείο Εξωτερικών, η αλληλεπικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων Υπουργείων και της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά κυρίως η έλλειψη μιας συνεργατικής νοοτροπίας μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών που θέλουν να επενδύσουν στον Πολιτισμό, αποτελούν τα κυριότερα προβλήματα στον τομέα της πολιτιστικής διπλωματίας. Η Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο κάτι που θεωρείται λογικό να καθίσταται πρωτότυπο, και αυτό χωρίς να θεωρείται δεδομένη η εφαρμογή του. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη επέτειος απο τα 2.500 χρόνια απο την Μάχη του Μαραθώνα. Ο Υπουργός Πολιτισμού αναγκάστηκε να προχωρήσει στην έκδοση ενός αναμνηστικού γραμματοσήμου και ενός επετειακού νομίσματος των δύο ευρώ μετά απο διαμαρτυρίες Δημάρχων και απλών πολιτών. Ούτε ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού δεν διοργανώθηκε προκειμένου να εξεταστεί η συμβολή της Μάχης στην μετέπειτα διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία η Αθήνα να καταστεί για μια ή δυο εβδομάδες το επίκεντρο της παγκόσμιας ερευνητικής διαδικασίας και συνεδρίων που θα κάλυπταν ζητήματα Αρχαιολογίας, Ιστορίας, Πολεμικής Τέχνης και Στρατηγικής. Η έλλειψη πόρων, αυτή η χιλιοειπωμένη ατάκα των κυβερνώντων, φαντάζει ιλαροτραγική μπροστά στις δυνατότητες συνεργασίας με μεγάλους ξένους και εγχώριους χορηγούς που θα ήθελαν όσο τίποτε άλλο την διαφήμιση του ονόματος τους πλάι σε αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός. Συμπληρωματικά, οι εκδηλώσεις της Πολιτείας για την Μάχη του Μαραθώνα είχαν υποδεκαπλάσια συμμετοχή απο την αναδρομική έκθεση κοστουμιών απο τις ταινίες του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο Παρίσι παρά το γεγονός οτι κόστισαν τα διπλάσια χρήματα…
Παράδειγμα τρίτον. Η απουσία μακροπρόθεσμης πολιτικής μετατροπής της Ελλάδος σε Κέντρο Γνώσης. Τα προβλήματα στον χώρο της Εκπαίδευσης είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να αναλυθούν στα πλαίσια ενός άρθρου που αφορούν τον Πολιτισμό. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα θα πρέπει να εντοπιστεί στον τρόπο αντιμετώπισης της γνώσης απο τους σύγχρονους Έλληνες. Κυρίως της συσσωρευμένης γνώσης αιώνων αλλά και αυτής που μπορεί να παραχθεί μέσω της επαφής μας με παλιές θεωρίες. Η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα να έχουν μεγαλουργήσει στους κόλπους της άνθρωποι που έθεσαν κυριολεκτικά της βάσεις για τις σύγχρονες επιστήμες, όπως η Ιστοριογραφία, οι Διεθνείς Σχέσεις, η Φιλοσοφία και η Ιατρική. Δεν υπάρχει όμως πουθενά στην επικράτεια της μέχρι σήμερα κάτι το λαμπρό και το οργανωμένο που αν όχι να τιμά τουλάχιστον να εκμεταλλεύεται το πολιτιστικό και ιστορικό κεφάλαιο αυτών των θεμελιωτών. Για κάποιον ξένο, που βλέπει τα πράγματα έξω απο τα στενά πλαίσια της εθνικιστικής τύφλωσης ή του ελληνοκεντρισμού, θα ήταν εξαιρετικά λογικό στην χώρα μας να λειτουργεί ένα σύγχρονο Κέντρο Αριστοτελικών Σπουδών, διεθνών προδιαγραφών που θα δέχεται στους κόλπους του Έλληνες και ξένους φοιτητές, ερευνητές και καθηγητές, που να λειτουργεί (όταν ο καιρός το επιτρέπει) στον κατάλληλα διαμορφωμένο αρχαιολογικό χώρο του Λυκείου του Αριστοτέλη και που θα είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο την εξέταση της Αριστοτελικής διδαχής. Ένα διεθνές Κέντρο Πλατωνικών Σπουδών στην Ακαδημία Πλάτωνος, ένα Κέντρο Ιατρικών Σπουδών στο νησί του Ιπποκράτη στην Κω, ένα Παγκόσμιο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και realpolitik στην Αθήνα που θα έφερε το όνομα του Θουκυδίδη, ένα Διεθνές Ίδρυμα Θεατρολογίας και Αρχαίου Δράματος με παραστάσεις στα αρχαία θέατρα ή μια Παγκόσμια Ολυμπιακή Αθλητική Ακαδημία στην Αρχαία Ολυμπία, είναι παραδείγματα του πως μια χώρα μπορεί να αξιοποιήσει το πολιτιστικό κεφάλαιο αιώνων και να δημιουργήσει ένα αξιοζήλευτο πολιτιστικό brand name βασισμένο σε καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά.
Η κατάσταση όμως σήμερα είναι να μην έχει φιλοξενηθεί στην χώρα μας, εδώ και 111 χρόνια δημιουργίας του θεσμού, ούτε ένα παγκόσμιο συνέδριο Φιλοσοφίας (το τελευταίο φιλοξενήθηκε στην πλούσια απο φιλοσοφική παραγωγή Σεούλ…). Η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα είναι όποιος προσπαθεί να προωθήσει ή έστω να προτείνει τέτοιες ιδέες να κατηγορείται αυτομάτως για αρχαιολατρία και προγονοπληξία. Ένα όμως είναι το μόνο σίγουρο. Οτι δεν υπάρχει στις μέρες μας καμία χώρα που να θεωρείται οικονομικά ακμαία και παραγωγικά ισχυρή που να μην βασίστηκε το παραγωγικό της μοντέλο εκτός των άλλων και στην εκτεταμένη και αποτελεσματική προώθηση του πολιτιστικού της προϊόντος. Και επειδή η Ελλάδα έχει να επιδείξει κάτι περισσότερο απο κόκκινα λεωφορεία, πορσελάνινες τσαγιέρες και αναμνηστικά σουβενίρ νεονύμφων βασιλέων, η πολιτική της θα πρέπει να εστιάσει σε αυτό που μας δόθηκε τόσο απλόχερα και που είναι τόσο διαδεδομένο και αναγνωρίσιμο σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Η Ελλάδα φαίνεται να τα έχει καταφέρει μέχρι στιγμής στο τρόπο που διαχειρίζεται το Βυζάντιο και την Χριστιανική παράδοση. Χιλιάδες φοιτητές, ορθόδοξοι και μη, έρχονται κάθε χρόνο στα θρησκευτικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης για να σπουδάσουν. Η Ελληνική Πολιτεία, σε συνεργασία με την Εκκλησία της Ελλάδος, εκμεταλλεύεται και προβάλλει την θρησκευτική της παράδοση καθώς και τα δεκάδες θρησκευτικά μνημεία ανά την επικράτεια. Το Άγιον Όρος αποτελεί το πνευματικό κέντρο της Χριστιανοσύνης και η ελληνική γλώσσα ως ένα απαραίτητο εργαλείο για κάποιον που θέλει να εξετάσει σε βάθος τις Γραφές των Ευαγγελίων. Η Ελλάδα έχει αναπτύξει έναν αξιόλογο θρησκευτικό τουρισμό και έχει οργανώσει διοικητικά το Υπουργείο Εξωτερικών με τέτοιον τρόπο που να μπορεί να συνεργάζεται ευκολότερα με τα Πατριαρχεία μας καθώς και με όσους επιθυμούν να σπουδάσουν στην χώρα μας. Η αξιοποίηση επομένως της Χριστιανικής μας Παράδοσης αποτελεί ένα απλό παράδειγμα του πως μπορεί ένα πολιτιστικό προϊόν να δημιουργήσει τις βάσεις ώστε να καταστεί η Ελλάδα το επίκεντρο συγκεκριμένων επιστημών και γνώσης. Αυτό που μένει είναι να διαχυθεί και να ενισχυθεί αυτή η προσπάθεια σε μονοπάτια που μέχρι και σήμερα φαίνονται σκοτεινά και δύσβατα για μια «μικρή και μίζερη χώρα» όπως η Ελλάδα…
Πηγές:
– Γιανναράς Χ., 2001, Πολιτιστική Διπλωμαία, Προθεωρία Ελληνικού Σχεδιασμού, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα
– Λυγερός Σ., Πολιτιστική Διπλωματία, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/06/2006
– Τζιόβας Δ., Πολιτιστική Διπλωματία, Για να βελτιωθεί η διεθνής εικόνα της Ελλάδας δεν αρκεί να βελτιωθεί μόνο η υποδομή της, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 22/08/2004
– Τζουμάκα Ελ., 2005, Πολιτιστική Διπλωματία, Διεθνή Δεδομένα και Ελληνικές Πρακτικές, Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα