Δεν είναι τόσο συνηθισμένο οι οικονομολόγοι να διαβλέπουν στην πολιτική σταθερότητα έναν κίνδυνο που απειλεί την οικονομία μιας χώρας ούτε και να εκφράζουν φόβους πως μπορεί να υπονομεύσει την οικονομία η ίδια ηγεσία την οποία εγκωμίαζαν μέχρι σχετικά προσφάτως για τη μεγάλη οικονομική της επιτυχία. Στην περίπτωση της Τουρκίας συμβαίνουν και τα δύο, καθώς η σταθερότητα, υπό την έννοια τουλάχιστον της συνέχειας μετά τη νέα εκλογική νίκη του Ερντογάν, φαίνεται μάλλον να ανησυχεί τους οικονομολόγους και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι παραμένει ισχυρός άνδρας της γείτονος ο Τούρκος πρόεδρος, που πιστώθηκε τη ραγδαία ανάπτυξη και τη συνεπακόλουθη ευημερία της προηγούμενης δεκαετίας.
«Μακροπρόθεσμα, η ενίσχυση της θέσης του Ταγίπ Ερντογάν ίσως αποδειχθεί πως δεν ήταν και τόσο ευλογία για την τουρκική οικονομία», ήταν ο τρόπος που σχολίασε το άλμα του τουρκικού χρηματιστηρίου μετά τη δημοσιοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος ο Wolf-Fabian Hungerland, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της επενδυτικής Berenberg. Ο ίδιος οικονομολόγος θεωρεί μάλλον παραπλανητική την ενθουσιώδη αντίδραση της τουρκικής αγοράς και προεξοφλεί πως μία ακόμη διακυβέρνηση με αυτοδυναμία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης συνεπάγεται στασιμότητα για την τουρκική οικονομία. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζει πως μια ισχυρή κυβέρνηση Ερντογάν θα καταστήσει τα πάντα πιο εύθραυστα από όσο θα ήταν αν σχηματιζόταν κυβερνητικός συνασπισμός με κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης.
Η επιχειρηματολογία του φαίνεται πιο πειστική όταν επικεντρώνεται στη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, την οποία έχει σε μεγάλο βαθμό κατευθύνει ο Τούρκος πρόεδρος. Ο κ. Ερντογάν έχει ασκήσει παρασκηνιακά αλλά και δημοσίως πιέσεις στον επικεφαλής της, προκειμένου να μην αυξήσει τα επιτόκια της τουρκικής λίρας. Ετσι ο πληθωρισμός έχει αναρριχηθεί στο 7,7% για το 2015 εν μέρει και εξαιτίας της ελεύθερης πτώσης που σημείωσε η τουρκική λίρα τους τελευταίους μήνες, όταν το ξένο κεφάλαιο εγκατέλειπε την Τουρκία, όπως και πολλές άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Η κακοδαιμονία της τουρκικής οικονομίας έγκειται, άλλωστε, στην εξάρτησή της από το ξένο κεφάλαιο και, σύμφωνα με πολλούς οικονομικούς αναλυτές, ο αυταρχισμός της διακυβέρνησης Ερντογάν μπορεί να επιταχύνει τη φυγή του.
Προειδοποιήσεις από ΗΠΑ
Ηδη από τις αρχές του περασμένου έτους το αμερικανικό πολιτικό περιοδικό Foreign Affairs προειδοποιούσε για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η υπερβολική ενίσχυση του Τούρκου προέδρου για την οικονομία της χώρας. Και δεν αναφερόταν στην οικονομική του πολιτική αλλά στον αυταρχισμό του προς τους πολιτικούς του αντιπάλους. Οπως τόνιζε, αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να καταδιώκει όσα ΜΜΕ τον αντιστρατεύονται, «μεταδίδοντας κακές ειδήσεις», αν οι επιχειρήσεις ζουν με τον φόβο των τιμωρητικών προστίμων, όπως αυτά που επέβαλε σε τηλεοπτικούς σταθμούς που κάλυπταν τις εναντίον του διαδηλώσεις, και αν οι αποφάσεις της κυβέρνησης εξαρτώνται αποκλειστικά από τις διαθέσεις ενός άνδρα, όλα αυτά είναι πολύ πιθανόν να μη φαίνονται πολύ ελκυστικά στους επενδυτές όπως, άλλωστε, ούτε και η αναζωπύρωση των συγκρούσεων με τους Κούρδους. Το ίδιο ακριβώς επισήμανε και ο Ινάν Ντεμίρ, επικεφαλής των οικονομολόγων της τράπεζας Finansbank, σχολιάζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα και τις παρενέργειές του στην οικονομία.
Αυτό σημαίνει πως και ο ρυθμός ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας δεν θα συγκρίνεται με εκείνους των περασμένων ετών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, δεν θα υπερβεί το 3% τόσο φέτος όσο και το 2016 μετά το μόλις 2,9% του 2014 που ωχριά μπροστά στους ρυθμούς ανάπτυξης άλλων αναδυόμενων οικονομιών. Δεν θα επαρκεί, άλλωστε, για τη δημιουργία όσων θέσεων εργασίας χρειάζεται η Τουρκία για να απασχολήσει το τεράστιο εργατικό δυναμικό, από το οποίο μόνον το 50% εμφανίζεται να έχει απασχόληση.
Πηγή: www.kathimerini.gr