Γράφει η Σπυριδούλα Βαλασιάδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιώς
Ενώ οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο τρέχουν και ο φόβος για επέκταση της Ισλαμιστικής απειλής ελλοχεύει, ο κόσμος καλείται να αντιμετωπίσει μία νέα πρόκληση η οποία γεννήθηκε εντός του Αμερικανικού και Ευρωπαϊκού γεωπολιτικού τόξου. Η απειλή αυτή έχει ντυθεί με τον μανδύα μίας εμπορικής και επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ γνωστή ως «TTIP» (Transatlantic Trade and Investment Partnership). Δεν πρόκειται ωστόσο για μία διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιζόμενους εμπορικούς πόλους αλλά για μία συμμαχία ευρωπαϊκών και αμερικανικών επιχειρηματικών λόμπι με στόχο την αύξηση των κερδών τους.
Η προσπάθεια ξεκίνησε ήδη από το 1995 με την ίδρυση του Διατλαντικού Οικονομικού Διαλόγου (Transatlantic Business Dialogue, TABD) από διευθύνοντες συμβούλους των ισχυρότερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών εταιριών. Το κλειστό αυτό λόμπι είχε θέσει ως σκοπό την άσκηση πιέσεων υπέρ της άρσης όλων των ρυθμιστικών φραγμών που αφορούσαν την δράση των επιχειρήσεων εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Με την δημιουργία του Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου (Transatlantic Business Council, TABC) τo 2007 οι πιέσεις του TABD έγιναν εντονότερες και το όραμα της δημιουργίας μίας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών – στην βάση της απορρύθμισης των αγορών τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ- φάνταζε πλέον εφικτό.
Πράγματι, οι πιέσεις απέδωσαν καρπούς καθώς τον Νοέμβριο του 2011 αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής επιτροπής και των ΗΠΑ ανακοίνωσαν την συγκρότηση μίας ομάδας εργασίας η οποία «θα προσδιόριζε και θα αξιολογούσε τις δυνατότητες ενίσχυσης των εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ». Με την σειρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οργάνωσε συναντήσεις «κεκλεισμένων των θυρών» με μεμονωμένες εταιρείες και εκπροσώπους επιχειρηματικών λόμπι. Το όραμα του TABD πήρε σάρκα και οστά τον Φεβρουάριο του 2013 με την ανακοίνωση της έναρξης των διαπραγματεύσεων για μία Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) από τον Μπαράκ Ομπάμα στο ετήσιο διάγγελμά του προς το Κονγκρέσο (State of the Union address). Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι προηγουμένως είχε πραγματοποιηθεί συνάντηση του Διατλαντικού Οικονομικού Διαλόγου με την Επιχειρηματική Στρογγυλή Τράπεζα των ΗΠΑ και την Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων , οι οποίοι από κοινού ζήτησαν μία επενδυτική συνεργασία των δύο ηπείρων.
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε η TTIP, από την επιδίωξη δηλαδή των επιχειρηματικών λόμπι ΗΠΑ και ΕΕ να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους, εύλογα συμπεραίνει κανείς πως η συμφωνία εξυπηρετεί τα συμφέροντα μίας συγκεκριμένης ελίτ υπονομεύοντας τα δικαιώματα των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων. Πρόκειται για μία νέα σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων η οποία ξεπερνά τα κρατικά σύνορα και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό προκύπτει από το γεγονός του ότι μία από τις κυριότερες προτεραιότητες της διαπραγματευτικής εντολής που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η κατάργηση των ρυθμιστικών «εμποδίων» που αφορούν το έργο των επιχειρήσεων. Ως ρυθμιστικά εμπόδια αντιμετωπίζονται τα θεμελιώδη ευρωπαϊκά κοινωνικά πρότυπα τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την δράση και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εργασιακά δικαιώματα, κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος κλπ). Στα πλαίσια, εν ολίγοις, της προσπάθειας για πλήρη εξομοίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων μεταξύ των δύο εταίρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο μέρος της πρωτογενούς νομοθεσίας της ΕΕ (κανονισμοί αλλά και οδηγίες), εκτελεστικά μέτρα, πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση καθώς και κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο από τα κράτη-μέλη. Όσον αφορά στην αμερικανική πλευρά, κι εκείνοι καλούνται να θυσιάσουν στο βωμό του κεφαλαίου νόμους που έχουν εγκριθεί από το Κονγκρέσο, ομοσπονδιακούς κανόνες (“Buy America”) αλλά και κανονισμούς που ισχύουν σε μεμονωμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Δικαιολογημένα ,συνεπώς, θεωρείται η συμφωνία αυτή μία επίθεση κατά των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κοινωνιών εκ μέρους των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται ωστόσο στο οικονοικό επίπεδο αλλά αντιθέτως επεκτείνονται και στο κοινωνικό καθιστώντας της συμφωνία ουσιαστική πρόκληση για τους λαούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Έπειτα από μελέτες πολλών ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων τα κέρδη που ρεαλιστικά μπορούν να παρατηρηθούν είναι ασήμαντα (πολύ λιγότερο του 0,5 % ως το 2027). Οι θέσεις εργασίες, επιπρόσθετα, για τους ευρωπαίους πολίτες θα μειωθούν σημαντικά δεδομένου ότι με την νέα συμφωνία οι εταιρίες θα μπορούν να εξασφαλίζουν φθηνότερα αγαθά και υπηρεσίες από τις ΗΠΑ, όπου τα εργασιακά πρότυπα είναι χαμηλότερα και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ανύπαρκτα. Είναι ευρέως γνωστή η άρνηση των ΗΠΑ να κυρώσουν τις συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα ενώ συγχρόνως οι μισές περίπου πολιτείες έχουν πλέον υιοθετήσει το νομοθετικό πλαίσιο για το «δικαίωμα στην εργασία». Οι αμερικανοί εργαζόμενοι είναι ήδη εξοικειωμένοι με την απώλεια θέσεων εργασίας λόγω της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών (NAFTA) ανάμεσα στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό (1994). Εύλογα, επομένως, εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την ενδεχόμενη υποβάθμιση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων αφού αυτά θεωρούνται τροχοπέδη στην διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των επιχειρηματικών εταίρων.
Η TTIP στοχεύει επιπλέον και στην απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών μέσω του «ανοίγματος» των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. υγεία, παιδεία, νερό κλπ) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι αμερικανικές εταιρίες αντιλαμβάνονται τα δημόσια συστήματα της Ευρώπης ως τεράστιες ανεκμετάλλευτες αγορές που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν πολύ υψηλά κέρδη. Αυτό όμως που φαντάζει τρομακτικό δεν είναι τόσο η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων παροχών όσο η αδυναμία μίας χώρας να αναστρέψει αυτή την διαδικασία εφόσον έχει ήδη συντελεστεί. Εξίσου επιζήμιες για τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες μπορούν να θεωρηθούν η κατάργηση κανονισμών για την ασφάλεια των τροφίμων («αρχή της προφύλαξης») και την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. «REACH») . Καθώς λοιπόν η ατζέντα της συμφωνίας ως στόχο έχει να φέρει την ΕΕ πιο κοντά στον αμερικανικό τρόπο λειτουργίας, είναι φυσικό να «εναρμονίζονται» οι κανονισμοί της με τα ελαστικότερα αμερικανικά πρότυπα.
Ο μεγαλύτερος ίσως κίνδυνος που ελλοχεύει από διαπραγματεύσεις των δύο εταίρων είναι η παροχή εξουσίας στις πολυεθνικές επιχειρήσεις να προσφεύγουν κατά συγκεκριμένων χωρών για ζημίες που υπέστησαν κατόπιν αποφάσεων δημόσιας πολιτικής. Προβλέπεται ,δηλαδή, η δημιουργία ενός συστήματος Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή Κράτους ( «ISDS») το οποίο αποδίδει στο πολυεθνικό κεφάλαιο νομική υπόσταση ισοδύναμη αν όχι και μεγαλύτερη από εκείνη του έθνους-κράτους. Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές επιχειρήσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχουν την δυνατότητα να αμφισβητούν τις αποφάσεις των κυριάρχων κρατών και να διεκδικούν από αυτά αποζημιώσεις όταν οι αποφάσεις δεν ευνοούν τα κέρδη τους.
Στο σημείο αυτό, τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι όλες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ πραγματοποιούνται «κεκλεισμένων των θυρών» παρεμποδίζοντας κάθε είδους δημόσιας πρόσβασης στα πιο σημαντικά έγγραφα, ειδικότερα σε εκείνα που θα σχηματίσουν τον πυρήνα της ίδιας της συμφωνίας. Ακόμη και η πρόσβαση των Ευρωβουλευτών σε κάποια κείμενά της περιορίζεται σε ειδικά αναγνωστήρια όπου δεν επιτρέπονται κάμερες, τηλέφωνα ή άλλου είδους εξοπλισμός μαγνητοσκόπησης. Η απουσία διαφάνειας κάνει το έργο της αποδοχής ακόμη πιο δύσκολο εφόσον δεν δίνεται η δυνατότητα ενημέρωσης των πολιτών για αποφάσεις κρίσιμες σχετικές με το μέλλον τους.
Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) , εν κατακλείδι, αποτελεί μία συμφωνία ευνοϊκή για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές πολυεθνικές , οι οποίες με κάθε τρόπο επιδιώκουν την μεγιστοποίηση των κερδών τους. Η κοινωνία των πολιτών δεν δύναται να αποδεχθεί αυτή την νέα συμφωνία και αντιδρά στις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο εταίρων καθώς διαπιστώνει ότι διακυβεύεται το μέλλον της στο βωμό των υπερκερδών των Δυτικών πολυεθνικών. Οι έννοιες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ίσων ευκαιριών και της δικαιοσύνης καταπατώνται για μία ακόμη φορά από την οικονομική ολιγαρχία η οποία εξακολουθεί να πλουτίζει εις βάρος των ασθενέστερων. Η πολιτική απογυμνώνεται από ηθικούς φραγμούς και συσχετίζεται απόλυτα με το κέρδος. Οι απλοί πολίτες και οι εθνικές κυβερνήσεις αναμένεται να μην ωφεληθούν από την TTIP αλλά για τις Δυτικές πολυεθνικές η συμφωνία θα αποδειχθεί ωφέλιμη. Εξαρτάται κάθε φορά υπό ποιο πρίσμα αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα.