Γράφει ο Βασίλης Πανταζόπουλος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Το τελευταίο διάστημα η Ελλάδα έχει προχωρήσει στην αναβάθμιση των σχέσεων της με την Αίγυπτο και το Ισραήλ ενώ συνεχίζεται η παραδοσιακή εξαιρετική συνεργασία με την Κύπρο. Στην περίοδο που διανύουμε, στην οποία έχουν εμφανιστεί νέες προκλήσεις που επιζητούν απάντηση και έρχονται να προστεθούν σε ήδη υπάρχουσες, τα κράτη της περιοχής οφείλουν να εξισορροπούν τις αναδυόμενες απειλές. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εσωτερική εξισορρόπηση καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την χώρα για σχεδόν μια δεκαετία πλέον, αλλά και λόγω της ενδυνάμωσης χωρών που παραδοσιακά αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και είναι πιο δύσκολο πλέον να ακολουθήσουμε τους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής και την Β. Αφρικής, καθιστά επιβεβλημένη την ανάγκη για σύναψη νέων στρατηγικών συμμαχιών ώστε να επιτευχθεί η εξωτερική εξισορρόπηση για την αντιμετώπιση των απειλών αλλά και την προώθηση των συμφερόντων της Ελλάδας.
Ένα πρόβλημα με τη σύναψη συμμαχιών, το οποίο έχει απασχολήσει τους θεωρητικούς της στρατηγικής αλλά και δρώντες επιφορτισμένους με την χάραξη της είναι η «ποιότητα» των εν λόγω συμμαχιών. Κατά πόσο δηλαδή η ισχύς που δημιουργείται από την εν λόγω συμμαχία είναι αρκετή για να καλύψει το μέγεθος της απειλής που αποτέλεσε αφορμή για τη σύναψη της αλλά και επίσης κατά πόσο οι εταίροι της συμμαχίας είναι διατεθειμένοι να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους προς τους υπόλοιπους συμμάχους. Το πρώτο σκέλος είναι πιο εύκολα υπολογίσιμο από το δεύτερο στο βαθμό που είναι αξιόπιστες οι πηγές αναφορικά με την ισχύ του κάθε μέρους της συμμαχίας ξεχωριστά[1]. Το δεύτερο μέρος συνήθως επιβεβαιώνεται επί του πρακτέου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πόλεμος της Κορέας, όπου οι ΗΠΑ με την εμπλοκή τους στην σύγκρουση κατέδειξαν την θέληση τους να προστατεύσουν τα μέλη του δυτικού συνασπισμού σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κάτι που αποτέλεσε ικανό στοιχείο ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των περισσότερων μελών του εν λόγω συνασπισμού (με την εξαίρεση χωρών όπως η Γαλλία η οποία λόγω της πικρής εμπειρίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και λόγω γενικότερης πολιτικής κουλτούρας προτίμησε να αποκτήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα και μεθόδους χρήσης των, αλλά και χάραξε ανεξάρτητη πυρηνική στρατηγική και πυρηνικό δόγμα). Δηλαδή οι συμμαχίες δοκιμάζονται στο χρόνο και η εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών χτίζεται περιοδικά. Στην περίπτωση της τετραμερούς συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, οι προκλήσεις που καλούνται τα μέρη να αντιμετωπίσουν είναι πολυεπίπεδες και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Εκτείνονται από το ενεργειακό/οικονομικό κομμάτι, το οποίο και ιστορικά έχει αποτελέσει ιδιαιτέρως πρόσφορο έδαφος επικοινωνίας μεταξύ παραδοσιακών αντιπάλων (για παράδειγμα η κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα η οποία δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έφερε κοντά την Γαλλία και την Γερμανία), μέχρι την κοινή πολιτική άμυνας (χαρακτηριστικό παράδειγμα και εδώ η συμμαχία Αγγλίας- Γαλλίας για την εξισορρόπηση της απειλής της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους) αλλά και τις πολιτικές ασφάλειας ενάντια σε σύγχρονες απειλές όπως η τρομοκρατία.
Στην περίπτωση της νέας τετραμερούς συνεργασίας, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για προσέγγιση και εμβάθυνση κυρίως με βάση το ενεργειακό/οικονομικό κομμάτι. Η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει την βάση για συνεργασία μέσω των αγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, ενώ η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην λεκάνη της ΝΑ Μεσογείου μπορεί να φέρει πιο κοντά τις προαναφερθείσες χώρες και να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής αναφορικά με την προστασία των συμφερόντων τους. Η πρόσφατη υπογραφή Μνημονίου Συναντίληψης μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ-Ιταλίας καταδεικνύει ακριβώς αυτό. Την θέληση δηλαδή εμβάθυνσης της συνεργασίας μεταξύ των τεσσάρων δυνάμεων με βάση το πρόσφορο έδαφος που προσφέρει ο τομέας της ενέργειας, αλλά και επιπλέον, το άμεσο ενδιαφέρον της ΕΕ ώστε να προχωρήσει η συγκεκριμένη προσπάθεια, καθώς η ζήτηση φυσικού αερίου προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια στους κόλπους της Ένωσης[2].
Ταυτόχρονα βέβαια η ενέργεια και η πιθανή εκμετάλλευση των συγκεκριμένων πόρων παρουσιάζει προβλήματα και εγείρει κινδύνους που σχετίζονται με την εμπλοκή άλλων δυνάμεων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκία) κάτι που μπορεί να φέρει ακόμη πιο κοντά τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι δρόμοι για την μεταφορά του φυσικού αερίου από την ΝΑ Μεσόγειο προς την Ευρώπη είναι συγκεκριμένοι αλλά η επιλογή ενός από αυτούς δεν μπορεί να γίνει με μοναδική σκέψη την βέλτιστη οικονομική επιλογή. Και αυτό διότι σε τέτοιου είδους συνεργασία πρέπει οι συμμετέχουσες πλευρές να μπορούν να εμπιστευτούν η μία την άλλη και να αποπνέουν μια σχετική σταθερότητα η οποία θα εγγυάται την ομαλή συνέχιση της συνεργασίας. Κάτι που σημαίνει ότι παρόλο που η διαδρομή του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω Τουρκίας είναι η βέλτιστη οικονομική επιλογή δεν είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη πολιτικά/στρατηγικά καθώς η κατάσταση στην γείτονα αποπνέει αστάθεια και ο πρόεδρος Ερντογάν έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος εταίρος.
Εκτός από το ενεργειακό κομμάτι όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας και το περιφερειακό περιβάλλον των χωρών οι οποίες εμπλέκονται καθώς και οι προτεραιότητες και ο ρόλος της κάθε χώρας στην περιοχή τους καθώς και το διεθνές σύστημα γενικότερα. Επιπλέον, κατά πόσο είναι το κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατεθειμένο να ενισχύσει τα υπόλοιπα μέρη της συμμαχίας και σε ποιο βαθμό. Η Ελλάδα, στην περίπτωση που θέλει να δημιουργήσει μια σταθερή συμμαχία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, θα πρέπει να συνυπολογίσει και τις απειλές και τις προκλήσεις που αυτές οι δύο χώρες κουβαλούν πίσω τους. Το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ως χώρες που ανήκουν στην περιοχή της Μ. Ανατολής, αν και με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, επιζητούν την ισορροπία ανάμεσα στην συνεχιζόμενη αστάθεια που τις περιβάλει λόγω των πολέμων σε Συρία και Υεμένη, της εμπλοκής εξωτερικών δυνάμεων όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ αλλά και ο συνεχιζόμενος «Ψυχρός Πόλεμος» ανάμεσα στο Σιιτικό Ιράν και τη Σουνιτική Σαουδική Αραβία. Κάτι που σημαίνει ότι η εξισορρόπηση της Τουρκίας στην ΝΑ Μεσόγειο μπορεί να συγκρουστεί με συμφέροντα των χωρών αυτών και επιδιώξεις στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Αυτό είναι πιθανό να καταστήσει την συμμαχία δυσλειτουργική και ουσιαστικά να παρεμποδίσει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την περαιτέρω εμβάθυνσή της.
[1] Βέβαια εδώ έγκειται και το ζήτημα κατά πόσο η ισχύς ως έννοια είναι μετρήσιμο μέγεθος και κατά πόσο είναι ένας όρος επαρκώς ορισμένος. Υπάρχουν χαρακτηριστικά της ισχύος αλλά οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται είναι σχετικές.
[2] Μνημόνιο μεταξύ Ελλάδας- Κύπρου- Ιταλίας- Ισραήλ για τον αγωγό EastMEd, στο διαδικτυακό τόπο http://bigbusiness.gr/index.php/energia/agogoi/1913-mnimonio-metaksy-elladas-kyprou-italias-israil-gia-ton-agogo-eastmed , τελευταία πρόσβαση 6/12/2017