Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας*, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (The unanimous Declaration of the thirteen United States of America) θεωρείται η γενέθλια πράξη των Ηνωμένων Πολιτειών και αποτύπωνε την συλλογική απόφαση των Δεκατριών Πολιτείων της Βορείου Αμερικής για πολιτική ανεξαρτησία από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το κείμενο συντάχθηκε από τους Thomas Jefferson και Benjamin Franklin και συμπύκνωνε τις πολιτικές ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αποτελώντας τον βασικό άξονα πολιτικής συγκρότησης του νέου κράτους και σημείο αναφοράς για αντίστοιχα πολιτικά και εθνικά κινήματα στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τον 19ο αιώνα. Οι ενδό-ευρωπαϊκές αντιπαραθέσεις στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, συνέβαλαν στην επικράτηση της αμερικανικής επανάστασης. Η γεωγραφική απόσταση παρείχε στο νέο κράτος την απαραίτητη προστασία από τις ιδιαίτερα «ευαίσθητες», στη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος, πολιτικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, προσδίδοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δυνατότητα να αναπτυχθούν πολιτικά και οικονομικά καθώς και να παραμείνουν απρόσβλητες στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Παρά ταύτα δεν ήταν –κυρίως– οι γεωπολιτικοί παράγοντες, ούτε η ηπειρωτική έκταση ή οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών ως ο ισχυρότερος δρων του διεθνούς συστήματος, όσο το πολιτικό και οικονομικό της σύστημα.
Σύμφωνα με την Άρεντ Χάνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν την πιο επιτυχημένη ευρωπαϊκή αποικία. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες απείχαν από το ευρώ-κεντρικό διεθνές σύστημα, αλλά παρέμεναν προορισμός μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων, γεγονότα που συνετέλεσαν καίρια στην δυναμική τους είσοδο στο διεθνές στερέωμα κατά τον 20ο αιώνα. Για περισσότερο από έναν αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το ισχυρότερο και πλουσιότερο κράτος στο διεθνές σύστημα. Η εν λόγω πραγματικότητα ανατροφοδότησε την οικεία πεποίθηση περί μοναδικότητας του αμερικανικού έθνους, γεγονός που εξέθρεψε θέσεις και δράσεις για τον διαμορφωτικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτείων στο διεθνές σύστημα. Από τον Franklin Roosevelt –ο οποίος προήδρευσε από την 4η Μαΐου του 1933 έως την 12η Απριλίου του 1945– και έκτοτε οι αποφάσεις του εκάστοτε Αμερικανού Προέδρου αφορούν, κατά το μάλλον ή το ήττον ακόμη κι αν δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό κρατών και ανθρώπων. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δύσης η αμερικανική ηγεμονία, η οποία διευρύνθηκε μεταψυχροπολεμικά απόρροια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Βασικός πυλώνας τόσο της συγκρότησης, όσο και της διαιώνισης της αμερικανικής ηγεμονίας στο διεθνές σύστημα αποτέλεσε η δυναμική και η έλξη της αμερικανικής κοινωνίας. Στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ηλία Καζάν America-America περιγράφεται η προσπάθεια ενός νεαρού Έλληνα της Μικράς Ασίας να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η συγκεκριμένη χώρα αποτέλεσε, από τα τέλη του 19ου αιώνα, πολυπόθητο προορισμό αλλά και ανεκπλήρωτο όνειρο για εκατομμύρια ανθρώπους και ο αμερικανικός τρόπος ζωής το κύριο εξαγώγιμο προϊόν. Στη παρούσα συγκυρία το ανακύπτον ζήτημα συνίσταται σε ποιο βαθμό οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν σημείο αναφοράς και θελκτικό πρότυπο για την πλειονότητα ανθρώπων και κρατών σε πλανητικό επίπεδο.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου –1991– επισφραγίστηκε από την επικράτηση των Ηνωμένων Πολιτειών στο μακροχρόνιο και επίπονο ανταγωνισμό με την Σοβιετική Ένωση και την αμερικανική επιθυμία να συγκροτηθεί μία φιλελεύθερη διεθνή τάξη, εντός της οποίας η Ουάσιγκτον θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο. Τρεις δεκαετίες μετά, βάσιμα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι αμερικανικές στοχοθεσίες έχουν εκπληρωθεί μερικώς, εμφανίζοντας σημάδια κόπωσης ως προς την εξελικτική τους δυναμική. Ενώ μεταψυχροπολεμικά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν στην εξάπλωση της δημοκρατίας στο διεθνές σύστημα, στις 5 και 6 Ιανουαρίου του 2021 το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος και της Δύσης βρέθηκε αντιμέτωπο με μία θεσμική εκτροπή, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί πριν. Η εισβολή υποστηρικτών του τότε απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου στο Καπιτώλιο –βασίστηκε στην πεποίθηση πως νομιμοποιούνται να παρέμβουν κατά το δοκούν και με βίαιο τρόπο στη θεσμική διαδικασία εναλλαγής στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας– αναζωπύρωσε τη συζήτηση σχετικά με την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο εσωτερικό μάλιστα του ισχυρότερου κράτους εφαρμογής της. Το εν λόγω γεγονός έκανε ευρέως αντιληπτό ότι οι θεσμοί είναι αναγκαίοι, αλλά όχι από μόνοι τους ικανοί πυλώνες λειτουργίας και προάσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ακόμη και στις πιο δημοκρατικές χώρες η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών σχετίζεται αιτιωδώς και με την ποιότητα όσων τους στελεχώνουν. Δυστυχώς, οι πολιτικές –κι όχι μόνο– ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών θεώρησαν πως οι θεσμοί σχεδόν μηχανιστικά θα διασφαλίζουν την απρόσκοπτη και σύμφωνα με τις συνταγματικές προβλέψεις λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, η ανατίμηση της οικονομίας έναντι της πολιτικής που αποτέλεσε κοινό τόπο στη Δύση, δεν άφησε ανεπηρέαστη την λειτουργία των θεσμών και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενισχύοντας τα κορπορατικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος. Ο έλεγχος των ομάδων συμφερόντων, όσον αφορά την επιρροή τους στη λειτουργία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, χρήζει μάλλον αυστηρότερης θεσμικής ρύθμισης, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη.
Πέραν του θεσμικού επανακαθορισμού των σχέσεων πολιτικής και οικονομικής σφαίρας, στο σύνολο σχεδόν των δυτικών κοινωνιών εμφανίζονται ως κυρίαρχες οι αναστοχαστικές τάσεις σχετικά με τον ρόλο του δυτικού κόσμου στην παγκόσμια ιστορία. Η όλη διαδικασία είχε ως αφετηρία την –καθ΄όλα επιθυμητή ως αναστοχαστική ή κριτική προσέγγιση στον επιστημονικό χώρο– προσπάθεια αποδομητικής μεθερμηνείας της ιστορίας, ώστε να επαναξιολογήσουμε την συνεισφορά και τα πεπραγμένα της Δύσης, κατάσταση η οποία εξελικτικά απέκτησε ένα μάλλον αυτό-υπονομευτικό και ετεροδοξαστικό περιεχόμενο. Είναι γεγονός ότι στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης –ακαδημαϊκή μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτείων– αποφασίστηκε η παύση της διδασκαλίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έργων του Ομήρου, του Σαίξπηρ και του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Έκτοτε, έχει ξεκινήσει ένα «κυνήγι μαγισσών» ώστε να εξοστρακιστούν από την αμερικανική παιδεία κλασσικά φιλοσοφικά, ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα –ακόμη κι αν έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν– τα οποία απάδουν από τις συγκαιρινές προδιαγραφές «προοδευτικότητας» και τα κριτήρια της τρέχουσας πολιτικής ορθότητας. Δεν είναι βέβαιο αν στόχος της εν λόγω προσπάθειας είναι να προστατευθεί η αμερικανική κοινωνία από την εκμαυλιστική(sic) επιρροή αυτού που ονομάζεται κλασσική παιδεία, αλλά η τάση αποκοπής του δυτικού κόσμου από τις αφετηριακές του πνευματικές παραδοχές, εκ των πραγμάτων εγείρει ζήτημα επανατοποθέτησης της Δύσης στο ιστορικό γίγνεσθαι και ενός μείζονος επανακαθορισμού των εστιακών σημείων αναφοράς της. Η αμερικανική κοινωνία μετεξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, στην οικονομία, την παιδεία και τον πολιτισμό με τρόπο υπονομευτικό προς τα δημοκρατικά ιδεώδη. Ο εξοστρακισμός της κλασσικής παιδείας από το αμερικανικό, κι όχι μόνο, εκπαιδευτικό σύστημα αποτέλεσε μέρος το εν λόγω μετασχηματισμού. Ενώ λοιπόν το παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν έγινε εξαγώγιμο και αποτέλεσε βασικό πυλώνα της αμερικανικής ηγεμονίας, ήδη από τη δεκαετία του ’60, εντός της αμερικανικής κοινωνίας μάλλον η παιδεία απέτυχε να ασκήσει τον επιθυμητό διαπαιδαγωγικό της ρόλο.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι απανταχού θιασώτες της εν λόγω διαδικασίας θέτουν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα επαναξιολόγησης της ιστορίας και επαναπροσδιορισμού των βασικών αξόνων αναφοράς του δυτικού κόσμου. Η κυριαρχία του δυτικού ανθρώπου τους τελευταίους αιώνες είναι αδιαμφισβήτητη και ιστορικά αποτυπωμένες οι περισσότερες από τις ειδεχθείς πράξεις του, όπως και η αδιαμφισβήτητη και καίρια συνεισφορά του δυτικού στον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι η διαρκής υπόμνηση των αρνητικών πεπραγμένων του δυτικού κόσμου, πέραν της (αυτο)κριτικής διάθεσης εμπεριέχει και κάποια πολιτική υστεροβουλία. Παρατηρείται όμως μία συντεταγμένη προσπάθεια από σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις, αντλώντας από την ιστορία επιλήψιμες δυτικές συμπεριφορές, ώστε να αποδομηθούν οι αφετηριακοί αλλά και να υπονομευτούν οι σύγχρονοι προσδιοριστικοί παράγοντας του δυτικού κόσμου. Επομένως, στην περίπτωση ακόμη που δεν προϋπάρχει άμεση πολιτική σκόπευση, παράγονται δευτερογενώς πολιτικά αποτελέσματα, προλειαίνοντας το έδαφος για ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Οι συγκεκριμένες διεργασίες αφορούν ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών τομέων, οι οποίες όμως απολήγουν στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και δράσης με ξεκάθαρες αξιώσεις πολιτικής επιβολής.
Η αντί-δυτική ρητορική ξεκίνησε στην Ευρώπη, άνθισε όμως στα αμερικανικά πανεπιστήμια, επιστρέφοντας στον ευρωπαϊκό χώρο ως υστερία. Η εν λόγω τάση εξαπλώνεται στις δυτικές κοινωνίες αυτό-υπονομεύοντάς τες και θέτοντας ζητήματα συλλογικού προσανατολισμού και επιδιώξεων. Αλήθεια πόσο συνάδει το DisruptTexts –ως το ιστορικό ανάλογο του Index Librorum Prohibitorum– με την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεοντολογία όπως τη γνωρίζουμε στο δυτικό κόσμο; Ήδη οι εν λόγω πρακτικές προξενούν ασφυξία στα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτείων και πολλοί ακαδημαϊκοί, που μέχρι πρότινος ήταν θετικά διακείμενοι με το εν λόγω κίνημα «κάθαρσης» της παιδείας από τα ανομήματα(sic) του δυτικού πολιτισμού, αντιδρούν. Ακολούθως και συναφώς ας αναλογιστούν οι καθ΄εξιν ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας και οι θιασώτες του cancel culture πόσο απέχουν αυτές οι προσεγγίσεις από το κάψιμο των βιβλίων που οργάνωνε το ναζιστικό καθεστώς. Οι συγκεκριμένες ιδεολογίες προέκυψαν υπό συνθήκες πρωτόγνωρης ασφάλειας και ευημερίας που βίωσαν οι δυτικές κοινωνίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταστάσεις που επέτρεπαν την ακραία αυτοκριτική διάθεση στα όρια του μαζοχισμού. Τώρα που η ασφάλεια και η ευημερία στη Δύση φθίνουν, θα ανατροφοδοτηθεί επί του θέματος τόσο η πρακτική όσο και η θεωρία.
Στο πεδίο της αντιπαράθεσης, σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό των δυτικών κοινωνιών στο παρόν, έχουν στρατευθεί και οι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, προσπαθώντας να οριοθετήσουν μία σαφώς πιο περιοριστική χρήση της γλώσσας. Επιδιώκουν λοιπόν, όχι μόνο να οικοδομήσουν διαφορετικά καθεστώτα λόγου που δεν θα αναπαράγουν σχέσεις κυριαρχίας –κι αυτό ως έναν βαθμό είναι θεμιτό– αλλά επιθυμούν να επιφέρουν, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, έναν ευρύτερο γλωσσικό (αυτό)περιορισμό στις δυτικές κοινωνίες όσον αφορά την λεκτική αναπαραγωγή των ιδιοσυστατικών τους χαρακτηριστικών. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας επανακαθορισμού τόσο του περιεχομένου, όσο και των ορίων της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, υπερτονίζονται ιδιότητες, που ενδιαφέρουν κυρίως ατομικά, και προσπαθούν να εξοβελιστούν από τη δημόσια και να περιοριστούν και εντός της ιδιωτική σφαίρας, αυτές που άπτονται ταυτοτικών χαρακτηριστικών του ευρύτερου συλλογικού υποκειμένου. Ενδεχομένως, η δρομολόγηση μίας τέτοιας διαδικασίας να εκπορεύεται από την ανάγκη προστασίας και ενσωμάτωσης στις δυτικές κοινωνίες σημαντικού αριθμού ανθρώπων με διακριτά αυτό-προσδιοριστικά χαρακτηριστικά. Βέβαια, αυτή η δικαιωματικού χαρακτήρα μέριμνα δεν σημαίνει ότι ανθρωπολογικά πρότυπα, που προσδιόρισε η εξελικτική πορεία του δυτικού κόσμου για τις κοινωνίες που συγκρότησε, πρέπει να αλλάξουν και να αντικατασταθούν με νέα συρρικνωμένα και καταφανώς διακριτά έως και εχθρικά εν σχέσει με τα υφιστάμενα. Παραδείγματος χάριν, διαφαίνεται ότι από τις πρότερες επιδιώξεις κοινωνικών μετασχηματισμών στη βάση της πολυπολιτισμικότητας, διερχόμαστε στη φάση αξίωσης για μία «αναγκαία» -αλλά όχι και τόσο αμοιβαία- ανθρωπολογική συρρίκνωση. Οι προαναφερθείσες αξιώσεις προκαλούν δυσφορία σε σημαντικό τμήμα των δυτικών κοινωνιών, οι οποίες πιθανόν να εξελιχθούν σε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο δυτικός κόσμος εκτός από την έξωθεν αμφισβήτηση της μακραίωνης κυριαρχίας του στο διεθνές σύστημα έχει να διαχειριστεί και τη έσωθεν αξίωση επαναξιολόγησης της ιστορικής του πορείας και την αμφιλογία, όσον αφορά το περιεχόμενο και τη σημασία των πολιτισμικών και πνευματικών οριζουσών. Η μετά-δυτικοκεντρική φάση στην οποία διέρχεται το διεθνές σύστημα, εκ των πραγμάτων θα περιορίσει τη θέση και το ρόλο τη Δύσης εν γένει και των οργανωμένων κοινωνιών που την συναποτελούν, σε ένταση και βαθμό ανάλογο των συντελεστών ισχύος που θα μπορέσει να κινητοποιήσει και να διατηρήσει συλλογικά και έκαστο κράτος. Μεταπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά ο δυτικός κόσμος βίωσε πρωτόγνωρες συνθήκες ευημερίας και ασφάλειας, κατάσταση που εξελικτικά τείνει να αμφισβητηθεί. Είναι απορίας άξιο σε τί συμβάλλει, στη συγκεκριμένη ιστορική καμπή, η αξίωση αποδόμησης και αποκοπής των δυτικών κοινωνιών από τους διαχρονικούς άξονες αναφοράς τους. Ευτυχώς, η «επάρατη» Δύση συγκρότησε πλουραλιστικές κοινωνίες και τρόπους αμεσότερης –περιορισμένους– και εμμεσότερης πολιτικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα ελεύθερης δημόσιας έκφρασης ακόμη και υπονομευτικές και αυτοκαταστροφικές απόψεις, αλλά παράλληλα προσφέρει και το θεσμικό πλαίσιο πολιτικού τους ελέγχου.
Επομένως η προσπάθεια της Δύσης να διατηρήσει τον σημαίνοντα ρόλο στο διεθνές σύστημα σχετίζεται αιτιωδώς και με την κυριαρχία ή μη μίας αντί-δυτικής κουλτούρας στο εσωτερικό της. Αν συνεχιστούν οι τάσεις αυτό-υπονόμευσης όχι μόνο θα δυσκολέψει το εγχείρημα, αλλά μάλλον θα καταστεί αδύνατο. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι οι αναδυόμενες δυνάμεις δεν έχουν καμία διάθεση αυτοκριτικής και αναστοχασμού, ενώ μέχρι τώρα υιοθετούν στην εξωτερική τους πολιτική επιλογές σύμφωνα με τις επιταγές του εθνικού τους συμφέροντος. Ο δυτικός κόσμος, ενώ εξακολουθεί να συνιστά τον ισχυρότερο συνασπισμό κρατών στο διεθνές σύστημα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τον βασικό του πυλώνα, φαίνεται να αναζητά εκ νέου τους άξονες αναφοράς του. Ίσως το πρώτο βήμα είναι να περιοριστούν στο δυτικό κόσμο οι αυτό-υπονομευτικές πρακτικές και αυτό-μαστιγωτικές τάσεις που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εμπνευστές της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας αποσκοπούσαν μεταξύ των άλλων στη διασφάλιση της ζωής, της ελευθερίας και της αναζήτησης της ευτυχίας για κάθε πολίτη του νεοσύστατου κράτους κι πιθανόν όχι στο μονοσήμαντο προσδιορισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και στην μετεξέλιξή τους σε μέσο πολιτικής κατίσχυσης. Η σοβούσα κρίση στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ενδεχομένως να αποτελέσει το έναυσμα ώστε να διατυπωθεί ως συλλογικό αίτημα της Δύσης η διαιώνισή της ως τέτοια, δηλαδή στη βάση των ιδιοστατικών χαρακτηριστικών του δυτικού πολιτισμού.
*Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην επετειακή έκδοση του «Εθνικού Κήρυκα» (1-2 Ιουλίου 2023)