Γράφει ο Δρ. Φίλιππος Προέδρου, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ
Η πιο σημαντική πτυχή της παγκοσμιοποίησης είναι η οικονομική, κάτι που συμβαδίζει με την οικονομο-ποίηση της σύγχρονης ζωής. Η πίστη στην πρόοδο που κληροδοτήθηκε στην ανθρωπότητα από το Διαφωτισμό, από κοινού με τη Βιομηχανική Επανάσταση και την επικράτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού, έφτασαν στο απόγειό τους με τη νέο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των τελών του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα που εδράζεται στην αρχή της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης (growth), στον ανερμάτιστο στόχο να παράγουμε και να καταναλώνουμε περισσότερα.[1]
Η λογική αυτή έχει οδηγήσει σε τρεις παράλληλες κρίσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ίδιου του παγκόσμιου συστήματος και του ανθρώπινου πολιτισμού. Πιο συγκεκριμένα,
- Η κλιματική αλλαγή είναι, σύμφωνα με την πλέον έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, το Διεθνές Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel for Climate Change) ανθρωπογενής και οφείλεται ως επί το πλείστον στις υψηλές εκπομπές αεριών που προέρχονται κατά βάση από την καύση των ορυκτών καυσίμων.
- Η προϊούσα σπάνη των φυσικών πόρων. Πολλές πρώτες ύλες και τα αποθέματα των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας φθίνουν επικίνδυνα.
- Ο υπερδανεισμός. Η κυκλοφορία του χρήματος είναι ασύμμετρα μεγαλύτερη από το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών στην παγκόσμια αγορά. Αυτή η δομική ανισορροπία διατηρεί τα περισσότερα κράτη και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών χρεωμένο με τη διαχείριση του χρέους να παραμένει ένα ακανθώδες ζήτημα που πυροδοτεί κρίσεις, ανασφάλεια και συγκρούσεις.[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει έδαφος για την αναζήτηση εναλλακτικών αναπτυξιακών παραδειγμάτων. Η σχολή των Οικολογικών Οικονομικών (Ecological Economics), που παραμένει εν πολλοίς άγνωστη στη χώρα μας, αντιπαρατάσσει στην έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης αυτήν της ανάπτυξης (development) ως τον καταλύτη της παγκόσμιας κοινωνίας. Ενώ το δόγμα της οικονομικής μεγέθυνσης περιστρέφεται γύρω από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, και γι’ αυτό θέτει περαιτέρω πιέσεις στις αντοχές του οικοσυστήματος, η έννοια της ανάπτυξης επικεντρώνεται στην ποιότητα της διαβίωσης και στη βελτίωση των δεικτών ευημερίας μέσα από εναλλακτικούς τρόπους λειτουργίας της οικονομίας χωρίς να επιβαρύνει περαιτέρω το περιβάλλον. Από τη στιγμή που το οικονομικό σύστημα αποτελεί υπο-σύστημα του ευρύτερου οικολογικού συστήματος, και εξαρτάται από αυτό για τη λειτουργία του, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε και να μετρήσουμε τα βιοφυσικά όρια και να οργανώσουμε την οικονομία εντός τους.[3]
Στα Οικολογικά Οικονομικά συναντώνται οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες. Πιο συγκεκριμένα, οι θεωρητικοί των οικολογικών οικονομικών προχωρούν σε μία αναδιάρθρωση των κεντρικών οικονομικών προβλημάτων. Το κύριο πρόβλημα δεν είναι, όπως προτάσσουν οι νέο-κλασικοί οικονομολόγοι, η κατανομή των πόρων και, δευτερευόντως, η διανομή του πλούτου. Αντίθετα, θεωρούν ότι
- Η κλίμακα της οικονομικής δραστηριότητας είναι το θεμελιώδες πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας, το οποίο και αγνοείται από την κυρίαρχη οικονομική σκέψη. Η υπερκέραση των ορίων της δημιουργεί ασφυκτικά προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον.
- Εντός μίας δεδομένης κλίμακας οικονομικής δραστηριότητας εντός των βιοφυσικών ορίων, η διανομή του πλούτου είναι κεντρικής σημασίας για την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης και τη δημιουργία ενός διχτυού ασφαλείας.
- Μόνο αφού έχουν εκπληρωθεί οι δύο αυτές προϋποθέσεις, είναι σημαντικό να επιτρέψουμε στις δυνάμεις της αγοράς να κατανείμουν κατά το βέλτιστο τρόπο τους πόρους μέσα στην οικονομία.[4]
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μία σειρά από κρίσιμες τοποθετήσεις με στόχο την αναδιάρθρωση της οικονομίας και του ενεργειακού τομέα, προσφέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο μία φρέσκια ματιά στη λειτουργία της παγκοσμιοποίησης και της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής παγκόσμιας διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα:
- Ο δείκτης του ΑΕΠ μετρά μόνο ποσοτικές, όχι ποιοτικές, παραμέτρους της οικονομίας και γι’ αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από ευρύτερους δείκτες, όπως αυτός της Βιωσιμότητας και της Ευημερίας (ISEW), που μετρά τόσο τα κόστη όσο και τα κέρδη, εντοπίζει απώλειες φυσικών πόρων και οικολογικών υπηρεσιών και μετρά την πρόοδο και την ευημερία, όχι μόνο την παραγωγικότητα.[5]
- Είναι απαραίτητη η εφαρμογή μίας οικολογικής φορολογικής μεταρρύθμισης που συνοψίζεται στο δόγμα “tax bads, not goods” (φορολογήστε τα κακά, όχι τα αγαθά). Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να αποδίδεται μεγάλο φορολογικό βάρος στην πρόκληση ρύπανσης, στη χρήση των ορυκτών καυσίμων, στην υπερβολική χρήση των φυσικών πόρων κλπ, με στόχο να αποθαρρύνονται τέτοιες επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες. Παράλληλα, είναι εξίσου απαραίτητη η αποφορολόγηση αγαθών, όπως η εργασία και το εισόδημα, προκειμένου αυτά να ενθαρρύνονται. Αυτό το εναλλακτικό φορολογικό σύστημα διαφοροποιεί σημαντικά το σύστημα κινήτρων και ποινών και μπορεί να καταστήσει την οικονομία πιο βιώσιμη και αποτελεσματική.[6]
- Η λέξη–κλειδί για την αναδιοργάνωση της οικονομίας είναι η από-υλοποίηση, η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών δηλαδή με σημαντικά μειωμένη χρήση φυσικών πόρων. Τούτο δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε διολίσθηση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για νέα επιχειρηματικά πρότυπα που θα μετατοπίσουν την έμφαση από την παραγωγή αγαθών στην πρόσφορά υπηρεσιών, με κύριους τομείς εφαρμογής αυτούς της θέρμανσης, των μεταφορών και της πληροφορικής.[7]
Στον ενεργειακό τομέα, είναι θεμελιώδης, και δυνατή, μία ενεργειακή επανάσταση που θα μειώσει δραματικά τη χρήση των ορυκτών καυσίμων και θα εκτοξεύσει αυτή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η απόσυρση των τεράστιων επιδοτήσεων και φοροελαφρύνσεων-φοροαπαλλαγών που λαμβάνουν τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που θα καταστήσει τις ανανεώσιμες πηγές πιο ανταγωνιστικές. Η δημιουργία ενός νέου μοντέλου παραγωγού-καταναλωτή ενέργειας για τους πολίτες του κόσμου, και η δημιουργία τοπικών, όχι συγκεντρωτικών και πολύ εκτεταμένων ενεργειακών δομών, εξάλλου, είναι απαραίτητη, διότι οι ανανεώσιμες πηγές είναι πολύ πιο αποτελεσματικές ενεργειακά σε τοπικό επίπεδο. Η μεταφορά και αποθήκευσή τους είναι εξαιρετικά κοστοβόρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπερβολική έμφαση που δίδεται στη διπλωματία των αγωγών πετρελαίου και αερίου και στις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα αποτελεί μέρος του προβλήματος και χρήζει αναθεώρησης. Δε συνάδει με την άμεση ανάγκη της ανθρωπότητας για βιώσιμη ενέργεια.[8]
Τέλος, είναι απαραίτητο να σκεφτούμε κριτικά τη σημερινή μορφή της παγκοσμιοποίησης. Το επιχείρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος (comparative advantage) των κλασικών φιλελεύθερων του 18ου αιώνα απηχεί τις αρετές του ελεύθερου εμπορίου σε έναν κόσμο στον οποίο το κεφάλαιο παραμένει σταθερό. Σήμερα, ωστόσο, με το κεφάλαιο να έχει την ικανότητα να διαπερνά τα σύνορα και να μετακινείται απρόσκοπτα εντός δευτερολέπτων, η έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος παράγει πολύ διαφορετικά αποτελέσματα: δεν επιτρέπει στις επιμέρους οικονομίες να εστιάσουν στους πιο παραγωγικούς τους τομείς, αλλά, αντίθετα, επιτρέπει την περιβαλλοντική και εργασιακή εκμετάλλευση στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Το αποτέλεσμα, έτσι, είναι η συνολική περιβαλλοντική υποβάθμιση και μεγάλα κόστη για πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες.[9] Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά κρίσιμο να αναθεωρήσουμε τις πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου. Προς τούτο, είναι απαραίτητο η Δύση, που διατηρεί και τις υψηλότερες και αυστηρότερες, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ανεπαρκείς, οικολογικές και εργασιακές προδιαγραφές
- Να επιβάλλει περιβαλλοντικούς δασμούς (eco-tariffs) σε εισαγωγές από κράτη και επιχειρήσεις που δε συμμορφώνονται με περιβαλλοντικές προδιαγραφές και κανονισμούς. Το μέτρο αυτό θα εξασκήσει σημαντική πίεση στα κράτη και τις επιχειρήσεις αυτές να συμμορφωθούν. Μόλις επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οι δασμοί θα πρέπει φυσικά να αρθούν άμεσα.
- Να επιβάλλει κοινωνικούς δασμούς σε εισαγωγές από κράτη και επιχειρήσεις που δεν εκπληρώνουν τις βασικές κοινωνικές και εργασιακές προδιαγραφές στις παραγωγικές τους διαδικασίες. Η λειτουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου πρέπει να επικεντρώνεται στην άμεση επίλυση τέτοιων υποθέσεων, παρά στο μετέωρο άνοιγμα των αγορών του Παγκόσμιου Νότου.
- Να οδηγήσει σε μία διαφορετική θεώρηση του ελεύθερου εμπορίου, στην πιο πλήρη μορφή του, με την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και γνώσης που μπορεί να παράξει περισσότερη συλλογική γνώση για όλους. Το καθεστώς των πνευματικών δικαιωμάτων, για παράδειγμα, παρεμποδίζει ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς μπλοκάρει ακριβώς τη μεταφορά γνώσης που μπορεί να ενισχύσει τη διαβίωση και την ποιότητα ζωής των πολιτών του κόσμου.[10]
Τέλος, η παραγωγή χρήματος έχει καταστεί ανεξέλεγκτη. Ενώ ο λόγος ύπαρξής του είναι να υπηρετεί την κοινωνία, έχει καταστεί εργαλείο στα χέρια των τραπεζών με στόχο το κέρδος και με άμεση συνέπεια τη μεγέθυνση της οικονομίας. Τούτο, ωστόσο, έχει ως άμεση συνέπεια έναν ολοένα και πιο υπερχρεωμένο κόσμο, στον οποίο το χρήμα που κυκλοφορεί είναι πολλαπλάσιο της πραγματικής αξίας των παραγόμενων αγαθών και των προσφερόμενων υπηρεσιών, καθώς και των βιοφυσικών ορίων. Από τη στιγμή που οι φυσικοί πόροι και τα ανώτατα επίπεδα ρύπανσης έχουν καταστεί ο περιοριστικός οικονομικός παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία, είναι δέον και επιτακτικό να καταστήσουμε την κυκλοφορία του χρήματος συνάρτηση των βιοφυσικών ορίων. Μόνο με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η αρμονική συμβίωση του χρηματοπιστωτικού και του οικολογικού συστήματος προς όφελος της ανθρώπινης ύπαρξης και ευημερίας.[11]
Εν κατακλείδι, το θεωρητικό πλαίσιο των Οικολογικών Οικονομικών εφαρμόζει έναν οικολογικό φακό στα κεντρικά προβλήματα της παγκόσμιας κοινωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα, στόχο έχει όχι μόνο να διατυπώσει μία ισορροπημένη κριτική απέναντι στις παθογένειες της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και να παράσχει νέες ιδέες και οπτικές για την επίλυσή τους. Προς τούτο, προτείνει μία ολιστική θεώρηση για την ενεργειακή, εμπορική και οικονομική παγκόσμια διακυβέρνηση που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα βιώσιμο μέλλον.
[1] Douthwaite, R. 1992. The Growth Illusion: How Economic Growth Enriched the Few, Impoverished the Many, and Endangered the Planet. Canada: New Society Publishers.
[2] Heinberg, R. 2011. The End of Growth: Adapting to the new economic reality. Canada: New Society Publishers.
[3] Wackernagel, M. and Rees, W. 1998. Our Ecological Footprint. Gabriola Island, B.C.: New Society Publishers; Latouche, S. 2009. Farewell to Growth. Cambridge: Polity Press.
[4] Daly, H. 1996. Beyond Growth. The Economics of Sustainable Development. Boston: Beacon Press; Daly, H. and Farley, J. 2004. Ecological Economics. London: Island Press; Costanza, R. (ed.) 1991. Ecological Economics: The Science and Management of Sustainability. New York: Columbia University Press
[5] Daly, H. and Farley, J. 2004. Ecological Economics. London: Island Press; Daly, H. 1996. Beyond Growth. The Economics of Sustainable Development. Boston: Beacon Press.
[6] Lawn, P. 2007. Frontier Issues in Ecological Economics. Cheltenham: Edward Elgar; Daly, H. and Farley, J. 2004. Ecological Economics. London: Island Press.
[7] Jackson, T. 2009. Prosperity without Growth? The Transition to a Sustainable economy. Sustainable Development Commission.
[8] Προέδρου, Φ. 2013. Ανάπτυξη και Ευημερία στον 21ο Αιώνα. Η Προσέγγιση των Οικολογικών Οικονομικών και η Περίπτωση της Ελλάδας. Θεσσαλονίκη: iWrite; Daly, H. 1996. Beyond Growth. The Economics of Sustainable Development. Boston: Beacon Press; Wackernagel, M. and Rees, W. 1998. Our Ecological Footprint. Gabriola Island, B.C.: New Society Publishers; Proedrou, F. 2015. Rethinking Energy Security: An inter-paradigmatic debate. ELIAMEP Policy Paper.
[9] Daly, H. 1996. Beyond Growth. The Economics of Sustainable Development. Boston: Beacon Press.
[10] Lawn, P. 2007. Frontier Issues in Ecological Economics. Cheltenham: Edward Elgar; Daly, H. 1996. Beyond Growth. The Economics of Sustainable Development. Boston: Beacon Press; Προέδρου, Φ. 2013. Ανάπτυξη και Ευημερία στον 21ο Αιώνα. Η Προσέγγιση των Οικολογικών Οικονομικών και η Περίπτωση της Ελλάδας. Θεσσαλονίκη: iWrite.
[11] Douthwaite, R. 2006. The Ecology of Money. Ireland: The Foundation for the Economics of Sustainability.