Christos Ziogas 250

Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις

Posted on Posted in Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, Στρατηγική & Άμυνα

Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας*, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου-Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, η λατινική φράση vae victis (Οὐαί τοῖς ἡττημένοις) ειπώθηκε το 390 π.Χ. από τον αρχηγό των Γαλατών Βρέννο,  ο οποίος αντέδρασε στις ρωμαϊκές αντιρρήσεις σχετικά με το βάρος χρυσού που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι ως τίμημα για την αποχώρηση των γαλατικών στρατευμάτων από τη Ρώμη. Στην κορύφωση της αντιλογίας, ο Γαλάτης αξιωματούχος τοποθέτησε στον έναν δίσκο του ζυγού το ξίφος και τη ζώνη του, αξιώνοντας νέο ισοβαρές με τον αντικείμενο και περιέχοντα τον χρυσό δίσκο, αναφωνώντας: Vae victis. Εν τέλει, οι Ρωμαίοι ζήτησαν εύλογη πίστωση χρόνου για να καλύψουν το υπόλοιπο 1/3 του απαιτούμενου χρυσού, ώστε να ικανοποιηθούν οι γαλατικές απαιτήσεις. Συν τω χρόνω, ο τότε εξορισθείς στρατιωτικός και πολιτικός Μάρκος Φούριος Κάμιλλος επέστρεψε επικεφαλής των στρατιωτικών ρωμαϊκών δυνάμεων, κηρύσσοντας τη συνθήκη άκυρη και κατανικώντας τους Γαλάτες. Έκτοτε, στον Καμίλλο αποδόθηκαν τα προσωνύμια «Πατέρας της Πατρίδας» και «Δεύτερος Ρωμύλος». (Titus Livius, Ab Urbe Condita,V, 48). Μερικές δεκαετίες αργότερα το 321 π.Χ., κατά τον Δεύτερο Σαμνιτικό Πόλεμο, στην πόλη Καύδιο ο στρατηγός Πόντιος Ερέννιος εξανάγκασε τον ηττηθέντα ρωμαϊκό στρατό από τους Σαμνίτες να διέλθει τα «Καυδιανά δίκρανα», έναν ζυγό κατασκευασμένο από δόρατα σε σχήμα Π. Έκτοτε χρησιμοποιούμε την έκφραση: «διήλθε τα Καυδιανά δίκρανα» για να περιγράψουμε την ταπείνωση κάποιου προσώπου ή συλλογικού υποκειμένου.

 Οι εισαγωγικές αναφορές στη ρωμαϊκή ιστορία αποσκοπούν, στο μέτρο του δυνατού, στην ανάδειξη αντιστοιχιών σχετικά με τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας στην παρούσα διεθνο-πολιτική συγκυρία. Δυστυχώς για την Ουκρανία, ο πρόεδρος της είναι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να διαπραγματεύεται με την αμερικανική κυβέρνηση ή να πρέπει να διαπραγματευθεί με την Ρωσική Ομοσπονδία υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, εφ’ όσον αμφότερες διατυπώνουν έναντι της ουκρανικής πλευράς απροσχημάτιστα τις εδαφικές οικονομικές και πολιτικές τους αξιώσεις. Είναι γεγονός ότι μετά τις προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες η Ουκρανία απώλεσε τον ισχυρότερο στρατιωτικό της σύμμαχο στον τριετή πόλεμο με την Ρωσική Ομοσπονδία. Oι Ηνωμένες Πολιτείες από βασικός αρωγός της ουκρανικής αντίστασης έναντι της ρωσικής εισβολής έχουν εξελιχθεί σε επιτήδειο διαμεσολαβητή της σύγκρουσης. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη δυσχερή στρατιωτική θέση της Ουκρανίας ως μέσο πίεσης, ώστε να δρομολογήσει προνομιακές συμφωνίες για την εκμετάλλευση φυσικών πόρων και οικονομικών υποδομών της καθημαγμένης χώρας. Παράλληλα η Ρωσία επιδιώκει να επιβάλει πλήρως τους όρους της, να απονομιμοποιήσει την ουκρανική κυβέρνηση και να καθαιρέσει τον πρόεδρο Ζελένσκι.

 Εν ολίγοις, ο μεν πρόεδρος Trump θυμίζει τον Γαλάτη στρατηγό Βρέννο, ο οποίος διαρκώς θέτει στη ζυγαριά της διπλωματικής διαπραγμάτευσης περισσότερες απαιτήσεις, ώστε να δρομολογηθεί η εκεχειρία στο ουκρανικό μέτωπο. Ο δε πρόεδρος Πούτιν ομοιάζει με τον στρατηγό Ερέννιο, ο οποίος πέραν της επιβολής των ρωσικών όρων κατάπαυσης των εχθροπραξίων, θέλει να ταπεινώσει την ουκρανική ηγεσία. Δυστυχώς για την Ουκρανία δεν έχει τους απαιτούμενους συντελεστές ισχύος για να αναστρέψει τα δεδομένα επί του πεδίου ώστε να αποτρέψει την επιζήμια συνθηκολόγησή της. Επίσης δεν φαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα –ουκρανικό ή ευρωπαϊκό– κάποιος Κάμιλλος που θα αλλάξει επί της ουσίας τα δεδομένα της ισχύος στο ουκρανικό μέτωπο και ακολούθως το πλαίσιο και τους όρους της διαπραγμάτευσης.

 Εν γένει, σε ποιο βαθμό οι εμπορικές, στρατηγικές και διπλωματικές αμφισημίες και αντιφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης θα καταστούν επιζήμιες για την αμερικανική ηγεμονία θα το δούμε στο προσεχές μέλλον. Επί του παρόντος είναι μοιραίες για την Ουκρανία και πιθανόν να εξελιχθούν σε επικίνδυνες για όσα κράτη πάρουν τοις μετρητοίς τυχόν λεκτικές αβροφροσύνες ακόμη και δεσμεύσεις ή διασφαλίσεις από την παρούσα αμερικανική ηγεσία. Από τα πεπραγμένα των πρώτων 100 ημερών της δεύτερης προεδρικής θητείας του Donald Trump διαφαίνεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση επιδιώκει να αποσυνδέσει τη διεθνή τάξη απ’ όσα στοιχεία της θεωρεί ότι δεν εξυπηρετούν τα οικεία συμφέροντα, παρακάμπτοντας ή αδιαφορώντας πλέον για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτά αποτέλεσαν ουσιαστικά γνωρίσματα της μεταπολεμικής ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτείων. Μάλλον διερχόμαστε μία περίοδο κατά την οποία η μεταψυχροπολεμική πλημμυρίδα αξίωσης προσδιορισμού και ενσωμάτωσης στη διεθνή τάξη του συνόλου σχεδόν του αμερικανικού αξιακού συστήματος, δίνει τη θέση της στην παρούσα αποδόμηση της διεθνούς τάξης από τους θεσμικούς πυλώνες, τους νομικούς κανόνες και τις διπλωματικές πρακτικές της μεταπολεμικής αμερικανόπνευστης διαδικασίας συγκρότησής της.

Ο βαθύς δυισμός της αμερικανικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες αποτυπώθηκε πολιτικά και εκφράστηκε εκλογικά, οδηγώντας τον Donald Trump δις στην ηγεσία του αμερικανικού κράτους. Ο νυν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υποστασιώνει το επιχειρηματικό πρότυπο που άνθησε στην απορρυθμισμένη αμερικανική οικονομία τη δεκαετία του ’80, –έχοντας πλέον ως πεδίο δράσης το διεθνές σύστημα– και εκφράζει ανθρωπολογικά πλειοψηφικά τμήματα της αμερικανικής ενδοχώρας. Μέχρι πρόσφατα η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρασσόταν και ασκούνταν από τις κυρίαρχες πολιτικές και ακαδημαϊκές ελίτ των δύο ακτών, οι οποίες έχουν αντικατασταθεί από πρόσωπα που εκφράζουν κατά το πλείστον τις πεποιθήσεις, τα συμφέροντα και το στυλ της αμερικανικής ενδοχώρας. Από τα έως τώρα πεπραγμένα στις διμερείς και πολυμερείς διαπραγματεύσεις, τα νέα μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης φαίνεται πως αποστρέφονται άτομα τα οποία λεκτικά, υφολογικά και διπλωματικά ομοιάζουν με τις «μισητές» ελίτ, τις οποίες για δεκαετίες αναπαρήγαγαν τα αμερικανικά πανεπιστήμια και στελέχωναν έως σήμερα το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, αλλά και για δεκαετίες συναπαρτίζουν τις κυβερνήσεις πάρα πολλών κρατών του διεθνούς συστήματος. Επομένως, ίσως να μπορούσε να προσθέσει κανείς στη διαχρονική ρήση οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις καί το Φεῦ τοῖς δυσπροσαρμόστοις.

 Κλείνοντας θα αντλήσουμε σοφία από τη διαχρονική και φιλοσοφημένη πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη συνδυάζοντας τη βιούμενη ουκρανική τραγωδία με τη μέριμνα που οφείλουν να επιδεικνύουν οι ηγεσίες ώστε οι κοινωνίες που εκπροσωπούν να μην βρεθούν σε αντίστοιχες καταστάσεις. Αντιτάσσουν λοιπόν οι Αθηναίοι στα επιχειρήματα των δύσμοιρων Μηλίων: «Όσο για την ιδέα σας για τους Λακεδαιμόνιους, στην οποία στηρίζετε την πεποίθηση ότι από ντροπή θα σας βοηθήσουν, ενώ μακαρίζουμε την αθωότητά σας δε ζηλεύουμε την αφροσύνη σας (..) από όλους τους ανθρώπους που ξέρουμε, αυτοί δείχνουν ολοφάνερα ότι θεωρούν τα ευχάριστα έντιμα και τα συμφέροντα δίκαια. Και αλήθεια, η τέτοια νοοτροπία τους δεν είναι καθόλου ευνοϊκή προς τις τωρινές παράλογες ελπίδες σας για σωτηρία». (Θουκυδίδης Α 105).

*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (05/05/2025)

KEDISA--ανάλυση