Γράφει η Βικτωρία Παπαδοπούλου, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα, ελλοχεύει ο κίνδυνος του εμπορικού πολέμου. Οι συγκρούσεις στο παγκόσμιο εμπόριο μπορούν να κλιμακωθούν σε εμπορικό πόλεμο, το οποίο συμβαίνει όταν δύο ή και περισσότερα κράτη βρίσκονται σε διαμάχη. Ως επακόλουθο, τα κράτη εξακολουθούν να αυξάνουν τους δασμούς εισαγόμενων προϊόντων για να προστατεύσουν τους εγχώριους παραγωγούς. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί πως ο εμπορικός πόλεμος αποτελεί μία από τις συνιστώσες του οικονομικού πολέμου και συνεπώς γίνεται αντιληπτή η απειλή της χρήσης οικονομικών μέτρων με στόχο την οικονομική αποδυνάμωση ενός κράτους.
Είναι ευρύτερα διαδεδομένη ο εντεινόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, γεγονός που είναι αναπόφευκτο καθώς πρόκειται για μια σχέση σύγκρουσης αλλά συγχρόνως και αλληλεξάρτησης. Ήδη από τις αρχές του 2023, η ένταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο κορυφώθηκε, με αφορμή την εμφάνιση κινεζικού αερόστατου σε μεγάλο ύψος πάνω από τις ΗΠΑ, το οποίο η αμερικανική κυβέρνηση χαρακτήρισε κατασκοπευτικό και ως αντίποινα έστειλε μαχητικό να το καταρρίψει. Από την θέση της, η κινεζική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με εντεινόμενη αγανάκτηση την κλιμακούμενη αμερικανική οικονομική πίεση, ειδικά τους περιορισμούς στις εξαγωγές μικροτσίπ με την επίκληση ανησυχιών της Ουάσιγκτον πως το Πεκίνο θα τα χρησιμοποιήσει για στρατιωτικούς σκοπούς.
Οι ΗΠΑ επικρίνουν την Κίνα για αθέμιτο ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές αλλά και για την παρεμπόδιση στην πρόσβαση των αμερικανικών επιχειρήσεων στην κινεζική οικονομία. Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι η Κίνα εκμεταλλεύεται το φιλελεύθερο εμπορικό καθεστώς για να αναπτυχθεί, αλλά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της, ως μεγάλη οικονομική δύναμη, για τη διατήρηση μιας ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας. Λόγω της διαμάχης μεταξύ των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων, οι ΗΠΑ αύξησαν τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές και έχουν απομονώσει πολλές κινεζικές εταιρείες από βασικούς οικονομικούς κλάδους. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα δεν δέχεται αυτές τις επικρίσεις και επισημαίνει τον ρόλο της ως αναπτυσσόμενη οικονομία για να δικαιολογήσει την αρκετά κλειστή οικονομία της και τον κεντρικό ρόλο των κρατικών επιχειρήσεων.
Στην πραγματικότητα, η γενικότερη εξωτερική πολιτική επηρεάζεται από τη γεωγραφία της κάθε χώρας. Οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη θέση στον ναυτικό τομέα και έχουν τον πλήρη έλεγχο στις θάλασσες. Η Κίνα ναυπηγεί αεροπλανοφόρα, ωστόσο δεν διαθέτουν ισχυρότερο στόλο από τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό τον λόγο, η Κίνα επέλεξε την συνεργασία με το Πακιστάν ως την ασφαλέστερη λύση για την υλοποίηση του χερσαίου δρόμου της BRI. Παράλληλα, οι Αμερικάνοι έχουν υπό τον έλεγχό τους και τα στενά της Μαλάκα. Επομένως, τα πλεονεκτήματα των Κινέζων είναι το εγχώριο προϊόν που παράγουν καθώς και το χαμηλό κόστος παραγωγής, όμως όσο υφίσταται ο αμερικάνικος ναυτικός έλεγχος, η Αμερικάνικη πρωτοκαθεδρία στον ναυτικό τομέα δεν αμφισβητείται.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να έρθουν σε εμπορικές συμφωνίες με χώρες της Ασίας προκειμένου να περιοριστεί η επιρροή της Κίνας. Για τον σκοπό αυτό, οι Αμερικάνοι ενισχύουν την αυτονομία της Ταιβάν. Η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει πως οι σχέσεις ανάμεσα στη Κίνα και τη Ταιβάν έχουν διαταραχθεί ανά περιόδους λόγω πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών ζητημάτων. Η Κίνα θεωρεί τη νήσο της Ταιβάν επαρχία της και δεν έχει αποκλείσει ποτέ τη χρήση βίας για να εξασφαλίσει την επανένωσή της με την ηπειρωτική χώρα. Oι ΗΠΑ γνωρίζουν πως η Κίνα επιδιώκει την επανένωση τους, συνεπώς υποστηρίζουν την αυτονομία της Ταιβάν προκειμένου να μην μπορέσει η Κίνα να καταλάβει την Ταιβάν και επομένως να επεκτείνει την ισχύ της.
Μέσω του εμπορικού πολέμου οι ΗΠΑ αποσκοπούν στην μείωση της αλληλεξάρτησης που έχουν με την Κίνα. Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θεωρούσε ότι η Κίνα αποτελεί έναν σημαντικό οικονομικό αντίπαλο. Ο ίδιος έχει κατηγορήσει το Πεκίνο για την αμφισβήτηση της αμερικάνικης δύναμης και επιρροής. Υποστήριξε, επίσης, πως η απώλεια θέσεων εργασίας στην αμερικανική οικονομία και το εμπορικό έλλειμμα συνιστούν απόρροια των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών της Κίνας, όπως για παράδειγμα την επιδότηση των κρατικών επιχειρήσεων και τη κλοπή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια, τον Μάρτιο του 2018, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε το διάταγμα για δασμούς 60 δισ. δολαρίων σε κινεζικά προϊόντα. Δήλωσε ότι οι δασμοί είναι ένας άμεσος τρόπος να ανακτήσει η αμερικανική βιομηχανία την παλιά της δόξα. Μόνο εάν η Κίνα αγοράσει αμερικάνικα προϊόντα, θα μειωθούν οι τιμές των δασμών. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Κίνα επιχειρεί να πετύχει την αυτάρκεια της στην εσωτερική παραγωγή. Παράλληλα, η Κίνα έχει προωθήσει την βιομηχανία της ώστε είτε να στραφεί σε αναπτυσσόμενες χώρες με μικρότερο κόστος είτε να επενδύσει σε άλλα κράτη όπως την Ινδονησία. Σε ρεαλιστικό επίπεδο, τα παραπάνω μέτρα δεν επαρκούν καθώς η Κίνα εξαρτάται από ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Η εμπορική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών πλήττει το διεθνές εμπόριο λόγω της υπερφορολόγησης και της επιβολής υψηλών δασμών. Οι επιπτώσεις του εμπορικού αυτού πολέμου αφορούν κυρίως τους καταναλωτές και των δύο χωρών όπως και τις εταιρείες, υπονομεύοντας παράλληλα την παγκόσμια οικονομία και ανάπτυξη. Οι εμπορικοί πόλεμοι δημιουργούν αβεβαιότητα στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές. Η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να επηρεάσει τις επενδύσεις, τις ισοτιμίες και τη γενική οικονομική σταθερότητα. Παράλληλα, οι εμπορικοί περιορισμοί μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομικών δυνάμεων μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση των παγκόσμιων εμπορικών ροών, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις εξαγωγές και εισαγωγές πολλών χωρών. Σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα αξίζει να προστεθεί η αύξηση των δασμών και άλλων εμπορικών εμποδίων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Εξίσου σημαντική είναι η επίδραση της επιβολής των δασμών στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, επηρεάζοντας συγχρόνως τους καταναλωτές και των δύο χωρών. Τέλος, ο εμπορικός πόλεμος επηρεάζει τις παγκόσμιες αλυσίδες προμηθειών, καθώς πολλές εταιρείες εξαρτώνται από το παγκόσμιο εμπόριο για τα υλικά και τα εξαρτήματα τους. Επομένως, γίνεται αντιληπτή η αξία της σταθερότητας στο διεθνές εμπόριο και την ανάγκη για διάλογο και συνεργασία μεταξύ των οικονομικών δυνάμεων.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει περιορίσει τις αμερικανικές εταιρείες από την πώληση υψηλής τεχνολογίας, κυρίως ημιαγωγών, σε κινεζικές εταιρείες ενώ παράλληλα προσπάθησε να περιορίσει τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα. Η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζίνα Ραϊμόντο, απέρριψε τα αιτήματα της Κίνας για μείωση των ελέγχων. Όσον αφορά την Ταϊβάν το Πεκίνο θεωρεί την Ταϊβάν μέρος της επικράτειάς του, χωρίς δικαίωμα ανεξάρτητης ανάπτυξης διπλωματικών σχέσεων με τη διεθνή κοινότητα. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν το Πεκίνο ως τη μοναδική κυβέρνηση της Κίνας, αλλά διατηρούν ανεπίσημες σχέσεις με την Ταϊβάν, ένα δημοκρατικά αυτοδιοικούμενο νησί. Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα πως η παγκόσμια οικονομία κατακερματίζεται, γι’ αυτό και αναδύονται περιφερειακές συμμαχίες, όπως για παράδειγμα η συνεργασία Ιαπωνίας-Αυστραλίας-Ινδίας και Κίνας-Πακιστάν.
Το 2024 πιθανόν να φέρει νέες αναταράξεις. Από τις προεδρικές εκλογές στην Ταϊβάν και τις ΗΠΑ έως τις συνεχιζόμενες εμπορικές μάχες ΗΠΑ-Κίνας. Ο Μπάιντεν και ο Σι προς το παρόν δεν έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που θα μπορούσαν να επιδεινωθούν. Πρόκειται για τη σύσταση ενός διαφορετικού κόσμου, χωρίς κάποιο θερμό επεισόδιο αλλά με συγκρούσεις. Οι προσδοκίες διευθέτησης των εμπορικών τους διαφορών δεν φαίνεται να είναι υψηλές, καθώς ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, στην πραγματικότητα, συνιστά μια γεωοικονομική σύγκρουση μέρος ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Πηγές-Βιβλιογραφία
Βιβλία
- Swanson Ana (2018), «Trump’s Trade War With China Is Officially Underway». Εκδόσεις: The New York Times.
- Lο Kinling ( 2019), «China doesn’t want to supplant the US, but it will keep growing, Beijing says». Εκδόσεις:South China Morning Post.
- Bradsher Keith ( 2019), «With Higher Tariffs, China Retaliates Against the U.S». Εκδόσεις: The New York Times.
- Lawder David (2020), «In U.S.-China Phase 1 trade deal, enforcement may end in “We quit'». Εκδόσεις:Reuters.
Έντυπη
- Hass Ryan (2020), «More pain than gain: How the US-China trade war hurt America». Εκδόσεις: Brookings Institution.
- Korolev Alexander S. (2023), «Political and Economic Security in Multipolar Eurasia». Εκδόσεις:
- Partington, Richard (2019),«Global markets take fright as Trump ramps up US-China trade war». Εκδόσεις: The Guardian.
- Stevenson Alexandra (2019), «U.S.-China Trade Talks End With No Deal in Sight». Εκδόσεις: The New York Times.
Ηλεκτρονικοί Ιστότοποι
- org, (2023) «The contentious U.S-China Trade Relationship». Διαθέσιμο σε:
https://www.cfr.org/backgrounder/contentious-us-china-trade-relationship
- com, (2020) «A US-China trade war is the last thing the world economy needs now». Διαθέσιμο σε:
https://edition.cnn.com/2020/05/19/economy/us-china-trade-war-resume-coronavirus-intl-hnk/index.html
- org, (2023) «The ‘bystander effect’ of the US-China trade war». Διαθέσιμο σε:
https://cepr.org/voxeu/columns/bystander-effect-us-china-trade-war
- com, (2023) «US-China trade hits record high despite rising tensions». Διαθέσιμο σε:
https://www.bbc.com/news/business-64563855