raptis-big

Το Δημοψήφισμα στην Καταλονία και η περίπτωση της Δυτικής Θράκης

Posted on Posted in n, Αναλύσεις, Διεθνείς Εξελίξεις, ΕΕ & ΝΑΤΟ, Πληροφόρηση και Ασφάλεια, Στρατηγική & Άμυνα

Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ

 

Στον απόηχο του δημοψηφίσματος στην Καταλονία και στα γεγονότα που το συνόδευσαν με την αλόγιστη χρήση βίας από τις ισπανικές δυνάμεις καταστολής αναδύθηκε, εύλογα θα λέγαμε, μέσα από αρκετές εγχώριες αναλύσεις, εκτός των άλλων και το ζήτημα αλυσιδωτών αντιδράσεων (domino effect) μίας σειράς δημοψηφισμάτων και ενεργειών μειονοτικών πληθυσμών στην ευρωπαϊκή ήπειρο και φυσικά στη χώρα μας. Σκοπός του άρθρου δεν είναι να παρουσιάσει την κατάσταση στην Ισπανία και να σχολιάσει τις αποφάσεις του πρωθυπουργού της χώρας για βίαιη καταστολή αλλά να εξετάσει τη συσχέτιση του αιτήματος μερίδας πληθυσμού της Καταλονίας για ανεξαρτησία, με παρόμοια κίνηση στην ελληνική Θράκη από την αποκαλούμενη Μουσουλμανική Μειονότητα Δυτικής Θράκης. Το κύριο ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι το εξής: Υπάρχει η πιθανότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη από τη Μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής και δεύτερον, υπάρχει λόγος να ανησυχούμε;

Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα πρέπει να ανατρέξουμε στα ιστορικά γεγονότα και τις συνθήκες που ρυθμίζουν ζητήματα μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Σύμβαση Ανακωχής των Μουδανιών είχαν οδηγήσει την πλειοψηφία του ελληνικού μειονοτικού στοιχείου στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα παρέμεναν θύλακες ελληνικών πληθυσμών κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στον Πόντο και στην Καισάρεια.[1] Στην Ελλάδα παρέμεναν στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Θράκης και της Κρήτης αλλά και σε κάποια ανατολικά νησιά του Αιγαίου περίπου 460.000 μουσουλμάνοι. Η κατάσταση έμελλε να αλλάξει με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας που ρυθμιζόταν από τη «Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών» του Ιανουαρίου 1923 και κατ’ επέκταση από τη Συνθήκη της Λωζάννης του Ιουλίου 1923. Στα δύο πρώτα άρθρα της Σύμβασης οριζόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας βασιζόμενη σε θρησκευτικά και όχι φυλετικά κριτήρια.[2] Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Θράκης. Συνολικά μετακινήθηκαν 190.000 Έλληνες έναντι 355.000 Τούρκων (στους Έλληνες ανταλλαχθέντες δεν υπολογίζονται οι εκατοντάδες Έλληνες που εγκατέλειψαν την Τουρκία για να αποφύγουν τη σφαγή κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής). Το θρησκευτικό κριτήριο της ανταλλαγής που κρίνεται ως το πιο ασφαλές κριτήριο διαχωρισμού παραπέμπει στο οθωμανικό σύστημα των «μιλλέτ», βάσει των οποίων οι λαοί ταξινομούνταν ανάλογα με τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία εντάσσονταν.[3] Σε κάθε άλλη περίπτωση διαχωρισμού θα παρουσιάζονταν προβλήματα στην ανταλλαγή πληθυσμών. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί κείμενο υψηλής σημασίας για την Ελλάδα καθώς προσδιορίζεται ο χαρακτήρας της μειονότητας στη Θράκη όπως αναλύθηκε στις παραπάνω γραμμές.

Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, οι οποίες είναι: Οι Τουρκογενείς μουσουλμάνοι, οι Πομάκοι και οι Τσιγγάνοι-Ρομά. Και οι τρεις εθνοτικές ομάδες της μειονότητας χαρακτηρίζονται από το μουσουλμανικό θρήσκευμα, ωστόσο διαφοροποιούνται ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα. Έτσι λοιπόν οι Τουρκογενείς έχουν οθωμανική-τουρκική καταγωγή και ομιλούν την τουρκική γλώσσα, οι Πομάκοι έχουν αρχαιοθρακική καταγωγή και ομιλούν την πομακική γλώσσα και οι Ρομά κατάγονται από τη Βόρεια Ινδία και ομιλούν τα ρομανί.

Η απάντηση στο ερώτημα διεξαγωγής δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Θράκη είναι αρνητική. Ανεξαρτητοποίηση ή αυτονομία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για το λόγο ότι, όπως προαναφέρθηκε, η μειονότητα είναι θρησκευτική και όχι εθνική όπως στην περίπτωση της Καταλονίας. Η Ελλάδα το 1991 αναγνώρισε το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού δίνοντας έτσι το δικαίωμα σε κάθε Έλληνα πολίτη-μέλος της μειονότητας να αυτοπροσδιορίζεται όπως αυτός αισθάνεται χωρίς να μεταβάλλεται ωστόσο ο χαρακτήρας και ο προσδιορισμός της μειονότητας ως θρησκευτικής-μουσουλμανικής μειονότητας.[4] Ακόμα και με χρήση αυτού του δικαιώματος, εάν μέλη της μειονότητας θελήσουν να αυτοπροσδιοριστούν ως Τούρκοι δεν μπορούν λόγω μειοψηφίας βάσει πληθυσμιακών στατιστικών να απαιτήσουν την ανεξαρτητοποίησή τους καθώς αποτελούν μειοψηφία στη Θράκη. Στην ακραία μελλοντική περίπτωση, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η μεταβολή της σύστασης του πληθυσμού μπορεί να αλλάξει τα σημερινά δεδομένα εις βάρος της χώρας. Ακόμη και τότε η Σύμβαση της Λωζάννης διασφαλίζει τα συμφέροντα της χώρας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, γνώμη του γράφοντος είναι ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει φόβος διεξαγωγής παρόμοιου δημοψηφίσματος στη Θράκη με αίτημα την ανεξαρτητοποίηση.

Θα πρέπει να ανησυχούμε;

Πάγιο αίτημα της Τουρκίας ασχέτως εθνοτικής καταγωγής των μειονοτήτων είναι η αλλαγή του όρου «μουσουλμανική μειονότητα» σε «τουρκική μειονότητα» με στόχο την ταύτιση όλων των εθνοτικών ομάδων με την τουρκική ταυτότητα.[5] Η αδιάλλακτη, ρεαλιστική και συνάμα επεκτατική πολιτική που ακολουθεί ο Ερντογάν βασίζεται στον νεο-οθωμανισμό που καλλιεργήθηκε συστηματικά από την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2002. Σε παραληρήματα του, ο Τούρκος Πρόεδρος κάνει λόγο για τα «σύνορα της καρδιάς του», τα οποία δεν είναι άλλα από τις πάλαι ποτέ κατακτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, όπως τη Βοσνία και την Αλβανία που χαρακτηρίζονται ως τις βασικές πληθυσμιακές ομάδες στήριξης της παραδοσιακής οθωμανοτουρκικής βαλκανικής πολιτικής, λόγω του μουσουλμανικού θρησκεύματος ως του βασικότερου στοιχείου σύνδεσης του οθωμανικού παρελθόντος.[6] Φυσικά, με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης καθώς βρίσκεται εγγύτερα στην Τουρκία. Το μουσουλμανικό στοιχείο στη Θράκη είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη θρησκευτική του ταυτότητα και για το λόγο αυτό ταυτίζεται περισσότερο με τις κυβερνήσεις Ερντογάν παρά με τις παρελθούσες κεμαλικές κυβερνήσεις.[7] Η ψυχολογική παράμετρος σε αυτή την περίπτωση παίζει σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση της μουσουλμανικής μειονότητας από τα καλοστημένα δίκτυα του Ερντογάν στη Θράκη και τον συστηματικό εκτουρκισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού που διενεργείται από το τουρκόφρον τμήμα της μειονότητας και τους εγκαθέτους της Άγκυρας στη Θράκη.

Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα δοθέντα στοιχεία, θα πρέπει σίγουρα η ελληνική πολιτεία να βρίσκεται σε εγρήγορση και να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και τις κινήσεις της Τουρκίας στη περιοχή. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται από μεμονωμένα άτομα που «αλωνίζουν» τη Βόρεια Ελλάδα για διατάραξη της αρμονικής συμβίωσης του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη μειονοτική πολιτική της Ελλάδας στη Θράκη, μία πολιτική προσηλωμένη στις αξίες της δημοκρατίας και του ελληνικού πολιτισμού. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε ο μειονοτικός πληθυσμός στοιχείο που αποδεικνύει την αυξημένη ποιότητα ζωής, η θρησκευτική ελευθερία είναι αδιαμφισβήτητη καθώς στην περιοχή της Θράκης λειτουργούν άνω των 220 τεμένων. Επιπλέον, υπάρχουν στη Θράκη 170 μειονοτικά σχολεία πλήρως εκσυγχρονισμένα ενώ διασφαλίζεται και η ελευθερία της ενημέρωσης και έκφρασης με τη λειτουργία 7 ραδιοφωνικών σταθμών στην τουρκική γλώσσα κ.α. Φυσικά, διασφαλίζονται οι πολιτικές ελευθερίες κάθε μουσουλμάνου πολίτη σε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα.[8] Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν εμπράκτως ότι η ελληνική πολιτεία στη Θράκη ακολουθεί μία πολιτική βασισμένη σε δημοκρατικά ιδεώδη  που έχει στόχο να απομονώσει κάθε εξτρεμιστική φωνή και δράση. Σίγουρα, η οικονομική κρίση και η ανυπαρξία συντονισμένης πολιτικής για τη Θράκη των τελευταίων κυβερνήσεων μετά το 2009 αποτέλεσαν πλήγμα στη μεγάλη προσπάθεια χριστιανών και μουσουλμάνων για τη δημιουργία μιας Ανοιχτής Δημοκρατικής Κοινωνίας. Η ελληνική ιστορία-παλαιά και σύγχρονη- μας διδάσκει ότι σε περιόδους κρίσεων ο κρατικός μηχανισμός καθίσταται ευάλωτος σε εξωτερικές απειλές. Έτσι, έκανε την επανεμφάνισή του στις Ευρωεκλογές του 2014 το φιλοτουρκικό Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (Κ.Ι.Ε.Φ.-DEB) και κατάφερε να αναδειχθεί 3ο κόμμα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με δύναμη χειραγώγησης πληθυσμού από 70% έως 90%.[9] Το παραπάνω ήταν ένα από τα προβλήματα που έχουν εμφανισθεί στην περιοχή της Θράκης αλλά για την οικονομία του άρθρου δε θα αναφερθούν περαιτέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πολιτεία και οι επόμενες κυβερνήσεις πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους στη Βόρεια Ελλάδα και στις ακριτικές περιοχές προτού να δημιουργηθεί μία μη αναστρέψιμη κατάσταση.

 

Πηγές

 

[1] Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Πατάκη, 2016, σελ. 55

[2] Στο ίδιο, σελ. 55

[3] Στο ίδιο, σελ. 57

[4] Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης, Θράκη: Το επόμενο βήμα…, Μίνωας, 2016, σελ. 19

[5] Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Πατάκη, 2016, σελ. 206

[6] Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας, Ποιότητα, 2010, σελ 476

[7] Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Πατάκη, 2016, σελ. 613

[8] Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης, Θράκη: Το επόμενο βήμα…, Μίνωας, 2016, σελ. 25

[9] Στο ίδιο, σελ. 99