Γράφει η Σπυριδούλα Βαλασιάδου, Φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιά
«Θρίλερ στο Αιγαίο» είναι ο τίτλος της έκτακτης είδησης που μετέδωσε πριν λίγες ώρες το CNN Greece κατηγορώντας – κατά την κρίση των Τουρκικών ΜΜΕ – το ελληνικό λιμενικό για χρήση βίας κατά τουρκικού φορτηγού πλοίου. Προκειμένου να αξιολογήσουμε την ενέργεια του Ελληνικού κράτους και να συνάγουμε ορθά συμπεράσματα – ας θέσω σε αυτό το σημείο εν αμφιβόλω τη χρήση βίας διότι έχει επιβεβαιωθεί μόνο από Tουρκικά και Ρωσικά ΜΜΕ – κρίνεται αναγκαία μία εμπεριστατωμένη ανάλυση βασισμένη κατά κύριο λόγο στο Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα στο Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης (Σύμβαση Montego Bay- 1982).
Πρωταρχικά, θα πρέπει να ληφθεί υπ” όψιν ότι η Τουρκία δεν κατατάσσεται στα συμβαλλόμενα μέρη της ανωτέρω Σύμβασης ενώ η Ελλάδα την έχει επικυρώσει ήδη από το 1995. Κατά γενική ομολογία αυτό το γεγονός συνεπάγεται «ελευθερία δράσης» από μέρους της Τουρκίας, η εξωτερική συμπεριφορά της οποίας περιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων του Διεθνούς Δικαίου. Εάν δεχτούμε ότι πράγματι το ελληνικό λιμενικό «άνοιξε πυρ κατά του τουρκικού πλοίου», τότε αναφερόμαστε σε παραβίαση του άρθρου 2 (4) περί απαγόρευσης χρήσης βίας ως μέσο συνεννόησης ή εξομάλυνσης των διακρατικών σχέσεων. Η ανάλυση του γεγονότος ωστόσο δεν περιορίζεται στα αυστηρά όρια του άρθρου αυτού καθώς η μονομερής και αυθαίρετη χρήση βίας συνεπάγεται την ενεργοποίηση διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίες αφενός εξουσιοδοτούν το Συμβούλιο Ασφάλειας για ανάληψη δράσης (άρθρο 25 & άρθρο 39) αφετέρου δίνουν στο κράτος / θύμα τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 51, αναφορικά με το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Συνεπώς, δε θεωρείται διόλου απίθανο το να επιδιώξει η Τουρκία να προβεί σε ενέργεια «ανταπόδοσης» της εχθροπραξίας προς την ελληνική πλευρά, η οποία μάλιστα αναγνωρίζεται θεσμικά ως το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Σε μία τέτοια ενδεχόμενη περίπτωση, ο ρόλος του ΣΑ κρίνεται κρίσιμος.
Ας μην χαθούμε ωστόσο σε αναλύσεις επί των εικαζόμενων υποθέσεων και ας εστιάσουμε στα πεπραγμένα, αναγνωρίζοντας πως το νομικό καθεστώς στα χωρικά ύδατα του Αιγαίου συνιστά μία ακόμα ιδιαίτερη περίπτωση.
Το ελληνικό κράτος, συγκεκριμένα, έχει ορίσει καθεστώς αιγιαλίτιδας ζώνης «έξι (6) ν. μ. από της ακτής» (άρθρο ΑΝ 230/1936) ωστόσο από το 1931 εφαρμόζει αδιαλείπτως καθεστώς 10 ν. μ., ειδικά ως προς τον προσδιορισμό του εναέριου χώρου, δημιουργώντας νομοθετικό ερμηνευτικό χάσμα διότι «δεν νοείται κυριαρχία επί του αέρος χωρίς αντίστοιχη κυριαρχία επί της θάλασσας ή του εδάφους» (Κ. Ιωάννου & Α. Στρατή, Δίκαιο της Θάλασσας, 4η έκδ.). Τα ανατολικά θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Δωδεκανήσου και των Τουρκικών ακτών έχουν οριοθετηθεί βάσει της Ιταλο–Τουρκικής Συμφωνίας του 1932 δεδομένου ότι το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα υπεισήλθε στην ελληνική επικράτεια (Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947) καθιστώντας την Ελλάδα διάδοχο όλων των συμβατικών ρυθμίσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της Ιταλίας και της Τουρκίας. Το σύνολο των υφιστάμενων συμφωνιών οριοθέτησης εφαρμόζουν την αρχή της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής. Εννοιολογικά, η αρχή της μέσης απόστασης συνεπάγεται ότι όλα τα εφαπτόμενα στη γραμμή σημεία απέχουν ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης των κρατών. Πρακτικά, ωστόσο, ο εθιμικός αυτός κανόνας στη περίπτωση της οριοθέτησης των Ελληνο – Τουρκικών χωρικών υδάτων δεν δύναται να επιλύσει τις διακρατικές διαφορές, καθώς αμφότεροι επιδιώκουν την υλοποίηση των αντικρουόμενων εθνικών τους συμφερόντων.
Για να γίνει κατανοητό το καθεστώς που επικρατεί στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των παράκτιων κρατών, κρίνεται, επιπροσθέτως, επιτακτική η αναφορά στη νομοθετική αναγνώριση των θαλάσσιων ζωνών που δικαιούνται οι φυσικοί νήσοι– δεν γίνεται λόγος για ΑΟΖ καθώς το Ελληνικό κράτος δεν έχει προβεί ακόμα στη στρατηγικής σημασίας κήρυξης ανάλογης ζώνης. Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, κατοχυρώνεται η πάγια ελληνική θέση ότι όλα τα ελληνικά νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες όπως ακριβώς και το ηπειρωτικό έδαφος. Αυτό σημαίνει ότι το παράκτιο ελληνικό κράτος δύναται να εφαρμόσει το άρθρο 27 της Σύμβασης του 1982 κατά το οποίο επιφορτίζεται με «ποινική δικαιοδοσία επί ξένου πλοίου για την καταστολή της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ή ψυχοτροπικών ουσιών». Συνεπώς, το αίτημα του ελληνικού κράτους για νηοψία χαρακτηρίζεται εύλογο και θεσμικά κατοχυρωμένο. Αξίζει να υπογραμμιστεί, εν συνεχεία, το γεγονός ότι το παράκτιο κράτος του οποίου η εθνική νομοθεσία παραβιάζεται με την ενδεχόμενη μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, δύναται να παραπέμψει το πλοίο σημαίας – παραβάτη – σε λιμένα που εντάσσεται στα εσωτερικά του ύδατα.
Στον αντίποδα τοποθετείται η τουρκική εξωτερική πολιτική δράση, κατά την οποία κρίθηκε αναγκαία η απομάκρυνση του πλοίου με τουρκική σημαία από τα ελληνικά θαλάσσια ύδατα και η επιστροφή του στη χώρα προέλευσης. Η πράξη αυτή αντίκειται στο νομικό καθεστώς της Σύμβασης του Δικαίου για τη Θάλασσα του 1982, δεδομένου ότι το κράτος σημαίας ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στο πλοίο του εφόσον βρίσκεται σε ανοιχτή θάλασσα. Καθώς λοιπόν το τουρκικό φορτηγό πλοίο έπλεε σε κοντινή απόσταση από τις ακτές της Ρόδου, τότε επιφορτιζόταν με την ευθύνη της τήρησης του ελληνικού εθνικού δικαίου και την υπαγωγή του στην ελληνική δικαστική εξουσία σε περιπτώσεις καταπάτησης των διατάξεων των άρθρων της Σύμβασης του 1982.
Εν κατακλείδι, το ζήτημα το οποίο αναδύεται εν προκειμένω αφορά κατά κύριο λόγο την νομοθετική βάση στην οποία θα πρέπει να ερμηνευθεί και να αξιολογηθεί προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στο περιφερειακό αυτό υποσύστημα. Αναντίρρητα οι στρατηγικές επιλογές των δύο κρατών αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Η στάση των δύο αντιμαχόμενων κρατών αμφισβητείται διότι αμφότερα δεν τήρησαν τις δεσμευτικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και της Σύμβασης του 1982 αντίστοιχα. Ωστόσο, η Τουρκία διαθέτει ένα νομικό «άλλοθι» εάν δεχτούμε την παράμετρο της χρήσης βίας από την ελληνική πλευρά αφενός, αφετέρου εάν λάβουμε υπ’ όψιν το ότι δεν δεσμεύεται νομικά από τη Σύμβαση του 1982. Ολοκληρώνοντας, ο θεμελιώδης στόχος του Διεθνούς Δικαίου συνίσταται στη διατήρηση της έννομης τάξης στο διεθνές σύστημα, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την επίλυση των Ελληνο – Τουρκικών διαφορών ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης του καθεστώτος των θαλάσσιων υδάτων στο Αιγαίο. Συνεπώς, ο ρόλος του Διεθνούς Δικαστηρίου καθώς και των λοιπών οργάνων διευθέτησης των διαφορών, στην περίπτωση αυτή θεωρείται καθοριστικός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ε. Ρούκουνας (2016), Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 2η έκδοση
Κ. Ιωάννου & Α. Στρατή (2013), Δίκαιο της Θάλασσας, 4η έκδοση
Διαδικτυακή Πηγή