Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Σύμφωνα με το μύθο για τη θυσία της Ιφιγένειας, η Θεά του κυνηγιού Άρτεμις εμπόδιζε –μέσω της παρατεταμένης άπνοιας που προκάλεσε– τον απόπλου του στόλου των Αχαιών για την Τροία. Η θεϊκή παρέμβαση στα ανθρώπινα δρώμενα επήλθε διότι ο Αγαμέμνονας σκότωσε, εντός του ιερού της άλσους το ιερό της ελάφι, κομπάζοντας ότι ήταν καλύτερός της ως κυνηγός (η πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου), προκαλώντας με τη συμπεριφορά του τη μήνιν της Θεάς. Για να εξευμενιστεί η Άρτεμις, ώστε να καταστεί εφικτή η εκστρατεία, ζήτησε τη θυσία της Ιφιγένειας, κόρης του Αγαμέμνονα και αρχηγού των Αχαιών.
Η εισαγωγική αναφορά στο μύθο της θυσίας της Ιφιγένειας ήταν συνειρμική, στην προσπάθεια του γράφοντος να διατυπώσει ορισμένες σκέψεις σχετικά με τον κυοφορούμενο ελληνοτουρκικό διάλογο. Κατ’ αρχάς, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η (επαν)έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας είχε συσχετιστεί με την επιθυμητή –από τη Δύση και τις ελληνικές πολιτικές ελίτ– αλλά εν τέλει ανέφικτη, επικράτηση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές στην Τουρκία. Η νέα εκλογική κατίσχυση του Ερντογάν, δεν άλλαξε το σχεδιασμό, καταδεικνύοντας ότι η απόφαση ήταν ειλημμένη και μάλλον ανεξάρτητη του εκλογικού αποτελέσματος. Η δεύτερη παρατήρηση έγκειται στο κατά πόσο η συγκεκριμένη προσπάθεια συνιστά έναρξη ή συνέχιση μιας προγενέστερης διαδικασίας διαλόγου, η οποία συνδέεται με το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης κι όχι τόσο με τη χρονική της ακολουθία. Τεχνικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί τη συνέχιση των διερευνητικών επαφών και του πολιτικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών, αν όμως στην ατζέντα εμπεριέχονται ζητήματα που η Ελλάδα έως σήμερα δεν συζητούσε, τότε πολιτικά έχουμε μια εντελώς νέα κατάσταση. Είναι απορίας άξιο ότι το εν λόγω ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο της εγχώριας προεκλογικής αντιπαράθεσης.
Τρίτον ανακύπτει ως εύλογο το εξής ερώτημα: πόσο πιθανό είναι η τουρκική ηγεσία, μετά την νέα και διττή εκλογική της νίκη, να προσέθλει στο διμερή διάλογο με όρους καλής πίστης, στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς δικαίου, της καταστατικής αρχής του χάρτη του ΟΗΕ περί διακρατικής ισοτιμίας και μόνο για τα ζητήματα που η Ελλάδα δέχεται να συζητήσει; Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Τουρκία είναι εξόχως αποκαλυπτικά, όσον αφορά τον προσανατολισμό της τουρκικής κοινωνίας, παρά την αγωνιώδη προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μία ισομερώς διχασμένη χώρα˙ το φιλοδυτικό και δημοκρατικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας υστερεί καταφανώς του φιλοϊσλαμικού και με λιγότερες δημοκρατικές ευαισθησίες. Η Τουρκία, αργά αλλά σταθερά επιδιώκει –έργω, όχι λόγω– να αποκοπεί πολιτισμικά, να μετασχηματιστεί σε ένα μη-δημοκρατικό καθεστώς και να αυτονομηθεί στρατηγικά από τη Δύση.
Η συγκεκριμένη τουρκική απόφαση λαμβάνει τη μορφή είτε μίας συνεχόμενης δυστροπίας εντός των δυτικών θεσμών που είναι μέλος, είτε με δράσεις που σε πολλές περιπτώσεις αντίκεινται στα δυτικά συμφέροντα. Κατά την τελευταία εικοσαετία και με χρονική ακολουθία η Τουρκία: αρνήθηκε να συνδράμει στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003, εγκατέλειψε την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ μετά το 2008, διέρρηξε τις σχέσεις της με το Ισραήλ μετά 2009, βοήθησε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο το 2011, συνεργάστηκε με το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία και το Ιράκ, ενώ εσχάτως ο ρόλος της στον πόλεμο στην Ουκρανία μόνο ως ακόλουθος των ατλαντικών της υποχρεώσεων δεν χαρακτηρίζεται, επιβεβαιώνοντας την αξίωση της Άγκυρας για έναν σαφώς πιο αυτονομημένο στρατηγικό προσανατολισμό. Η αμερικανική διπλωματία καθυστέρησε τουλάχιστον μια δεκαετία για να αντιδράσει στις τουρκικές ενέργειες που υπονόμευαν τα αμερικανικά συμφέροντα. Ο βαθμός κατανόησης από το πολύ-επίπεδο θεσμικό σύστημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αφίσταται από την εξελικτική δυναμική του αντί-δυτικού κοινωνικού μετασχηματισμού και στρατηγικού προσανατολισμού που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία.
Η έσχατη αμερικανική πλαναισθησία, όσον αφορά την πορεία της Τουρκίας και την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να την διατηρήσουν ή να την εφελκύσουν πίσω στο δυτικό στρατηγικό πλαίσιο –σωστή πλευρά της ιστορίας– που ηγούνται, παρωθεί την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις με την γειτονική χώρα εσπευσμένες και με διευρυμένο μάλλον περιεχόμενο. Αυτά το δύο στοιχεία –του κατ’ επείγοντος και η υποψία περί εφ’ όλης της ύλης διαλόγου– προκάλεσαν τον συνειρμό της «νέας μετεκλογικής δυναμικής» των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τον τραγικό μύθο της Ιφιγένειας.
Η Ιφιγένεια, σύμφωνα με την εκδοχή του Ευριπίδη αλλά και των αναφορών στα Κύπρια έπη, απέφυγε την τελευταία στιγμή τη θυσία λόγω θεϊκής –της Αρτέμιδος– παρέμβασης, ενώ Αισχύλος αναφέρει ότι θυσιάστηκε βάσει της αρχικής απαίτησης της Θεάς. Όποια κι από τις δύο εκδοχές να «ισχύει», δεν αίρεται η απόφαση του Αγαμέμνονα να θυσιάσει την κόρη του, ενώ αμφότεροι ήταν στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Η κυρίαρχη τάση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εξακολουθεί να θεωρεί τις τουρκικές αξιώσεις και διαφοροποιήσεις διαχειρίσιμο ζήτημα, απόρροια των στρατηγικών αποκλίσεων μεταξύ των δύο χωρών, αρνούμενη μάλλον να εξετάσει την πιθανότητα αυτές να οφείλονται κυρίως στον εξόχως αντί-δυτικό πυρήνα της ερντογανικής ιδεολογίας. Εν αντιθέσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της διάψευσης, όσον αφορά την πορεία και τους πραγματικούς στόχους της Τουρκίας, επομένως θα πρέπει να παραμένει τουλάχιστον επιφυλακτική σχετικά με τις προϋποθέσεις και κυρίως το περιεχόμενο της διαδικασίας που θα συμβάλει στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η γειτονική χώρα οφείλει έργω κι όχι μόνο λόγω να δείξει ότι επιθυμεί να παραμένει στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», με ότι αυτή συνεπάγεται και προϋποθέτει. Επίσης, να ενημερώσουμε τους συμμάχους μας ότι η θυσιαστική αυταπάρνηση της Ιφιγένειας δεν συνάδει πλέον με τα ήθη της νέας –woke– εποχής.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής έκδοσης της HuffPost (12/06/2023)