Γράφει ο Εμμανουήλ Καρακόλιος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Με αφορμή τα επανειλημμένα γεγονότα παραβίασης του Ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου στη περιοχή του Αιγαίου, θεώρησα σκόπιμο να κάνω μια μικρή ανασκόπηση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο πρόσφατο παρελθόν.
Οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, χρονολογούνται σχεδόν από την επαύριο της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους, που κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Παρά τις κατά καιρούς συμφωνίες μεταξύ των δύο κρατών, οι σχέσεις τους παραμένουν δύσκολες μέχρι και σήμερα. Αυτό καθιστά αναγκαία την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο κρατών.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, διαπιστώνει κανείς ότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν μαζί στο ΝΑΤΟ το 1952, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου (1945 – 1991) υπό το φόβο της Σοβιετικής απειλής. Στη συνέχεια, η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΟΚ[1] το 1981 και η Τουρκία επεδίωξε να αυξήσει την επιρροή της, στις μετά – Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καύκασου και της Κεντρική Ασίας, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991.
Λόγω της ανακάλυψης των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ[2], τα ενεργειακά ζητήματα εισέρχονται στην ατζέντα των σχέσεων των δύο χωρών. Η Ελλάδα σύναψε προσφάτως τριμερή οικονομική, πολιτική και αμυντική συμμαχία με την Κύπρο και το Ισραήλ για την εκμετάλλευση των πιθανολογούμενων μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή.
Από την δεκαετία του 1990, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος αποφασίζει να στηρίξει την ενταξιακή της πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ορόσημο αυτής της πολιτικής αποτελεί η Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι (1999), η οποία είχε ως απόρροια την ομαλοποίηση των σχέσεων και τη μείωση των εντάσεων της «κούρσας των εξοπλισμών», αφού μόλις 3 χρόνια πριν είχε προηγηθεί η κρίση των Ιμίων.
Την ίδια χρονική περίοδο υπήρξε μια βελτίωση και πρόοδος στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής. Ειδικότερα, αναθερμάνθηκαν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις στον οικονομικό τομέα όπου παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των Ελληνικών άμεσων επενδύσεων στη γείτονα χώρα. Το 2008, αποτέλεσε έτος ακμής των οικονομικών σχέσεων, αφού πάνω από 80 Ελληνικές εταιρίες, είχαν σημαντική παρουσία στην Τουρκική αγορά, με σημαντικότερη την εξαγορά της Τουρκικής τράπεζας “Finansbank”, της 5ης μεγαλύτερης τράπεζας, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (NBG), σε ποσοστό 94%.
Η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, επιδεικνύει την καλύτερη διάθεση για συνεργασία και σταθερότητα, στη σχέση της με την Τουρκία, αλλά δυστυχώς αυτή η στάση εκλαμβάνεται ως αδυναμία από την στρατιωτική και πολιτική “ελίτ” της γείτονος. Επιπλέον, επιφέρει προβληματικές καταστάσεις, όπως καθημερινές παραβιάσεις εναέριων και θαλάσσιων συνόρων, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με την αγαστή συνεργασία και συμφιλίωση των δύο χωρών.
Μέχρι το 1999 και τη Σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στο Ελσίνκι, οι δύο χώρες, είχαν τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη και συγκεκριμένα η Ελλάδα δαπανούσε το 3,6% του ΑΕΠ[3] της και η Τουρκία το 3,5%. Λόγω όμως του ασταθούς περιβάλλοντος στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, οι δύο χώρες συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεργασίας.
Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών σημείωσε από την πλευρά του, ότι όλοι πρέπει να σέβονται την Συνθήκη της Λωζάνης[4], σημειώνοντας ότι είναι μία πραγματικότητα στον πολιτισμένο κόσμο, που κανείς, συμπεριλαμβανομένης και της Άγκυρας, δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ένα φλέγον κομμάτι στο οποίο πρέπει να επενδύσουν και τα δύο κράτη, ιδιαίτερα σήμερα, είναι η διασφάλιση της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, αλλά και η συνεργασία τους σε θέματα χαμηλής πολιτικής, μετανάστευσης, αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, ώστε να μπορέσουν στο μέλλον να επιλύσουν θέματα υψηλής πολιτικής (Κυπριακό).
Το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μας, θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αναθέρμανση των σχέσεων, στα πλαίσια της καλής γειτονίας και της ευημερίας των λαών της περιοχής. Αλλά και η Τουρκία από την πλευρά της, θα πρέπει να επιδείξει τον δέοντα σεβασμό προς το Διεθνές Δίκαιο και την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδος και να βοηθήσει στην επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία έκλεισε από τις Τουρκικές αρχές το 1971.
Σημειώσεις
[1] Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) υπήρξε η σημαντικότερη και γνωστότερη από τις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (την ΕΚΑΧ και την EURAΤΟΜ). Ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1958. Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993, ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΟΚ μετονομάστηκε ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία αποτέλεσε το σπουδαιότερο τμήμα του πρώτου από τους τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H Συνθήκη της Λισαβόνας ενοποίησε τους τρεις πυλώνες αλλάζοντας δραστικά της δομή και τη λειτουργία της Ένωσης, όπως τη γνωρίζουμε με τη σημερινή της μορφή.
[2] Σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη του ΟΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας (1982), η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων μιας χώρας (12 ναυτικά μίλια) στα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή. Η χρήση του όρου μπορεί να περιλαμβάνει την υφαλοκρηπίδα, ονομαστικά και μόνο. Σε επίπεδο ουσίας Δικαίου και συνεπαγόμενων δικαιωμάτων είναι δύο διαφορετικές ζώνες. Η ΑΟΖ δεν συμπεριλαμβάνει τα χωρικά ύδατα, ούτε και την υφαλοκρηπίδα πέραν των 200 ν.μ.
[3] Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν – Α.Ε.Π. (ή Gross National Product – GNP) είναι το Προϊόν ή Εισόδημα που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Με άλλα λόγια είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Διαφέρει από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά το ότι συμπεριλαμβάνει και το Εισόδημα που απέκτησαν οι πολίτες μιας χώρας οι οποίοι κατοικούν στο εξωτερικό.
[4] Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν Συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη). Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.