Γράφει ο Πέτρος Παπαντωνάκος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Από τις αρχές του 2025, έχουν υπάρξει επίσημες τοποθετήσεις στην Ελλάδα, όπως αυτή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε συζήτηση με τον Ενρίκο Λέτα, αλλά και της πρώην πολιτικής ηγεσίας (Θεόδωρος Σκυλακάκης και Αλεξάνδρα Σδούκου) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στις οποίες αναφέρεται η ανάγκη ερευνών για πιθανά εγχώρια αποθέματα φυσικού αερίου και επενδύσεις με σκοπό την αξιοποίησή τους. Αυτές οι τοποθετήσεις «ενισχύθηκαν» από την ανακοίνωση του ενδιαφέροντος της Chevron για έρευνες φυσικού αερίου στην Ελλάδα και, βεβαίως, από την έναρξη της Προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και την αποστροφή του για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ένα ακόμη πρόσφατο παράδειγμα που επιβεβαίωσε αυτήν την υπάρχουσα τάση ήταν οι δηλώσεις του Φατίχ Μπιρόλ, Εκτελεστικού Διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), ο οποίος ανέδειξε, μιλώντας σε συνέδριο, την ανάγκη για νέες επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες. Όπως είναι λογικό, οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει ερωτήματα και αμφιβολίες ως προς το μέλλον της πράσινης μετάβασης, στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η πράσινη μετάβαση, όμως, δεν θα διακοπεί, είναι μια διαδικασία «χωρίς γυρισμό». Η διαδικασία αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουμε τη συχνότητα και την ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι πυρκαγιές που καίνε χιλιάδες σπίτια στην Καλιφόρνια μέσα στον χειμώνα, αλλά και οι πλημμύρες στη Βαλένθια που είχαν ως αποτέλεσμα περισσότερα από 200 θύματα. Τα φαινόμενα αυτά είναι σχεδόν βέβαιο, με βάση την κοινή παγκόσμια επιστημονική γνώμη, ότι θα γίνουν πιο συχνά και έντονα στο μέλλον αν συνεχιστεί η αλλαγή του κλίματος. Συνεπώς, η πράσινη μετάβαση είναι απαραίτητη, ώστε να σταθεροποιηθεί κάποια στιγμή το κλίμα σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο μέσης θερμοκρασίας. Τα έργα ΑΠΕ είναι η «κορωνίδα» αυτής της διαδικασίας, αφού είναι οι ενεργειακές τεχνολογίες που έχουν το χαμηλότερο ανθρακικό αποτύπωμα συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες διαθέσιμες επιλογές.
Πέρα, όμως, από τη νέα κλιματική πραγματικότητα, υπάρχει και η οικονομική πραγματικότητα, στην οποία οι ΑΠΕ επίσης υπερέχουν έναντι άλλων πηγών ενέργειας, όπως τα ορυκτά καύσιμα. Όπως τόνισαν αναλυτές της Citigroup σε πρόσφατη έκθεση, «η δύναμη των οικονομικών παραγόντων θα επικρατήσει και προσφέρει ένα ισχυρό επιχείρημα για μια ομαλή και δίκαιη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Η καθαρή ενέργεια είναι φθηνότερη, ευρύτερα διαθέσιμη και πιο αποδοτική, κάτι που την καθιστά θετική τόσο για το περιβάλλον όσο και για την οικονομία». Οι ίδιοι αναλυτές, μάλιστα, αναφερόμενοι στην πολιτική του Τραμπ που αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγής υδρογονανθράκων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εμφανίστηκαν δύσπιστοι ως προς τη βιωσιμότητα των εξαγγελιών του για μαζικές νέες επενδύσεις, σχολιάζοντας πως «η ομάδα διατηρεί αρνητική πρόβλεψη για το αργό πετρέλαιο Brent – προβλέποντας πτώση της τιμής στα $60-65/βαρέλι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025, με μέση τιμή για το 2025 στα $67/βαρέλι. Εκτιμούμε ότι το σύνθημα «Drill, baby, drill» θα χρειαστεί επιπρόσθετα μέτρα για να ενισχύσει τις επενδύσεις κεφαλαίου (capex) στις Η.Π.Α. και να αυξήσει την προσφορά πετρελαίου».
Η πράσινη μετάβαση δεν θα σταματήσει, αλλά θα επιβραδυνθεί, προκειμένου να γίνει οικονομικά πιο βιώσιμη. Οι ΑΠΕ δεν παρέχουν σταθερή ενέργεια καθ” όλη τη διάρκεια της ημέρας ή του χρόνου, διότι εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες και το φως του ήλιου. Συνεπώς, ένα ενεργειακό σύστημα χρειάζεται, πέρα από τις ΑΠΕ, μια πηγή ενέργειας που να παράγει αξιόπιστα και σταθερά ενέργεια όποτε χρειάζεται. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το φυσικό αέριο αποτελεί την πιο οικονομική και ρεαλιστική επιλογή για αυτόν τον ρόλο, αν υποθέσουμε ότι θα παράγεται εγχώρια ή θα εισάγεται σε χαμηλές τιμές. Αυτό συμβαίνει διότι άλλες επιλογές, όπως το πράσινο υδρογόνο, δεν είναι ακόμα ώριμες και φθηνές για μαζική χρήση, τα υδροηλεκτρικά έργα εξαρτώνται από την αφθονία νερού, η οποία πλέον δεν είναι αυτονόητη λόγω συχνών φαινομένων λειψυδρίας, και η πυρηνική ενέργεια μάλλον δεν είναι επιθυμητή, ενώ χρειάζεται και ένα αρχικό κεφάλαιο ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το φυσικό αέριο παράγει μεν αέρια του θερμοκηπίου, πράγμα αρνητικό για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά σε μικρότερη ποσότητα σε σχέση με το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Επομένως, αυτό που παρατηρείται αυτήν την περίοδο στην ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, τροφοδοτούμενο από το υψηλό ενεργειακό κόστος και τις διεθνείς εξελίξεις, είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός ως προς τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί, προκειμένου να συνεχιστεί η πράσινη μετάβαση μακροπρόθεσμα, χωρίς όμως να «γονατίσει» η κοινωνία και η εγχώρια οικονομία.
Ανάγκη να φτάσουν τα οφέλη των ΑΠΕ σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Οι ΑΠΕ αποτελούν μεν τις πιο φθηνές μεθόδους για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό, ωστόσο, δεν έχει μεταφραστεί μέχρι στιγμής σε χαμηλότερες τιμές ρεύματος για τους τελικούς καταναλωτές στην Ελλάδα, δηλαδή τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η ύπαρξη υψηλών εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από την Ελλάδα σε γειτονικές χώρες το 2024 αποτέλεσε αφενός μια θετική είδηση για την οικονομία της χώρας συνολικά, η οποία όμως αύξησε το κόστος ρεύματος σε εγχώριο επίπεδο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αφού υπήρξε μικρότερη προσφορά ενέργειας στο εσωτερικό της χώρας και, σε συνδυασμό με την έλλειψη έργων αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα και την απουσία ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς ρεύματος, οι χονδρικές τιμές συχνά «φούντωναν» προς τα πάνω. Με άλλα λόγια, η ελληνική πραγματικότητα μαρτυρά πως τα οφέλη των ΑΠΕ δεν έχουν φτάσει ακόμα «στην τσέπη» των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αντιθέτως, οι καταναλωτές παραμένουν «δέσμιοι» του ενεργειακού κόστους, κάτι που εντείνει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Η λογική λέει πως σε μερικά χρόνια όπου θα υπάρχουν έργα αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα και η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας θα είναι, μάλλον, περισσότερο ενοποιημένη, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα θα είναι χαμηλότερο. Αυτό, βεβαίως, μένει να φανεί. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ωστόσο, αυτό που μπορεί να βοηθούσε τους καταναλωτές θα ήταν η «απαγκίστρωση» από τη διακύμανση των τιμών, μέσω της επιλογής σταθερών τιμολογίων ρεύματος ή μέσω της αυτοπαραγωγής.
Συνολικά, λοιπόν, η πράσινη μετάβαση δεν θα σταματήσει. Πιθανότατα θα «προσαρμοστεί», ώστε να προχωρήσει με πιο ρεαλιστικό τρόπο, κάτι που θα βοηθήσει τη μακροπρόθεσμη πορεία της. Τα περιττά μέτρα θα περικοπούν, η αξιοποίηση μη ώριμων τεχνολογιών θα μετατεθεί για επόμενες δεκαετίες και θα υπάρξει ένας γενικότερος συμβιβασμός μεταξύ του ιδανικού και των πραγματικών δεδομένων. Ωστόσο, η μετάβαση σε πιο καθαρές πηγές ενέργειας πρόκειται να συνεχιστεί. Και θα συνεχιστεί γιατί το κόστος της διακοπής της, σε βάθος χρόνου, θα είναι μεγαλύτερο.
Πηγές
Μητσοτάκης: Η ενέργεια δεν ρέει ανεμπόδιστα στα κράτη της ΕΕ
Σκυλακάκης: Ρεαλιστική πράσινη μετάβαση με το ελάχιστο δυνατό κόστος
CERAWEEK IEA chief sees need for investments in existing oil, gas fields | Reuters
Citi: Η καθαρή ενέργεια είναι φθηνότερη, ευρέως διαθέσιμη και πιο αποδοτική