Γράφει η Κατερίνα Γενετζάκη, Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Ο αραβικός εθνικισμός παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή στα τέλη του 19ου αιώνα με διαφορετικές εκφάνσεις όπως ο παναραβισμός και ο τοπικός εθνικισμός. Παρόλα αυτά, τα δομικά στοιχεία του ήταν εμπνευσμένα από τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Μέχρι τότε, ο τρόπος που λογίζονταν, οι Άραβες, την ενότητά τους ως σύνολο ήταν εφάμιλλο της θρησκευτικής Ούμα και δεν βασιζόταν στα νεότερα πρότυπα εθνότητας[1]. Σε αυτή την αλλαγή της αντίληψης, βοήθησαν σημαντικά οι Άραβες χριστιανοί οι οποίοι εισήγαγαν την έννοια της εθνότητας υπό το πρίσμα της κοινής γλώσσας και της κοινής ιστορίας. Επίσης ξεκίνησε να αφομοιώνεται στους Άραβες, το αίσθημα κοινής ταυτότητας, όταν έγιναν οι πρώτες κιόλας μεταρρυθμίσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Τανζιμάτ), οι οποίες αποτέλεσαν τις ρίζες του τουρκικού εθνικισμού[2]. Ο αραβικός εθνικισμός δημιουργήθηκε από την ανάγκη αποτίναξης του ευρωπαϊκού και οθωμανικού επεκτατισμού. Η γεωστρατηγική σημασία της Αιγύπτου[3] αποδεικνύεται από την πάλη των Μεγάλων Δυνάμεων να εντάξουν την Αίγυπτο στη σφαίρα επιρροής τους. Έτσι η Αίγυπτος τα νεότερα χρόνια κατακτήθηκε από τη Γαλλία, την οθωμανική αυτοκρατορία και τη Βρετανία. Η οικονομική δυσαρέσκεια και η έντονη βρετανική παρουσία προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις που οδήγησαν στην επανάσταση του Ουράμπι, ευνοώντας την ανάδυση του αιγυπτιακού εθνικισμού. Στην εργασία θα εξετάσουμε τα γεγονότα που ευνόησαν την ανάδυση του αιγυπτιακού εθνικισμού, την επανάσταση του Ουράμπι και τους πρώτους εθνικιστές. Σκοπός μας είναι να κατανοήσουμε τις απαρχές του αιγυπτιακού εθνικισμού ο οποίος αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης του σύγχρονου αιγυπτιακού κόσμου. Η μέθοδος που θα χρησιμοποιήσουμε είναι η ποιοτική βασιζόμενοι σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Οι Άραβες χριστιανοί ήταν οι πρώτοι που επηρεάστηκαν περισσότερο από τις ιδέες του Γαλλικού διαφωτισμού, καθώς στήριζαν τη δημιουργία του έθνους σύμφωνα με την ιστορία, τη γλώσσα και τον αραβικό πολιτισμό.
Στο Κάϊρο ο αιγυπτιακός (τοπικός) εθνικισμός ενισχύθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων, εξαιτίας του ένδοξου ιστορικού παρελθόντος (Φαραώ) και της αντίληψης ότι δεν αποτελούν «τεχνητό κράτος» από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Συγκεκριμένα σημαντικό ρόλο για ανάδυση του τοπικού εθνικισμού ήταν η βραχύχρονη γαλλική αποικιοκρατία της Αιγύπτου καθώς μετέφερε[4] τις ιδέες τις Γαλλικής επανάστασης[5]. Επιπλέον ο Μουχάμαντ Αλί εμπνεύστηκε από τον Ναπολέων Βοναπάρτη καθώς κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του 1805-1848 πραγματοποίησε σημαντικές οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις για τον αιγυπτιακό λαό. Ύστερα ακολούθησε η βασιλεία του Μοχάμεντ Σαίντ Πασά (محمد سعيد باشا) κατά την περίοδο 1854-1863, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Η διακυβέρνησή του συντέλεσε στο να εκσυγχρονίσει τη χώρα σε θέματα νόμων, φορολογίας και καθιέρωσε την αραβική ως επίσημη γλώσσα. Τέλος ο Ισμαήλ Πασά (إسماعيل باشا) την περίοδο 1863-1826 υιοθετώντας ευρωπαϊκές πολιτικές στην περιοχή, προχώρησε σε έργα για την ανοικοδόμηση της Αιγύπτου, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν, η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Παρόλα αυτά ο υψηλός δανεισμός οδήγησε σε δημόσιο χρέος, το οποίο δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί, ο έλεγχος της Βρετανίας και της Γαλλίας αυξήθηκε καθώς έθεσαν επιτροπή ελέγχου για το χρέος ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στο λαό. Ο Ισμαήλ Πασά επειδή δεν ήταν σύμφωνος με αυτή την πολιτική των Αγγλο-Γάλλων αντικαταστάθηκε από το γιό του, Ταουφίκ Πασά (توفق باشا), ο οποίος ήταν πιο μετριοπαθής. Η εκσυγχρονιστική διακυβέρνηση των προαναφερθέντων ηγετών δημιούργησε τις βάσεις για την ανάδυση του εθνικισμού, ενώ αφορμή για ξέσπασμα αποτέλεσε η οικονομική δυσφορία.
Τα προνόμια ευρωπαίων και όχι Αιγυπτίων σε δημόσιες θέσεις και τα σκληρά οικονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν στους Αιγύπτιους εξαιτίας των υπερδανεισμών προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στους Αιγύπτιους, ώστε να στραφούν ενάντια στην παρουσία ξένου στοιχείου[6]. Από τα ανωτέρω αναδύθηκε το κίνημα Ουράμπι (1879-1882), το οποίο εναντιώνεται στην ιμπεριαλιστική πολιτική των βρετανών και του χεδίφη τους Ταουφίκ. Το 1881 βρέθηκαν στρατιωτικοί στο παλάτι του Ταουφίκ ζητώντας αντιπροσωπευτική κυβέρνηση και σύνταγμα. Η επανάσταση (γνωστή ως επανάσταση του Ουράμπι) πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη του στρατού Άχμαντ Ουράμπι (أحمد عرابي) μαζί με άλλους στρατιωτικούς, από τους κόλπους του στρατού βγήκε το σύνθημα «Η Αίγυπτος για τους Αιγύπτιους» και «Δεν είμαστε σκλάβοι και δεν θα κληρονομηθούμε ποτέ από σήμερα»[7]. Έτσι ο Ταουφίκ αναγκάστηκε να παραχωρήσει επιτροπή συμβουλίου και για ένα πολύ σύντομο διάστημα ο Ουράμπι γίνεται υπουργός πολέμου. Οι βρετανοί που είχαν τεράστια συμφέροντα στην περιοχή ήταν έτοιμοι να τα υπερασπιστούν περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, η οποία τους δόθηκε με τις σφαγές στην Αλεξάνδρεια το 1882, οπότε και ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί οδηγώντας στην εγκαθίδρυση της Βρετανίας[8], την αποκατάσταση του Ταουφίκ και τη εξορία του συνταγματάρχη.
Η επανάσταση απέτυχε, εφόσον στις 11 Ιουνίου 1882 εγκαθιδρύθηκε επίσημα η βρετανική επικυριαρχία μέχρι το 1914 ενώ το 1922 αποτέλεσε προτεκτοράτο της Βρετανίας[9]. Παρά τις εξελίξεις ο Ουράμπι προέβαλε τον πατριωτισμό μέσα από το ισλαμικό στοιχείο έχοντας αφήσει παρακαταθήκη για τη δημιουργία του αραβικού εθνικισμού.
Μετά την επανάσταση του Ουράμπι και μέχρι το 1898 είχαν δημιουργηθεί πάνω από 169 περιοδικά και εφημερίδες, ενώ το 1913 ο αριθμός ανήλθε στα 282[10]. Οι εφημερίδες είναι σημαντικές διότι πέρα από την ενημέρωση ασκούν και πολιτική κριτική, η οποία αποκτά πρόσβαση σε όλους του πολίτες.
Σταδιακά δημιουργήθηκαν και αρκετά εθνικιστικά κόμματα με πολλές κατευθύνσεις[11]. Το 1893 οι συνεργάτες του Ουράμπι, οι οποίοι προέρχονταν από το «εθνικό μέτωπο» του 1879, δημιούργησαν μια εθνικιστική οργάνωση με ηγέτες τον Μουσταφά Καμίλ ((مصطفى كامل και Αλή Γιουσούφ(علي يوسف). Οι υποστηρικτές στηρίχτηκαν ιδιαίτερα στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας με κύριο ενοποιητικό στοιχείο τη θρησκεία του Ισλάμ βασισμένο στο όραμα του Ουράμπι. Το Εθνικό Μέτωπο μετονομάστηκε σε Εθνικό Κόμμα ή Εθνικιστικό Κόμμα. Οι υποστηρικτές του ήταν ενάντια στη βρετανική ύπαρξη και ως προασπιστές της ανεξαρτητοποίησης πίστευαν ότι αυτή θα γινόταν σταδιακά και σε συνεργασία με τον Οθωμανό Σουλτάνο. Τέλος οι υποστηρικτές του προέρχονται από τις κατώτερες τάξεις.
Μια νεότερη εθνικιστική ομάδα που δημιουργήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1907, είναι το κόμμα Ούμα[12], οι οποίοι στήριζαν την ύπαρξη εθνικής συνείδησης στα ευρωπαϊκά πρότυπα, χωρίς όμως το Κάιρο να κυριαρχείται από τη Βρετανία, χαράζοντας δική του πολιτική. Ηγέτης της ήταν ο Άχμαντ λούφτι Σαγίντ أحمد لفتي السيد)).
Το κόμμα Ουάφντ (الوفد) εμφανίστηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918, με τον ηγέτη Σαάντ Ζαγκλούλ (سعد زغلول). Πρόκειται για ένα φιλελεύθερο κόμμα που βρίσκεται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό εθνικισμό και θεωρείται το πιο δημοκρατικό κόμμα. Ο Ζαγκλούλ στηρίζει ότι ο εθνικισμός θα υπάρξει μέσα από την ενότητα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όπως αυτό φαίνεται και στο συμβολισμό που χρησιμοποιεί το κόμμα, καθώς απεικονίζεται η ημισέληνος και ο σταυρός. Το 1919 ως μέλος αντιπροσωπίας[13] στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, ζητά ανεξαρτησία από τη Βρετανία η οποία όμως απορρίπτει το αίτημα και συλλαμβάνει τον Ζαγκλούλ. Η εξέγερση του λαού κατά των βρετανών πραγματοποιείται, κυρίως από εργατική τάξη, εξαιτίας της σύλληψής του στις 9 Μάρτιο του 1919[14]. Με την απελευθέρωση του Ζαγκλούλ το κόμμα Ουάφντ γνωρίζει ένδοξες στιγμές, ενώ θεωρείται ο πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός. Το κόμμα είχε δράση από 1918 μέχρι το 1952 που έγινε το πραξικόπημα.
Συμπερασματικά, ο αραβικός εθνικισμός που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αίγυπτο πήρε τη μορφή του τοπικού εθνικισμού. Εκφράστηκε έντονα ως αντίδραση της ιμπεριαλιστικής Βρετανικής πολιτικής και της οικονομικής δυσχέρειας της Αιγύπτου. Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Μοχάμεντ Αλί, Σαίντ Πασά, Ισμαήλ Πασά καθώς και η επανάσταση του συνταγματάρχη Ουράμπι, διαμόρφωσαν τις κατάλληλες υποδομές για την ανάδυση του εθνικισμού. Από την επανάσταση έως τις αρχές του 20ου αιώνα, το Κάϊρο διαμόρφωνε μια σταδιακή μετάβαση στον φιλελεύθερο εθνικισμό. Ο εθνικισμός της Αιγύπτου αποτέλεσε σπουδαίο παράγοντα στη διαμόρφωση κοσμικών στοιχείων στο σύγχρονο αιγυπτιακό λαό. Παρόλα αυτά ο φιλελεύθερος εθνικισμός διατηρήθηκε μέχρι το πραξικόπημα του 1952 υπό τον συνταγματάρχη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ.
Υποσημειώσεις
[1] Κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία.
[2] Niyazi Kizilyurek, Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κύπρου.
[3] Η Αίγυπτος χωρίζει το Μαγρέμπ από το Μάσρεκ και αποτελεί πέρασμα στις Ινδίες.
[4] Αιτιολόγησε την επέμβαση του, ως προασπιστής των δικαιωμάτων της Αιγύπτου, ενάντια στην επεκτατική πολιτική των Οθωμανών και των Μαμελούκων.
[5] Γ. Σακκάς, Οι άραβες στη σύγχρονη και νεότερη εποχή, 2018, Πατάκης.
[6] J.Carpentier, F. Lebrun, Ιστορία της Μεσογείου, Πατάκης, 2009, σελ. 418.
[7] Blunt Wilfrid, The secret history of the English occupation of Egypt, N. York 1967, 114.
[8] Buzpinar, S. Tufan, The Repercussions of the British Occupation of Egypt on Syria, 1882-83, Middle Eastern Studies, 2000, Vol. 36, No. 1
[9] Εναρμονιζόμενη στο άρθρο 22 της σύμβασης της Κοινωνίας των Εθνών.
[10] Mohamed Hamdy, The wave of democracy in Egypt, Open Democracy, article, 2016.
[11] Κόμμα μεταρρύθμισης, φιλελεύθερων συνταγμάτων κ.α.
[12] Παράλληλα υπάρχει και εφημερίδα ομώνυμη.
[13] The delegation.
[14] Joel Benini, Η διαμόρφωση της αιγυπτιακής εργατικής τάξης, parapoda.wordpress.com,2012
Βιβλιογραφία
Jean Carpentier, Francois. Lebrun, Ιστορία της Μεσογείου, Πατάκης, 2009
Mohamed Hamdy, The wave of democracy in Egypt, Open Democracy, article, 2016.
Γιάννης Σακκάς, Οι δύο όχθες της Μεσογείου,bookstars, 2020.
Γιάννης Σακκάς, Οι άραβες στη σύγχρονη και νεότερη ιστορία, Πατάκη, 2018.
Γιάννης Σακκάς , Το Παλαιστινιακό, εκδόσεις Πατάκη, 2005.