Γράφει ο Δρ. Δημήτριος Μπάρκουλας, Κύριος Ερευνητής ΚΕΔΙΣΑ
Στις σύγχρονες ημέρες υπάρχει πλήθος οικονομικών θεωριών-ιδεών καθώς και οικονομικών συστημάτων που δημιουργούν νέες οικονομικές δομές και νέες γεωπολιτικές, γεωοικονομικές, γεωδυναμικές και γεωπολιτισμικές καταστάσεις μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού. Ένα σημαντικό οικονομικό δόγμα ήταν αυτό του εμποροκρατισμού (ή αλλιώς μερκαντιλισμού). Η Σχολή αυτή αναπτύχθηκε κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα στην Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία κλπ. Αυτό το σύνολο των οικονομικών ιδεών επεξεργάζεται την αύξηση της εθνικής και εν πολλοίς κρατικής ισχύος μέσω του εμπορίου και ειδικότερα μέσω του πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου. Αναλυτικότερα, το εν λόγω δόγμα υποστηρίζει ότι : « Ο πλούτος και η ισχύς των κρατών, απαιτούν καταρχάς τη διατήρηση των πολύτιμων μετάλλων στη χώρα. Θα πρέπει λοιπόν να ελέγχονται οι εξαγωγές νομισμάτων και η αξία του νομίσματος και να καταπολεμάται η εισαγωγή νομισμάτων ασθενούς αξίας στο βασίλειο. Συνακόλουθα ο τελωνειακός μηχανισμός πρέπει να αποθαρρύνει τις αγορές που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό, πράγμα που προϋποθέτει την αύξηση της εσωτερικής παραγωγής {…}, το κράτος παραχωρεί μονοπώλια κατασκευής και ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων κλάδων, με τελωνειακές προστασίες που τους διασφαλίζουν απέναντι στο ξένο ανταγωνισμό» (Πατρώνης, 2019, σσ. 153-154). Είναι εύκολα αντιληπτό ότι το σκεπτικό αυτό λειτουργεί υπό το πρίσμα της αύξησης της εθνικής οικονομικής ισχύος και της απεξάρτησης από αγορές και οικονομίες τρίτων χωρών. Ειδικότερα, η υιοθέτηση ισχυρού τελωνειακού μηχανισμού λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πολίτες μίας χώρας λόγω πιθανών υψηλότερων δασμών επί ξένων προϊόντων άρα και αύξηση τιμών τους επομένως και μεγαλύτερη οικονομική δαπάνη ενώ αυτό συντελεί στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης και προσφοράς λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας για την εγχώρια βιομηχανία και παραγωγή. Οι εμποροκράτες επίσης υποστηρίζουν ότι το σύνολο των οικονομικών ιδεών τους λειτουργεί ως : «μέσο παραγωγής ενός ενεργητικού εμπορικού ισοζυγίου» (Πατρώνης, 2019, σ. 155). Δηλαδή είναι ένας μηχανισμός που εργάζεται για την ισχυροποίηση με θετικό πρόσημο του κρατικού εμπορικού ισοζυγίου και κατ’ επέκταση ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει και την ισχυροποίηση του κράτους και την εμπόδιση ή μείωση εμπορικών εξαρτήσεων και επιδράσεων από άλλες χώρες. Έτερη δοξασία ήταν ότι « το διεθνές εμπόριο είναι ένα μέσο για την αύξηση του κρατικού πλούτου» (Πατρώνης, 2019, σ. 158).
Οι εμποροκράτες παρατηρούσαν ότι μέσω του διεθνούς εμπορίου το κράτος αυξάνει το πλούτο του όταν και εφόσον γίνει απαραίτητο και αναγκαίο για άλλες διεθνείς αγορές όπου θα εξαρτούνται απ’ αυτό. Άρα το διεθνές εμπόριο έπρεπε να είναι ένα μέσο για να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα και κρατική περιουσία, συνεπώς οι κρατικές οικονομικές πολιτικές περιστρέφονται γύρω από την πολύπλευρη ανάπτυξη του κράτους, της παραγωγής και βιομηχανίας τους καθώς και όποιων συγκριτικών πλεονασμάτων έχουν απέναντι σε άλλα κράτη. Οι εμποροκράτες υποστηρίζουν και προστατευτικά εμπορικά μέτρα για την εθνική βιομηχανία του κράτους (Πατρώνης, 2019, σ. 164). Οι εμποροκράτες θεωρούσαν ότι με την προστασία της εθνικής βιομηχανίας επιτυγχάνεται μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αυξάνεται το επαρκές γνωσιακό κεφάλαιο καθώς και υφίσταται ενίσχυση και ανάπτυξη της εσωτερικής βιομηχανίας όπου συνιστά και αποτέλεσμα ανεξαρτησίας και αυτάρκειας άρα μειώσεως των εισαγωγών και την δημιουργία βήμα βήμα θετικού εμπορικού ισοζυγίου μέσω της δημιουργίας ελλειμματικού ισοζυγίου σε άλλες χώρες με την μείωση των εισαγωγών τους. Υποστηρίζουν ακόμα ότι: «η ανατίμηση του νομίσματος πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα που οδηγούν σε μια βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου» (Πατρώνης, 2019, σ. 166). Ακόμα ο εμποροκράτης Misselden θεωρούσε ότι: «η γενική κατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου και η κυβερνητική πολιτική πρέπει να είναι, όχι απλά η απαγόρευση εξαγωγής πολύτιμου μετάλλου ή η ρύθμιση της τιμής του συναλλάγματος, αλλά η δημιουργία ευνοϊκού εμπορικού ισοζυγίου για το σύνολο των συναλλαγών της χώρας με το εξωτερικό (Πατρώνης, 2019, σ. 170). Η παρατήρηση αυτή του Misselden αποκαλύπτει ότι η οικονομική θεωρία των εμποροκρατών και ο διεθνής ανταγωνισμός εφάπτονται σε σημαντικότατο βαθμό αφού στόχος είναι η πλήρης μεταστροφή από ελλειμματική σε πλεονασματική χώρα μέσω της μειώσεως του συνόλου των συναλλαγών (εισαγωγών) με το εξωτερικό άρα και την δημιουργία πλήρους οικονομικής-εμπορικής εξάρτησης των άλλων χωρών από την πλεονασματική. Αυτό αργότερα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού δύναται να δημιουργήσει νέες γεωπολιτικές καταστάσεις και να αποδυναμώσει πυλώνες γεωπολιτικής ισχύος άλλων χωρών (πολιτικός, οικονομικός, πολιτισμικός, αμυντικός τομέας) λόγω αύξησης των χρεών μέσω του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου και της μη υλοποίησης αναπτυξιακών πολιτικών εντός του κράτους που αρχίζει και μετατρέπεται σε ελλειμματικό. Επίσης, ο Thomas Mun ισχυριζόταν ότι « ο ασφαλέστερος τρόπος για να πλουτίσει μια χώρα, είναι το εξωτερικό εμπόριο» (Πατρώνης, 2019, σ. 184).
Οι εμποροκράτες γενικότερα ήταν υπέρ ενός πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου και ότι θα πρέπει να εξάγουμε περισσότερο αντί να εισάγουμε προϊόντα. Ένα τρίπτυχο των εμποροκρατικών ιδεών ήταν το «προώθηση των εξαγωγών, των μεταφορών και των εξαγωγικών βιομηχανιών και η οποία θα ενισχύσει το εμπορικό ισοζύγιο» (Πατρώνης, 2019, σ. 185).Ακόμα, οι εμποροκρατικές ιδέες υποστηρίζουν και ότι : «το εμπορικό ισοζύγιο μπορεί να υποβοηθηθεί, είτε με περικοπές στις εισαγωγές εμπορευμάτων είτε με επέκταση των εξαγωγών» (Πατρώνης, 2019, σ. 186). Στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού η επέκταση των εξαγωγών αλλά και η εισαγωγή εμπορευμάτων δύνανται να ασκούν ικανή πίεση σε άλλες οικονομίες από μία άλλη χώρα. Αναλυτικότερα, μία ισχυρή οικονομία δύναται εάν μακροχρόνια θέλει να επηρεάσει μία άλλη οικονομία να εισάγει μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και στο μέλλον να μειώσει απότομα ή και εξ’ ολοκλήρου τις εισαγωγές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί τεράστια οικονομική κρίση στην άλλη χώρα όπου αυτή η οικονομική ανάπτυξη λάμβανε χώρα τόσα χρόνια λόγω των εισαγωγών της άλλης χώρας και συνεπώς να ασκηθεί οικονομική πίεση για αλλαγή γεωπολιτικών καταστάσεων. Ακόμα, η επέκταση των εξαγωγών δύναται να δημιουργήσει ισχυρή εξάρτηση μεταξύ της εισαγωγού και εξαγωγού χώρας και αυτό διότι θα προμηθεύονται αναγκαία αγαθά. Η εμποροκρατική οικονομική σκέψη στηρίζει την ιδέα της επαναπροώθησης της ξένης παραγωγής (Πατρώνης, 2019, σ. 188). Ο εμποροκράτης Thomas Mun επίσης θεωρούσε ότι: «Η αξία των εξαγωγών μας μπορεί να ενισχυθεί κατά πολύ όταν τις διεξάγουμε μόνοι μας, με τα δικά μας πλοία, γιατί τότε παίρνουμε όχι μόνο την τιμή των εμπορευμάτων μας, σύμφωνα με την αξία τους στο εσωτερικό, αλλά επίσης τα εμπορικά κέρδη, τις ασφάλειες και τα ναύλα για τις θαλάσσιες μεταφορές (Πατρώνης, 2019, σ. 188). Η συγκεκριμένη οικονομική θέση αποτελεί μέτρο εξαιρετικής ισχυροποίησης της εθνικής οικονομίας, αποκόπτοντας εξαρτήσεις και αυξημένα εμπορικά και μεταφορικά κόστη, μειώνοντας την εθνική ανεργία, τονώνοντας τα εθνικά εισοδήματα ενώ εξοβελίζει εργατικό δυναμικό άλλων χωρών και δημιουργεί ανεργία και οικονομικούς τριγμούς σε εξαρτώμενες χώρες. Ακόμα μια εμποροκρατική ιδέα είναι ότι χρειάζεται να ενισχυθεί ο δημόσιος τομέας του κράτους.
Ειδικότερα, ο τότε Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Colbert του Λουδοβίκου 14ου (1661-1683) εφάρμοσε σειρά εμποροκρατικών πολιτικών όπου άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομική ιστορία. Πιο συγκεκριμένα: Ίδρυση κρατικών εργαστηρίων, κίνητρα αύξησης πληθυσμού, απαγόρευση μετανάστευσης του υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, εκπαιδευτικά προγράμματα και εργασιακές ρυθμίσεις (Ρηγίνος, 2010, σ. 46). Η παραπάνω κολμπερτιανή εμποροκρατική πολιτική είχε στόχο την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής καθώς και της ζήτησης, μείωση ανεργίας, αύξηση πληθυσμού, ώστε μελλοντικά να υπάρχει επαρκές εργατικό δυναμικό, διεύρυνση φορολογικής βάσης, ενώ η μείωση της μετανάστευσης του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού αποσκοπούσε στο να υπάρξει διατήρηση του γνωσιακού κεφαλαίου εντός της χώρας και να μην επωφελούνται ξένα ανταγωνιστικά κράτη και οικονομίες από την γνώση του γαλλικού εξειδικευμένου προσωπικού σε διάφορους τομείς και μελλοντικές ανταγωνιστικές βιομηχανίες ξεπεράσουν την γαλλική. Επίσης, οι εμποροκράτες γενικά υποστηρίζουν τους δασμούς, μείωση εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών προς άλλα κράτη. Η αύξηση των εξαγωγών σκοπεύει στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων και στην δημιουργία οικονομικών ερεισμάτων σε άλλες χώρες όπου δυνητικά μελλοντικά δύναται να καθοριστούν και οι γεωοικονομικές δυναμικές μεταξύ των χωρών. Είναι υπέρ του εξωτερικού εμπορίου οι εμποροκρατικές ιδέες. Προς ενίσχυση των παραπάνω οικονομικών ιδεών ο εμποροκράτης Γερμανός J.J.Becher (ειδικός κλάδος του εμποροκρατισμού ο Καμεραλισμός που αναπτύχθηκε στη Γερμανία και Αυστρία) υποστηρίζει ότι : «η δαπάνη του ενός ατόμου αποτελεί το εισόδημα άλλου ατόμου» (Ρηγίνος, 2010, σ. 53). Κεντρική και ουσιώδης παρατήρηση του J.J.Becher όπου παρατηρείται ότι ο έλεγχος των δαπανών από ένα κράτος δύναται να επηρεάσει το οικονομικό επίπεδο ενός άλλου κράτους εφόσον αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και συχνότητα από ένα άλλο άρα θα επηρεάσει συνολικά μακροπρόθεσμα τις μακροοικονομικές τους μεταβλητές και την οικονομική ανάπτυξή του. Ειδικότερα, η συνειδητή οικονομική επιλογή εθνικών προϊόντων από τους πολίτες μίας χώρας μέσω και της επιβράβευσης από το κράτους τους οδηγεί σε αύξηση τους ανταγωνισμού στο εμπόριο ενώ υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί τριγμοί στις αγορές άλλων χωρών καθώς επηρεάζονται τα μεγέθη της ανεργίας, του ΑΕΠ, Κατά Κεφαλήν Εισοδήματος, Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και Δημοσίου Χρέους (εσωτερικού και εξωτερικού). Παράλληλα, το ότι η δαπάνη του ενός ατόμου αποτελεί το εισόδημα ενός άλλου και στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού δύναται ένα κράτος να εφαρμόσει διάφορες οικονομικές στρατηγικές με σκοπό τον οικονομικό έλεγχο μιας άλλης χώρας μέσω μοντελοποίησης οικονομικών πολιτικών και συνηθειών όπως για παράδειγμα ετήσιων αγορών/εισαγωγών σε μεγάλες ποσότητες και σε επόμενο χρόνο την δραματική μείωσή τους από την εισαγωγό χώρα με αποτέλεσμα να επηρεάζει την άλλη χώρα δημιουργώντας τεράστια οικονομικά και κατ΄επέκταση κοινωνικά προβλήματα. Επίσης, η εμποροκρατική ιδέα αυτή τοποθετεί το διεθνή ανταγωνισμό σε συνειδητή πράξη. Στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο επίσης αναδείχθηκαν και άλλοι εμποροκράτες συγγραφείς με διάφορες εμποροκρατικές ιδέες όπως, ήταν οι Ισπανοί Luiz Ortiz, Damian de Olivares, Geronimo Uztariz, οι Ιταλοί Niccolo Machiavelli, Gaspare Scaruffi, Giovanni Botero, Bernardo Davanzati, οι Άγγλοι M.Misselden, Thomas Culpeper, G.Malynes, Dudley North κλπ (Χουμανίδης, 1999, σ. 102). Επιπρόσθετες εμποροκρατικές ιδέες ήταν ότι : « οι εμποροκράται ήσαν αντίθετοι προς πάσαν ιδέαν υπερβαλλούσης εισαγωγής αγαθών και δη πολυτελών, θέτοντες προς τούτο δασμούς και απαγορεύσεις εισαγωγής {…} Η ναυτιλία δέον όπως υποστηρίζεται, ως επίσης και η αλιεία {…}. Το εσωτερικό εμπόριον πρέπει να ενισχύεται δια να καλύπτη τας εσωτερικάς ανάγκας δι’ εγχωρίων προϊόντων, κατά συνέπειαν πρέπει να είναι όσον το δυνατόν ελεύθερον επιβαρύνσεων εκ τελών εντός της χώρας {…} πρέπει να ενισχύονται εκείναι αι βιομηχανίαι, αι οποίαι παράγουν προϊόντα ζητούμενα εντός και εκτός της χώρας {…} προς υπερνίκησιν του εκ του Εξωτερικού ανταγωνισμού, κατά τους εμποροκράτας, θα έπρεπε η ποιότης των εμπορευμάτων να ήτο εξαιρετική και η τιμή ανταγωνιστική» (Χουμανίδης, 1999, σσ. 104-105).
Παρατηρείται από τα ανωτέρω ότι μία σημαντική παράμετρος του διεθνούς ανταγωνισμού είναι η κυριαρχία επί του εμπορίου (τοπικού, περιφερειακού και παγκόσμιου) καθώς και των εμπορικών οδών και εμπορικών διαδρομών που επιτρέπουν την αύξηση της οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος ενός κράτους ασκώντας γεωχωρική πίεση μέσω των εμπορικών διαδρόμων σ’ άλλο κράτος είτε αυξάνοντας κόστη μεταφοράς, τελών ή και δημιουργώντας εμπορικούς αποκλεισμούς περιοχών. Παράλληλα, παρατηρείται ότι στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού η μετατροπή ενός κράτους σε πλεονασματικό εμπορικό παίκτη αυτομάτως του προσδίδει την ιδιότητα του δανειστή όπου ασκεί έλεγχο καθώς και αποκομίζει κέρδη αυξάνοντας τις εμπορικές εξαγωγές του και μειώνοντας το εμπορικό έλλειμμά του. Επίσης, δυνητικά τα κέρδη από το εμπόριο μπορεί να τα επενδύσει στην αναβάθμιση των δημοσίων υποδομών του, στην έρευνα και καινοτομία που μελλοντικά δύναται να του μειώνει και τα εμπορικά-μεταφορικά και μη κόστη στο μέλλον μέσω της υιοθέτησης εφευρέσεων ενώ ενισχύει το οικονομικό αποτύπωμά του και βαρύτητά του επί του παγκοσμίου εμπορίου. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση της εν λόγω οικονομικής θεωρίας δεν μπορεί ρεαλιστικά να γίνει από πολλά κράτη και αυτό οφείλεται στην δομή της οικονομίας τους, στην γεωγραφία, στο πολιτισμικό υπόβαθρο, στους θεσμούς και την διάρθρωση της οικονομίας και κοινωνίας ενός κράτους.
Κλείνοντας, γίνεται αντιληπτό ότι η οικονομική θεωρία και ο διεθνής ανταγωνισμός είναι στενά συνδεδεμένοι και επηρεάζουν και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική, θεσμική, κοινωνική, πολιτιστική και τεχνολογική προοπτική και ανάπτυξη των κρατών και των πολιτών. Τέλος, παρατηρείται ότι η οικονομική θεωρία των εμποροκρατών αποτελεί μία μόνο θεωρία επί του συνόλου των οικονομικών θεωριών άρα και μία οπτική οικονομική προς το παγκόσμιο γίγνεσθαι και τον διεθνή ανταγωνισμό. Ανάλογα το είδος, φύση, οικονομική φιλοσοφία των οικονομικών θεωριών δύναται να υπάρχουν και τα αντίστοιχα πρίσματα επί τους διεθνούς ανταγωνισμού, παγκόσμιου εμπορίου και γεωπολιτικής.
Βιβλιογραφία
Πατρώνης, Β. Σ. (2019). Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης και των οικονομικών θεωριών (2η Έκδοση εκδ.). Αθήνα: Ηρόδοτος.
Ρηγίνος, Θ. Δ. (2010). Ιστορία της Οικονομικής Αναλύσεως (2η Έκδοση εκδ.). Εκδόσεις Παπαζήση.
Χουμανίδης, Λ. Θ. (1999). Ιστορία Οικονομικών Θεωριών Από των αρχαίων χρόνων μέχρι των ημερών μας. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική.