Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης*, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το σημερινό πληροφοριακό περιβάλλον είναι ήδη κορεσμένο από παρακολούθηση. Ψηφιακές συσκευές, λογισμικά και αισθητήρες υπάρχουν παντού καθώς ο καθένας μας διαθέτει επί 24ώρου βάσεως κινητές ή μη ψηφιακές συσκευές οι οποίες δημιουργούν γύρω του και όπου αυτός βρίσκεται ένα συνεχές, κινητό ψηφιακό πλέγμα πληροφοριών. Η εξάρτηση μας από τη ψηφιακή τεχνολογία πέρα από τα πλεονεκτήματα της έχει δημιουργήσει τρωτότητες οι οποίες δυνητικά μπορούν να τύχουν εκμετάλλευσης από διάφορες οντότητες για ιδίον όφελος.
ΓΕΝΙΚΑ
Η εξέλιξη των ψηφιακών πλατφορμών των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) σε ισχυρές και εξαιρετικά παρεμβατικές μηχανές συνέβαλε στη δημιουργία του περιβάλλοντος του «Καπιταλισμού της Επιτήρησης» εντός του οποίου δρούμε, συνυπάρχουμε και στο οποίο η συμπεριφορά των χρηστών παρακολουθείται με αντάλλαγμα, από τη μια πλευρά τη δωρεάν πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες και εφαρμογές, και από την άλλη την κεφαλαιοποίηση και εκμετάλλευση, με διάφορους τρόπους, των παραγομένων ατομικών δεδομένων. Το μοντέλο αυτό κυριαρχεί όχι μόνο στα ΜΚΔ αλλά σε ολόκληρο το ψηφιακό οικοσύστημα αναγκάζοντας της ψηφιακές πλατφόρμες να δημιουργούν μια παρεμβατική, αμείλικτη λογική, προσεγγίζοντας με ακρίβεια τα μοτίβα της ψηφιακής συμπεριφοράς μας.
ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Κυβερνοασφάλεια (ENISA) συμπεριέλαβε την ψηφιακή παρακολούθηση μεταξύ των δέκα κορυφαίων αναδυόμενων απειλών για την κυβερνοασφάλεια το 2030.
Το παραγόμενο λογισμικό αν και έχει βελτιωθεί σε θέματα κυβερνοασφάλειας εξακολουθεί να έχει αδυναμίες, με αποτέλεσμα κακόβουλοι χρήστες (Χάκερς, ομάδες, οργανώσεις, κράτη κλπ) να εκμεταλλεύονται αυτές τις τρωτότητες για ιδίον όφελος (χρήματα, φήμη, ισχύ, κακόβουλες προθέσεις, κλπ).
Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή λογισμικού υψηλής «αξίας» το οποίο χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση ενός συνόλου κακόβουλων ή μη σκοπών.
Πιο συγκεκριμένα οι τελευταίες εκδόσεις των λογισμικών παρακολούθησής μπορούν να έχουν πρόσβαση στη συσκευή ενός στόχου χωρίς καμία ορατή ένδειξη παραβίασης. Δηλαδή, χωρίς να χρειάζεται να ξεγελάσουν τον στόχο ώστε να κάνει κάποια ενέργεια (κλικ) σε ένα σύνδεσμο.
Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε κακόβουλος χρήστης θα είναι σε θέση να χρησιμοποιεί λογισμικά παρακολούθησης (spyware) όπως τα Pegasus, και Predator, ώστε να διεισδύσει με μικρή προσπάθεια (παραδοσιακό κακόβουλο λογισμικό, Social Engineering, phishing, κλπ) ή/και αόρατα (advanced spyware) στις συσκευές των χρηστών. Oι χρήστες πρακτικά δεν μπορούν να αμυνθούν αποτελεσματικά, καθώς στο επίπεδο τους και προς χάριν της πρακτικότητας-χρηστικότητα μπορούν να υιοθετήσουν περιορισμένα μέτρα προστασίας όπως η χρήση δύο παραγόντων αυθεντικοποίησης ή ενός διαχειριστή κωδικών πρόσβασης, ή χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή όπως το signal για την ανταλλαγή μηνυμάτων.
Δυστυχώς αν και οι θύτες χρησιμοποιούν λογισμικά τελευταίας τεχνολογίας (βγαλμένα από το μέλλον) έτσι ώστε με μια ή και καθόλου απλή ενέργεια να διεισδύουν στις συσκευές του θύματος χωρίς να το γνωρίζει, οι έλεγχοι και οι μηχανισμοί εποπτείας ανήκουν σε περασμένους αιώνες.
Υπάρχουν πολλά είδη κακόβουλου λογισμικού (ιοί, δούρειοι ίπποι, ψηφιακά σκουλήκια, κλπ), το οποίο μπορεί να εγκατασταθεί στα ψηφιακά μέσα των χρηστών με πολλούς τρόπους (επιθέσεις):
- Ψηφιακή Εξαπάτηση (Phishing): περιλαμβάνει την εξαπάτηση των χρηστών για να αποκαλύψουν ευαίσθητες πληροφορίες (κωδικούς πρόσβα-σης, αριθμούς λογαριασμών ή προσωπικά δεδομένα).
- Επιθέσεις ενεργείας(Clickjacking): περιλαμβάνει την εξαπάτηση χρηστών για να ενεργήσουν (κλικ) σε έναν υπερσύνδεσμο ή κουμπί.
- Επιθέσεις χωρίς ενέργεια (zero click): Εκμεταλλεύονται άγνωστη τρωτότητα (zero day vulnerability) του συστήματος μην απαιτώντας κάποια παρέμβαση από τους χρήστες οι οποίοι συνήθως δεν αντιλαμβάνονται αυτές τις επιθέσεις και, συνεπώς, δεν μπορούν να τις αντιμετωπίσουν ή να μετριάσουν τις επιπτώσεις τους.
- Επιθέσεις Drive–by download: Εξαπολύονται από μολυσμένες ιστοσελίδες, επιτρέποντας σε κακόβουλους χρήστες να διεισδύουν, να αποκτούν πρόσβαση, να ελέγχουν και να συλλέγουν μεγάλες ποσότητες πληροφοριών από ψηφιακές συσκευές. Εξέλιξη αυτών των επιθέσεων αποτελούν οι Watering hole attacks, στις οποίες ο επιτιθέμενος βρίσκει ιστοσελίδες τις οποίες γνωρίζει ότι επισκέπτονται χρήστες του ψηφιακού συστήματος στόχου, τις μολύνει με λογισμικό το οποίο έχει στόχο την απόκτηση πληροφοριών για τους χρήστες και το ψηφιακό σύστημα περιμένοντας έως ότου κάποιοι χρήστες επισκεφθούν τη σελίδα και μολυνθούν.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Ιστορικά οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν μεν την ίδια στόχευση για το είδος των πληροφοριών που αναζητούσαν αλλά χρησιμοποιούσαν «παραδοσιακές» τεχνικές παρακολούθησης (πράκτορες, φωτογραφίες, κοριοί, κλπ) για να τις αποκτήσουν, οι οποίες ήταν ως επί το πλείστον διάσπαρτες, αρκετά επίπονες και πολύ πρωτόγονες.
Η ψηφιακή παρακολούθηση και επιτήρηση αφαίρεσε πολλούς από τους φυσικούς περιορισμούς δίνοντας στις υπηρεσίες τεράστιες δυνατότητες «αόρατης» επιτήρησης.
Η παρακολούθηση μπορεί να κατηγοριοποιηθεί όπως παρακάτω:
- Παραδοσιακή: Εσκεμμένος, συστηματικός και διαρκής έλεγχος ατόμων και ομάδων, με εστίαση της προσπάθειας σε προσωπικά στοιχεία για σκοπούς επιρροής, διαχείρισης, προστασίας ή κατεύθυνσης.
- Σύγχρονη: Εξέλιξη της παραδοσιακής παρακολούθησης με τη χρήση εξελιγμένων μέσων ξεπερνώντας χωροχρονικούς, ποσοτικούς και άλλους περιορισμούς της παραδοσιακής παρακολούθησης.
- Στοχευμένη: Απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα ενδιαφέ-ροντος.
- Μαζική-Διάχυτη: Απευθύνεται αδιακρίτως σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων ή και σε ολόκληρο κράτος, επηρεάζοντας την ιδιωτική ζωή, τη προστασία των δεδομένων, τα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων (ελευθερία του λόγου, συνεταιρίζεσθαι, συνέρχεσθαι) και τους δημοκρατικούς θεσμούς της κοινωνίας και ιδιαίτερα της συμμετοχικής διαβουλευτικής δημοκρατίας η οποία εγγυάται τρεις θεμελιώδεις πτυχές:
Την ιδιωτική αυτονομία των πολιτών-Τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη-Την ανεξαρτησία μιας δημόσιας σφαίρας.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το θέμα της στοχευμένης κατασκοπείας και του κατασκοπευτικού λογισμικού, το οποίο είναι ακόμη πιο ανησυχητικό λόγω του επιπέδου της παρεμβατικότητας. Το να μπορεί μια οντότητα (κυβερνητική υπηρεσία, κλπ) να διεισδύσει σε μια ψηφιακή συσκευή, χάρη στο κατασκοπευτικό λογισμικό, αποτελεί ένα ποιοτικό εξελικτικό άλμα στις δυνατότητες της κυβερνητικής επιτήρησης και ελέγχου, δεδομένου ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο δεν διαθέτουν τα κατάλληλα θεσμικά αντίβαρα για να αποτρέψουν την κατάχρηση εξουσίας.
ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΑ ΛΟΓΙΣΜΙΚΑ
Τα κατασκοπευτικά λογισμικά παραβιάζουν ψηφιακές συσκευές επιτρέποντας τη μυστική διάχυτη παρακολούθηση, η αναίτια εφαρμογή της οποίας επηρεάζει ένα σύνολο ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως η ιδιωτικότητα, η προστασία των δεδομένων, τα ανθρώπινα ατομικά δικαιώματα (ελευθερία του λόγου, συνεταιρίζεσθαι, συνέρχεσθαι) καθώς και τους δημοκρατικούς θεσμούς της κοινωνίας και ιδιαίτερα της συμμετοχικής διαβουλευτικής δημοκρατίας.
Υπό αυτή την οπτική η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού μπορεί να επηρεάσει την πολιτική συμμετοχή και τελικά την ίδια την εκλογική διαδικασία όχι μόνο διότι οι στοχευόμενοι χρήστες αισθάνονται αναγκασμένοι να απέχουν από τη συμμετοχή σε αλληλεπιδράσεις με πολιτικό περιεχόμενο, την ειλικρινή έκφραση των απόψεών τους και από τη συναναστροφή με άλλους για πολιτικούς σκοπούς αλλά και διότι οι συλλεγόμενες πληροφορίες, ενδεχομένως χειραγωγημένες, πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για τη διεξαγωγή εκστρατειών δυσφήμισης κατά ανεπιθύμητων υποψηφίων ή για την ανάληψη άλλων ενεργειών που μειώνουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους στις εκλογές.
Η κυβερνοπαρέμβαση των λογισμικών παρακολούθησης στην εκλογική διαδικασία μέσω της εξαγωγής ιδιωτικών πληροφοριών από τις συσκευές των θυμάτων, επιτρέπει το πρώτο βήμα για το λεγόμενο «doxing», δηλαδή την απόκτηση μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης σε ψηφιακά συστήματα και λογαριασμούς χρηστών (ηλ.ταχυδρομείο, ΜΚΣ, κλπ), την εξαγωγή μη δημόσιων δεδομένων, και στη συνέχεια στη διαρροή των δεδομένων στο κοινό.
Το υλικό που αποκτάται μέσω των λογισμικών παρακολούθησης μπορεί να ενεργοποιήσει δύο είδη κακόβουλου doxing:
Στρατηγική διείσδυση (strategic hacking): Eπιλεκτική διαρροή υλικού για θέματα που ενδιαφέρουν το κοινό, με σκοπό την προώθηση φίλιων συμφερόντων (κομματικών, πολιτικών, κλπ).
Αλλοιωμένες διαρροές (παραπληροφόρηση): Εσκεμμένη ενσωμάτωση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε ένα μεγαλύτερο σύνολο γνήσιων εμπιστευτικών δεδομένων που διαρρέουν στο κοινό.
ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΑ ΛΟΓΙΣΜΙΚΑ-ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ PEGASUS
Λογισμικά παρακολούθησης όπως το Predator, το Pegasus, το QuaDream, το Candiru και το Karkadann το έχουν την ικανότητα να:
- Πραγματοποιούν επιθέσεις με ή χωρίς ενέργεια (κλικ).
- Αποκτούν πλήρη πρόσβαση στις συσκευές που στοχεύουν.
- Αφήνουν ελάχιστα ή και καθόλου ίχνη της δράσης τους.
Μετά την απόκτηση πλήρους πρόσβασης το λογισμικό εκτελεί:
- Αρχική Εξαγωγή δεδομένων
Εξαγωγή πληροφοριών οι οποίες είναι ήδη διαθέσιμες στη συσκευή όπως: Αρχεία SMS και ημερολογίου, στοιχεία επαφών, ιστορικό κλήσεων, μηνύματα ηλ. ταχυδρομείου, άμεσα μηνύματα, ιστορικό περιήγησης.
- Παθητική επιτήρηση
Συλλογή σε πραγματικό χρόνο νέων πληροφοριών(όπως παραπάνω) καθώς και παρακολούθηση θέσεως μέσω cell-id.
- Ενεργή Επιτήρηση
Χρησιμοποιούνται λειτουργίες της στοχευόμενης συσκευής για την εκτέλεση περαιτέρω δραστηριοτήτων όπως: παρακολούθηση θέσης με χρήση GPS, καταγραφή φωνητικών κλήσεων-περιβαλλοντικών ήχων, ανάκτηση αρχείων, λήψη φωτογραφιών, διαφύλαξη στιγμιότυπων οθόνης.
- Επιπλέον ενέργειες
Τροποποίηση του περιεχομένου της συσκευής, δημιουργία και αποθήκευση πλαστών μηνυμάτων ή άλλων εγγράφων, αποστολή ψεύτικων μηνυμάτων, υποδυόμενο τον κάτοχο της συσκευής, απόκτηση πρόσβασης στα ψηφιακά ή υλικά περιουσιακά στοιχεία του ιδιοκτήτη και ενδεχομένως την εκτέλεση συναλλαγών στο όνομα του ιδιοκτήτη, τοποθέτηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων για εγκλήματα ή άλλες παράνομες δραστηριότητες στη συσκευή.
Σύμφωνα με το Pegasus Project στόχοι του λογισμικού αποτελούσαν:
- Μέλη της Αραβικής Βασιλικής Οικογένειας
- 64 Επιχειρηματίες
- 84 Ακτιβιστές Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- 600+ πολιτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι
- 189 Δημοσιογράφοι
Επίσης υπήρξε και διαρροή λίστας 50.000 τηλεφωνικών αριθμών οι οποίοι φαίνεται ότι ανήκουν σε άτομα που είχαν επιλεγεί ως πιθανοί στόχοι παρακολούθησης:
- Τρομοκράτες και γνωστοί εγκληματίες.
- Στελέχη επιχειρήσεων.
- Θρησκευτικές προσωπικότητες.
- Πανεπιστημιακούς.
- Υπαλλήλους ΜΚΟ.
- Συνδικαλιστικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι (Πρόεδροι, Πρωθυπουργοί, Υπουργοί.
- 100 Δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων συντακτών και στελεχών κορυφαίων εντύπων.
Σύμφωνα με έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρκετές χώρες (Ουγγαρία-Γαλλία-Ισπανία-Φινλανδία-Πολωνία-Βέλγιο) έχουν κατηγορηθεί για καταχρηστική χρήση λογισμικών παρακολούθησης όπως το Pegasus με θύματα μεταξύ των οποίων ήταν δημοσιογράφοι, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, εισαγγελείς, δικηγόροι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Η έννοια της εθνικής ασφάλειας έχει ευρεία και όχι σαφώς οριοθετημένη έννοια. Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού συνήθως δικαιολογείται με την επίκληση της εθνικής ασφάλειας, η οποία συνδέεται περισσότερο με την ιδέα της Εθνικής Άμυνας, της οποίας όμως η διευρυμένη χρήση θα πρέπει να αποφεύγεται, να νοείται περιοριστικά και να διακρίνεται από την έννοια της εσωτερικής ασφάλειας, η οποία έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής που περιλαμβάνει την πρόληψη κινδύνων για μεμονωμένους πολίτες(τρομοκρατία, σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα, διακίνηση ναρκωτικών, κυβερνοέγκλημα, εμπορία ανθρώπων, σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και παιδική πορνογραφία, οικονομικό έγκλημα και διαφθορά, εμπορία όπλων και διασυνοριακό έγκλημα), και ιδίως την επιβολή του ποινικού δικαίου.
Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ Didier Reynders κατάγγειλε την καταχρηστική επίκληση της Εθνικής Ασφάλειας καταδικάζοντας πλήρως τις εικαζόμενες απόπειρες των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας αρκετών κρατών ώστε να λάβουν παράνομα πληροφορίες σχετικά με πολιτικούς αντιπάλους μέσω των τηλέφωνων τους. Στην ίδια κατεύθυνση και το Συμβούλιο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει αναγνωρίσει ότι πολλά κράτη έχουν χρησιμοποιήσει αντιτρομοκρατικές εξουσίες ως κυνικό νομικό πρόσχημα για να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης, να νομιμοποιήσουν τα βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης και να εκφοβίσουν τις μειονότητες, τους ακτιβιστές και την αντιπολίτευση.
Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ διαπίστωσε ότι η έννοια αυτή (Εθνική Ασφάλεια)είναι σχετικά απροσδιόριστη και γίνεται αντιληπτή με διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα νομικά συστήματα, γενικά η εθνική ασφάλεια δεν μπορεί να περιλαμβάνει δραστηριότητες που αποσκοπούν να:
- Επηρεάσουν δυσμενώς πολιτικούς αντιπάλους·
- Επηρεάσουν δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι εκλογές, ή κρατικές λειτουργίες, όπως η δικαιοσύνη και η διοίκηση·
- Παρέμβουν στα μέσα ενημέρωσης·
- Στοχεύσουν ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
- Καταστείλουν την κριτική και τη διαφωνία·
- Παράσχουν ειδικά πλεονεκτήματα σε ευνοούμενες επιχειρήσεις ή βιομηχανίες· ή
- Ωφελήσουν ή να βλάψουν μέλη ομάδων που ορίζονται από τη θρησκεία, τα πολιτικά φρονήματα, την εθνικότητα, τη φυλή, το φύλο ή άλλες κατηγορίες ατόμων που ενδέχεται να υπόκεινται σε διακρίσεις.
Βέβαια το γεγονός ότι η αρμοδιότητα της Εθνικής Ασφάλειας δεν έχει ακόμη μεταβιβαστεί από τα κράτη μέλη δεν συνεπάγεται ότι οι πράξεις που εκτελούνται κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε από το ΔΕΕ σε διάφορες υποθέσεις (Schrems I-ΙΙ, Quadrature du Net του 2020, SpaceNet και Telekom Deutschland 2022) στις οποίες η ΕΕ έκρινε θέματα που αφορούν τη παρακολούθηση και τη διαχείριση ψηφιακών ατομικών δεδομένων.
ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Ενώ οι δραστηριότητες εθνικής ασφάλειας εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των βασικών πράξεων της νομοθεσίας της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων, αυτό δεν ισχύει για τις δραστηριότητες επιβολής του νόμου οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την επιβολή του νόμου, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1, διέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους.
Για τη χρήση λογισμικών παρακολούθησης για σκοπούς επιβολής του νόμου πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη πολλαπλούς παράγοντες: τη σοβαρότητα του εγκλήματος ή του κινδύνου για την ασφάλεια που πρέπει να διερευνηθεί ή να προληφθεί, τους περιορισμούς υπό τους οποίους χρησιμοποιούνται οι λειτουργίες του συστήματος και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο
ΔΙΚΑΙΟ
Οι δραστηριότητες επιτήρησης πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τόσο του ΟΗΕ (Συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα), όσο και της ΕΕ (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κλπ).
Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού συνιστά απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις βασικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, όπως η (αντιπροσωπευτική-διαβουλευτική) δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι η μυστική παρακολούθηση παραβιάζει την «ιδιωτική ζωή», αλλά και μερικές φορές την «οικία» και την «αλληλογραφία» και έτσι προκύπτει ένα ζήτημα βάσει του άρθρου 8 της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι δραστηριότητες εθνικής ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί αυτοί, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις της νομιμότητας, της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της νομιμοποίησης, της εξισορρόπησης και της συνέπειας με τη δημοκρατία.
Μια τέτοια παρέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, δηλαδή όταν η παρέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων […].
Στον απόηχο των αποκαλύψεων του Snowden, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο ψήφισμά της 2045, δήλωσε ότι οι πρακτικές παρακολούθησης που εφαρμόζουν τα κράτη θέτουν σε κίνδυνο τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία αποτελούν «τους ακρογωνιαίους λίθους της δημοκρατίας» και των οποίων «η παραβίαση χωρίς επαρκή δικαστικό έλεγχο θέτει επίσης σε κίνδυνο το κράτος δικαίου».
Panopticon
Ουσιαστικά η μυστική παρακολούθηση δημιουργεί την εντύπωση ενός φαινόμενου Panopticon[1], το οποίο ασκεί πίεση στα άτομα ώστε να συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτό που πιστεύουν ότι αναμένεται από αυτούς, καθώς βρίσκονται κάτω από την απλή πιθανότητα να βρίσκονται υπό παρακολούθηση και να «τιμωρηθούν».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν σοβαρές απειλές για την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων και γι ’αυτόν τον λόγο τα κράτη διαθέτουν υπηρεσίες (επιβολής νόμου, υπηρεσίες ασφαλείας, ένοπλες δυνάμεις, κλπ) επιφορτισμένες με την διατήρηση της ασφάλειας (ιδιωτική, εθνικής, κλπ).
Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε καλά εξοπλισμένες, καλά εκπαιδευμένες υπηρεσίες ασφαλείας που να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να έχουμε μια κατάσταση όπου οι διωκτικές αρχές και οι μυστικές υπηρεσίες λειτουργούν χωρίς εποπτεία και θεσμικά αντίβαρα, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει σε πολλές από τις χώρες της Ευρώπης που έχουν εμπλακεί σε σκάνδαλα που σχετίζονται με το πρόγραμμα Pegasus.
Η εποπτεία και η μαζική εγχώρια παρακολούθηση ενός τμήματος, τουλάχιστον ενός τμήματος του πληθυσμού, από μία ή περισσότερες υπηρεσίες ασφαλείας, χωρίς καμία κατάλληλη εγγύηση ή εποπτεία και σίγουρα χωρίς διαφάνεια ή λογοδοσία, είναι πολύ επικίνδυνο για τη φιλελεύθερη δημοκρατία η οποία πιθανόν να αρχίσει να διολισθαίνει προς τον αυταρχισμό, και αυτό είναι σίγουρα μια ανησυχία για κάθε πολίτη οποιασδήποτε χώρας.
Αν και υπάρχουν σε ισχύ νομοθετικά πλαίσια σε κρατικό και διεθνές επίπεδο προφανώς είναι ανεπαρκή για το είδος των παρακολουθήσεων που είναι διαθέσιμες, δημιουργώντας την ανάγκη για επένδυση σε ισχυρούς σύγχρονους και ανεξάρτητους μηχανισμούς περιορισμού και εποπτείας, ώστε να αποτρέψουμε την κατάχρηση εξουσίας, να διατηρήσουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία και να προχωρήσουμε μπροστά, αρχές που έχουν τις ρίζες στους στην αρχαία Ελλάδα, στην ιδέα της διάκρισης των εξουσιών και των αντιβάρων, είναι στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και πρέπει να υπενθυμίζουμε στους ανθρώπους ότι δεν μπορούμε να τα θεωρούμε δεδομένα.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδειξε ότι παρόλη τη ψηφιακή εξέλιξη εξακολουθούμε να ζούμε σε μεγάλο βαθμό σε έναν υλικό κόσμο, όπου οι συμβατικές επιχειρήσεις μπορούν να προκαλέσουν τρομακτικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και υποδομές. Στη συγκεκριμένη σύγκρουση αν και ήταν αναμενόμενο δεν παρατηρήθηκε κάποιου είδους αντιπαράθεση στο πεδίο του Κυβερνοχώρου ενώ αντίθετα εκτεταμένη ήταν η σύγκρουση στο πληροφοριακό περιβάλλον και ιδιαίτερα στα πεδία της Στρατηγικής Επικοινωνίας, της παραπληροφόρησης, της προπαγάνδας, της διασποράς μηνυμάτων.
Υποσημειώσεις
[1] Φαινόμενο Panopticon (Jeremy Bentham), όπου οι κρατούμενοι ήταν ορατοί στους φρουρούς, αλλά δεν μπορούσαν να δουν αν σε μια δεδομένη στιγμή τους παρακολουθούσαν)
*Αναλυτής Επιχειρήσεων Κυβερνοχώρου, Σύμβουλος Κυβερνοάμυνας-Κυβερνοασφάλειας