tragka

H (αναπόφευκτη) Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης: Ο Πόλεμος των Άστρων, ο Γκορμπατσώφ και η Περεστρόικα

Posted on Posted in Αναλύσεις

Γράφει η Αλεξάνδρα Τράγκα, Εξωτερική Συνεργάτης ΚΕΔΙΣΑ

«Παρά τα προβλήματα, τις υποχρεώσεις και τα μειονεκτήματα που προκαλεί στη Σοβιετική Ένωση το γεγονός ότι συνεχίζει να επιβάλλει τον κομμουνισμό στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη», συμπέραινε το 1988 ένα έγκυρο πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για την περιοχή, «δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κληρονόμοι του Στάλιν ετοιμάζονται ν’ αποσυρθούν απ’ αυτήν, ούτε καμία κάμψη της πολιτικής τους βούλησης να κυριαρχήσουν στην περιοχή».

Η σχεδόν καθολική αποτυχία να προβλέψει την κατάρρευση του κομμουνισμού έβαλε ένα μεγάλο καρφί στο φέρετρο της δυτικής πολιτικής επιστήμης. Δεν πιάστηκαν όμως στον ύπνο μόνο οι ακαδημαϊκοί, αλλά και οι διαμορφωτές πολιτικής και οι διανοούμενοι. Η κατάρρευση του σοβιετικού ελέγχου υπήρξε γρήγορη, απρόσμενη και ειρηνική και σάρωσε όλη την ευρύτερη περιοχή. Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν πρέπει να λησμονείται, ούτε να θεωρείται αυτονόητο. Όλα τους μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πραγματική φύση των γεγονότων (Mazower 2013). Ποια είναι όμως τα γεγονότα που οδήγησαν στο «θάνατο» της μέχρι πρότινος κραταιάς σοβιετικής αυτοκρατορίας, γεγονότα που δεν ελήφθησαν υπόψη από την επιστημονική και πολιτική ελίτ της εποχής; Ήταν τελικά η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αναπόφευκτη; Η παρούσα σύντομη ανάλυση, θα επιχειρήσει να παρουσιάσει όσο το δυνατόν πιο συνοπτικά, τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο «απρόσμενο» αυτό γεγονός.

Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι οικονομίες του ανατολικού μπλοκ είχαν ακολουθήσει αρκετά διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Ουγγαρία, μετά τη βίαιη σοβιετική καταστολή του 1956, ακολούθησε σχετικά «φιλελεύθερη» πορεία, τόσο στην οικονομική, όσο και στην πολιτισμική σφαίρα, χωρίς τις ιδιαίτερες ενστάσεις των σοβιετικών ηγετών. Ο «κομμουνισμός του γκούλας» άρχισε να παράγει περισσότερα καταναλωτικά αγαθά και να προσφέρει περισσότερες ατομικές ελευθερίες στους Ούγγρους σε σχέση με αυτές που παρείχε στους πολίτες της η Σοβιετική Ένωση. Αλλά και η Ανατολική Γερμανία γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική πρόοδο, αν και παράλληλα εξελίχθηκε σε ένα από τα κράτη με την αποτελεσματικότερη μυστική αστυνομία στην ιστορία (Lindermann 2014).

Η πραγματική ωστόσο πρόκληση, ήρθε με την πετρελαϊκή κρίση του 1973, το πρώτο γεγονός μετά το Κραχ του 1929 με μόνιμο οικονομικό αποτέλεσμα. Στην καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, η αύξηση του πληθωρισμού, η στασιμότητα και η μαζική ανεργία οδήγησαν την κεϋνσιανή συναίνεση σε χρεοκοπία. Στην Ανατολική Ευρώπη, η πτώση αρχικά, ήταν σχετικά αργή. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της περιοχής, (3,4%) έπεσαν πιο αργά και ήταν υψηλότεροι από ό,τι στο δυτικό ΟΟΣΑ (3,2%), πράγμα που ίσως και να ενίσχυσε την εντύπωση ότι οι οικονομίες με κεντρικό σχεδιασμό ήταν λιγότερο ευάλωτες στην κρίση από τις καπιταλιστικές.

Η οικονομική επιβράδυνση συμπίεσε τα συστήματα πρόνοιας που είχαν δημιουργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, όχι μόνο στη Δύση αλλά και στην Ανατολή. Το κομμουνιστικό μοντέλο πρόνοιας όχι μόνο γινόταν όλο και λιγότερο ελκυστικό σε σχέση με το αντίστοιχο δυτικό, αλλά δεν κατάφερε καν να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει σε κοινωνίες οι οποίες έπαιρναν τις εξισωτικές του δεσμεύσεις στα σοβαρά. Η ισότητα των εισοδημάτων απειλείτο από τις μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της αποδοτικότητας, ενώ η κοινωνική κινητικότητα είχε μπλοκαριστεί, προκαλώντας ολοένα και μεγαλύτερη οργή στην εργατική τάξη (Mazower 2013) για το διεφθαρμένο κομματικό σύστημα που δεν υπηρετούσε μόνο η κομματική νομενκλατούρα, αλλά και τα κατώτερα και μεσαία στελέχη. Στους ωφελημένους, συμπεριλαμβάνονταν και οι διαχειριστές των δημοσίων επιχειρήσεων, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να δηλώνουν μικρότερη παραγωγή από την πραγματική, ώστε να βάζουν το περίσσευμα στην τσέπη τους. Εν τέλει, η μεγάλη ανισότητα που δημιουργήθηκε, μεταξύ του βιοτικού επιπέδου όσων είχαν κάποια θέση στο Κόμμα και των «κοινών θνητών» είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της νομιμοποίησης του ΚΚΣΕ, ως εκφραστή των λαϊκών συμφερόντων (Συμεωνίδης 2012).

Σε μία κίνηση απελπισίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας, στράφηκε προς το «μεγάλο εχθρό», την καπιταλιστική Δύση. Την 1η Αυγούστου του 1975, συνυπέγραψε με 34 κράτη, στη  φιλανδική πρωτεύουσα, την «Τελική Πράξη του Ελσίνκι» (Πατρίς 2003). Σε ένα από τα δέκα άρθρα των Συμφωνιών του Ελσίνκι που είχαν συνομολογηθεί το 1975, στο άρθρο ΙΧ οριζόταν η αρχή της συνεργασίας (οικονομικής και άλλης) μεταξύ των συμβαλλόμενων χωρών. Τα επόμενα χρόνια, οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ, καθώς και η ίδια η Σοβιετική Ένωση, άρχισαν να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τα δάνεια, τις επενδύσεις και τις άλλες μορφές οικονομικής βοήθειας από τη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δανεισμός όμως διόγκωνε το εξωτερικό δημόσιο χρέος, ενώ έμμεσα, υποχρέωνε τις χώρες του ανατολικού μπλοκ να εξαρτώνται από τις καλές σχέσεις με τη Δύση. Αλλά και σε ένα λιγότερο προφανές επίπεδο, η αποκλιμάκωση των διπλωματικών εντάσεων, αύξησε τις δυτικές επιρροές παρά τις αδέξιες προσπάθειες των καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης να περιορίσει τη «μόλυνση» από τα πολιτισμικά προϊόντα των καπιταλιστικών κρατών (Lindermann 2014).

Η επιρροή όμως του δυτικού και κυρίως του αμερικανικού προτύπου, δεν οφειλόταν μόνο σε οικονομικούς παράγοντες. Οι περισσότεροι από τους Κεντροευρωπαίους υποτελείς της Ρωσίας και ακόμα περισσότερο ο κύριος και συνεχώς ενισχυόμενος ανατολικός σύμμαχός της, η Κίνα, διακατέχονταν από αισθήματα περιφρόνησης έναντι της ρωσικής πολιτισμικής αντίληψης. Σε ό,τι αφορά στους Κεντροευρωπαίους, η ρωσική κυριαρχία σήμαινε απομόνωση από αυτό που θεωρούσαν φιλοσοφικό και πολιτισμικό σπίτι τους: τη Δυτική Ευρώπη και τις χριστιανικές θρησκευτικές παραδόσεις της. Ακόμη χειρότερα, σήμαινε την κυριαρχία ενός λαού, τον οποίο θεωρούσαν -συχνά άδικα- ότι ήταν πολιτισμικά κατώτερός τους.

Τελικά, μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, το 50% του πληθυσμού που δεν ήταν Ρώσοι, απέρριψε την κυριαρχία της Μόσχας. Η βαθμιαία πολιτική αφύπνιση των μη Ρώσων, σήμαινε ότι οι Ουκρανοί, οι Γεωργιανοί, οι Αρμένιοι και οι Αζέροι άρχισαν να βλέπουν τη σοβιετική εξουσία ως μορφή ξένης αυτοκρατορικής κυριαρχίας ενός λαού απέναντι στον οποίο δεν ένιωθαν πολιτισμικά κατώτεροι. Στην Κεντρική Ασία, οι εθνικές βλέψεις μπορεί να ήταν πιο αδύναμες, αλλά εδώ το βαθμιαία ανερχόμενο αίσθημα της ισλαμικής ταυτότητας, το οποίο ενέτεινε η γνώση της συντελούμενης κατάλυσης της αποικιοκρατίας αλλού, τροφοδότησε αυτούς τους λαούς (Brzezinski 1998).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, χαρακτηρίστηκαν από έντονη αντιπαλότητα (Κουσκουβέλης 2010). Το 1983 και ενώ είχε αρχίσει η εγκατάσταση των πρώτων πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ σε αντιστάθμισμα των σοβιετικών SS-20, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν, παρουσίασε τη δική του «πρωτοβουλία στρατηγικής άμυνας» που από τα Μέσα Ενημέρωσης βαφτίστηκε ως «Πόλεμος των Άστρων». Στόχος αυτού του σχεδίου ήταν η μακρόπνοη κατάρτιση ενός συστήματος αντιπυραυλικής προστασίας που το τεράστιο κόστος του θα ήταν απαγορευτικό για τους Σοβιετικούς. Στη Δύση, πολλοί παρατηρητές το βρήκαν ουτοπικό και αφόρητα πολυδάπανο. Ήταν περισσότερο ένα όπλο τεχνολογικού και οικονομικού πολέμου που φιλοδοξούσε να πείσει τους ιθύνοντες του Κρεμλίνου πώς η χώρα τους δεν είχε ούτε τα χρηματικά μέσα ούτε την κατάλληλη τεχνογνωσία να συναγωνιστεί τις ΗΠΑ στον τομέα των υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων του 21ου αιώνα (Bernstein & Milza 1997). Το Presidium, είδε το τυρί, αλλά όχι τη φάκα. Στις προσπάθειές της να συμβαδίσει με την οικοδόμηση της αμερικανικής άμυνας, η ήδη οικονομικά εξασθενημένη Σοβιετική Ένωση, υποχρεώθηκε να αυξήσει το μερίδιο των αμυντικών δαπανών της από 22% σε 27% του ΑΕΠ, ενώ «πάγωσε» και την παραγωγή αγαθών ευρείας κατανάλωσης στα επίπεδα του 1980 (Stern 2011).

Όταν ο Γκορμπατσώφ ανέλαβε τα ηνία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), στις 11 Μαρτίου 1985 και σε ηλικία μόλις 54 ετών, είχε αντιληφθεί ότι η χώρα του δε μπορούσε να συνεχίζει να σπαταλά τα ίδια χρήματα με τις ΗΠΑ για την άμυνα, χωρίς να κινήσει και άλλους τομείς της οικονομίας της. Η ΕΣΣΔ είχε «γονατίσει» από τον «Πόλεμο των Άστρων», ο οποίος είχε επιβαρύνει υπέρμετρα το σοβιετικό κρατικό προϋπολογισμό. Προκειμένου να δώσει ώθηση στην «ατμομηχανή» της οικονομίας, που είχε παγώσει τα προηγούμενα έτη, ο νέος Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως περεστρόικα (ανασυγκρότηση). Τι περιλάμβανε μεταξύ άλλων;

 

  • Ανακατανομή αλλά όχι πώληση, της γης σε αγρότες με δυνατότητα μίσθωσής της για μεγάλο χρονικό διάστημα (50 έτη) και για ιδιωτική χρήση.
  • Άδεια στους ιδιώτες για δημιουργία επιχειρήσεων ή συνεταιρισμών.
  • Φιλελευθεροποίηση των δραστηριοτήτων των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, με σκοπό την ενδυνάμωση των προσωπικών εταιρειών (σχέση μεταξύ των τιμών και των εισοδημάτων με βάση την ποιότητα των προϊόντων που παρέχονταν, εκλογή διευθυντών, οικονομική ανεξαρτησία) (Συμεωνίδης 2012).

 

Αλλά ο Γκορμπατσώφ, δεν περιορίστηκε μόνο στο οικονομικό σκέλος. Με τη Γκλασνόστ (διαφάνεια) που αφορούσε στην κατάργηση της λογοκρισίας των ΜΜΕ, επιχείρησε την επανασύνδεση του Κόμματος με την κοινωνία. Έτσι, οι άνθρωποι των Μέσων, έφεραν στο φως της δημοσιότητας ό,τι  για   68 χρόνια δεν μπορούσαν να πουν στο λαό (Αυγερινός 2015).  Σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσώφ, εγκατέλειψε το Δόγμα Μπρέζνιεφ, δίνοντας αυτονομία κινήσεων στα κράτη που συναποτελούσαν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (Συμεωνίδης 2012).

Η αλλαγή της πολιτικής του, οφειλόταν σε πληθώρα παραγόντων. Κατ’ αρχάς, η περιοχή, αφού λειτούργησε ως καθαρό περιουσιακό στοιχείο για τη Μόσχα στα χρόνια του Στάλιν, είχε γίνει τώρα ένα τεράστιο οικονομικό φορτίο που ισοδυναμούσε σύμφωνα με έναν υπολογισμό με το 2% του ΑΕΠ το χρόνο. Τη δεκαετία του 1970, οι μαζικές επιδοτήσεις, κυρίως με τη μορφή φθηνών σοβιετικών εξαγωγών καυσίμων, σήμαιναν ότι οι φτωχοί Ρώσοι επιδοτούσαν τους Πολωνούς και Τσέχους. Η κατάσταση επιδεινωνόταν ακόμα περισσότερο από το οικονομικό κόστος της υποστήριξης των εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών που στάθμευαν στην ανατολική Ευρώπη. Η πολιτική ασφαλείας της Μόσχας είχε καταστήσει όλη την περιοχή εντελώς εξαρτημένη από τα σοβιετικά όπλα, με αποτέλεσμα η Σοβιετική Ένωση να πληρώνει αυτή το λογαριασμό για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων. Η Σοβιετική Ένωση ξόδευε κατά μέσο όρο το 12-15% του ΑΕΠ της για την άμυνα, σε σύγκριση με το 6% που ξόδευαν οι δορυφόροι της. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα της ανισοκατανομής των βαρών απασχολούσε, κατά ειρωνικό τρόπο και τα κράτη του ΝΑΤΟ, με τη διαφορά όμως ότι οι ΗΠΑ ήταν πολύ καλύτερα εφοδιασμένες για να φέρουν τα βάρη της υπερδύναμης. Οι δε Ανατολικοευρωπαίοι, έριξαν αλάτι στην πληγή, μειώνοντας τις αμυντικές τους δαπάνες στη δεκαετία του 1980.

Από στρατηγική σκοπιά επίσης, ο βαθμός σπουδαιότητας της ανατολικής Ευρώπης για τη σοβιετική ασφάλεια είχε αλλάξει πολύ από το 1945. Τα πεδία μάχης του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονταν τώρα και στην Ασία, όχι μόνο στην Ευρώπη. Η εξομάλυνση (détente) μείωνε την απειλή από τη Γερμανία και επέτρεπε στη Μόσχα να συγκεντρώνει την προσοχή της στην αντίπαλό της την Κίνα που ήταν ένας απείρως ισχυρότερος και πιο απρόβλεπτος εχθρός. Ύστερα, ήρθε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, όπου η στρατιωτική επίδοση των Σοβιετικών αύξησε τις αμφιβολίες για τη χρησιμότητα των στρατευμάτων τους στην ανατολική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, οι ανατολικοευρωπαϊκές ελίτ απάντησαν στην κατάρρευση της εξομάλυνσης επιμένοντας, ενάντια στη θέληση των Σοβιετικών, ότι έπρεπε να διατηρηθούν οι δεσμοί με τις δυτικές οικονομίες. Η ενότητα του μπλοκ ήταν όλο και λιγότερο αρραγής (Mazower 2013).

Κρίνοντας εκ των υστέρων, η πολιτική του Γκορμπατσώφ, ήταν απόλυτα αποτυχημένη. Με την Περεστρόικα, ο ΓΓ του ΚΚΣΕ, έβαλε την τελική, καταστροφική πινελιά που οδήγησε στο θάνατο της Σοβιετικής Ένωσης. Εξέθεσε χωρίς καμία προεργασία μία κλειστή οικονομία, η οποία στήριζε την ύπαρξή της στον κάθετο έλεγχο, στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, η οποία όμως ήταν πολύ χαμηλή. Ο Γκορμπατσώφ προσπάθησε να εντάξει τη σοβιετική οικονομία στο διεθνές σύστημα, δίχως να έχει δημιουργήσει πρώτα τις επιχειρήσεις που θα άντεχαν στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας. Την έριξε, με λίγα λόγια, στα βαθιά χωρίς ασφάλεια, ενώ αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει σταδιακά (Συμεωνίδης 2012).

Αλλά και η Γκλασνόστ, τελικά υπέσκαψε, αντί να ενισχύσει την υποστήριξη προς την κομμουνιστική εξουσία. Ο αρχικός ενθουσιασμός των Σοβιετικών για τις μεταρρυθμίσεις, ξέφυγε πολύ γρήγορα από κάθε έλεγχο. Όταν μάλιστα τους δόθηκε πραγματικά η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, οι λαοί των περισσότερων σοβιετικών δημοκρατιών, πλην της Ρωσίας, τάχθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας τους από τη Σοβιετική Ένωση. Ακόμα και στις ρωσόφωνες περιοχές, το Κομμουνιστικό Κόμμα απέτυχε να αποκτήσει ισχυρή πλειοψηφία όπου πραγματοποιήθηκαν σχετικά ελεύθερες εκλογές, με τη λειτουργία ενός σχετικά ελεύθερου Τύπου (Lindermann 2014). Με λίγα λόγια, ο Γκορμπατσώφ, είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας που οδήγησε στις λαϊκές εξεγέρσεις (Συμεωνίδης 2012).

Το τέλος της πάλαι ποτέ «κραταιάς» Σοβιετικής Ένωσης, ήταν αναπόφευκτο. Τον Απρίλιο του 1991, η Γεωργία, ψήφισε την αποσκίρτησή της από την ΕΣΣΔ για να ακολουθήσουν η Λετονία, η Λιθουανία, η Εσθονία και η Ουκρανία (Ιωάννου 2018).  Στις 26 Δεκεμβρίου 1991, με την ανακοίνωση υπ” αριθμόν 142 -με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών-, το ανώτατο Σοβιέτ, έβαλε την οριστική ταφόπλακα στην υπερδύναμη (Μαυραγάνης 2015). Η ισορροπία του τρόμου και ο Ψυχρός Πόλεμος, αποτελούσαν πια παρελθόν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ελληνόφωνη βιβλιογραφία

 

Berstein Serge & Milza Pierre (1997), Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης:1919 έως Σήμερα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Brzezinski Zbigniew (1998), Η Μεγάλη Σκακιέρα: Η Αμερικανική Υπεροχή και οι Γεωστρατηγικές της Επιταγές, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη

 

Lindermann S. Albert (2014), Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης: Από το 1815 μέχρι Σήμερα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική

 

Mazower Mark (2013), Σκοτεινή Ήπειρος: Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, 5η, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Κουσκουβέλης Ι. Ηλίας (2010), Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις, 6η, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα

 

Συμεωνίδης Γιάννης (2012), Οι Χίλιες Ημέρες που Συγκλόνισαν την Ελλάδα, 1η, Αθήνα, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη

 

Διαδικτυακές πηγές

 

Stern Andy (2011), A Valentine’s Day Message: From Russia with Love, Huffington Post, 14/2/2011, https://www.huffingtonpost.com/andy-stern/a-valentines-day-message_b_822744.html

 

Αυγερινός Θεόδωρος (2015), Η Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ο Ρόλος του Μ. Γκορμπατσώφ, Το Βήμα, 13/8/2015, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=729323

 

Μαυραγάνης Κώστας (2015), Η Τελευταία Ημέρα της ΕΣΣΔ: 24 Χρόνια από την Επίσημη Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, Huffington Post Gr Edition, 26/12/2015, http://www.huffingtonpost.gr/2015/12/26/soviet-union-dialysh_n_8878466.html

 

Πατρίς (2003), Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι: 28 Χρόνια από την Ιστορική Συμφωνία, 2/8/2003, http://archive.patris.gr/articles/13834#.WogxT6jFLIU

 

Διαλέξεις

 

Ιωάννου Χριστίνα (2018), Ο Ψυχρός Πόλεμος και η Πτώση του Κομμουνισμού στην Ευρώπη, Λευκωσία. Διαθέσιμο στο MIR-570DG Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Εβδομάδα 3, 2018, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας