Γράφει ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης*, Αντιστράτηγος ε.α. & Δ/ντης Μελετών Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
Η παρουσίαση της σύντομης ανάλυσης που ακολουθεί βασίζεται σε δύο βασικές παραδοχές. Αμφότερες αναφέρονται στον τρόπο αντιμετώπισης της επεκτατικότητας της γειτονικής χώρας, Τουρκίας. Η πρώτη, πράγματι απαισιόδοξη παραδοχή, αναφέρεται στις γενεσιουργούς αιτίες της τουρκικής πολιτικής, τις οποίες θεωρεί δομικές, βαθύτατα στρατηγικές και όχι παροδικές. Κατά συνέπεια εκτιμάται ότι οι αντίστοιχες προκλήσεις-τριβές θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια με αυξανόμενο ρυθμό και ένταση (ενδεχόμενες με αυξομειώσεις) αλλά κυρίως με επιμονή στους στόχους της Άγκυρας. Η δεύτερη παραδοχή, αποδέχεται ως βασικό (αλλά όχι μοναδικό) εργαλείο της αντιμετώπισης αυτής της προδιαγεγραμμένης τουρκικής προκλητικότητας, την απόκτηση-διατήρηση ικανής αποτρεπτικής δύναμης. Μιλάμε δηλαδή για ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, ικανές αφενός να επιφέρουν -τουλάχιστον- την επικαλούμενη «αφόρητη» ζημιά στον αντίπαλο και αφετέρου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς οποιαδήποτε σύγκρουση μικράς κλίμακος που θα επιδιώξει ο γείτονας ή ενδεχομένως θα προέλθει από τυχαία γεγονότα. Τα παραπάνω σημεία, αποδέχθηκαν σε σημαντικό βαθμό, οι πολιτικές ελίτ της χώρας (και αγόγγυστα ο ελληνικός λαός) -από το 1974 και μετέπειτα- δεικνύοντας όμως σημάδια κάμψεως, ασυνέπειας και αδικαιολόγητης αδράνειας (για διαφόρους λόγους) με αποτέλεσμα την σταδιακή διατάραξη της ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος σε βάρος μας. Κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί μια σύντομη αλλά όσο δυνατόν πληρέστερη, περιγραφή της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας ώστε να επισημανθούν και αποφευχθούν μελλοντικά οι πολλαπλές δυσλειτουργίες που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της.
Περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας στα θέματα αμύνης υπήρξε την τριετία προ της κρίσεως των Ιμίων (1996) και την περίοδο ευφορίας μετά τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Η ισορροπία ισχύος επιδεινώθηκε όμως τραγικά την τελευταία περίοδο της ουσιαστικής χρεωκοπίας της χώρας και της αναγκαστικής επιβολής αυστηρότατων μέτρων διεθνούς οικονομικής εποπτείας. Στην ανατροπή αυτή, εκτός από την οικονομική μας κατάσταση, συνετέλεσε και το συντονισμένο, συνεπές και υπερχρηματοδοτούμενο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας που υποστηρίχθηκε από μια θεαματική άνοδο της οικονομίας της (τουλάχιστον μέχρι το 2016). Είναι παρήγορο το γεγονός ότι το ανθρώπινο δυναμικό των ενόπλων μας δυνάμεων, εν μέσω της κρίσεως, υπερέβαλε εαυτούς στην προσπάθεια διατήρησης του αξιόμαχου των υλικών και διατήρησης υψηλής μαχητικής ικανότητας.
Η αποτυχία (αδυναμία) όμως της χώρας τα τελευταία 15 χρόνια, να ακολουθήσει -σε λογικά βήματα- την υπερπροσπάθεια της Άγκυρας παρουσιάζει πλέον απτά αποτελέσματα στο αθέατο περιβάλλον της καθημερινής επιχειρησιακής ετοιμότητας και στον επιχειρησιακό σχεδιασμό. Οι ορθά προβαλλόμενοι παράγοντες του ηθικού και της ποιοτικής υπεροχής του προσωπικού μας έχουν τα όρια τους και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ικανός αριθμών τούρκων στρατιωτικών έχουν πολεμική εμπειρία, με το αυτό συνεπάγεται.
Η σταδιακή διατάραξη της ισορροπίας ισχύος, παρά τις σε βάθος τουλάχιστον δεκαετίας επισημάνσεις των Επιτελείων και ειδικών του χώρου της άμυνας, δεν θα προκαλούσε την εύλογη ανησυχία, αν η γειτονική χώρα δεν επιδίδονταν τελευταία σε μια έξαρση προκλήσεων, σε κάθε διάσταση, σε κάθε σημείο του ευρύτερου ελλαδικού χώρου και σε κάθε πτυχή των διαφορών μας (διεκδικήσεων της Τουρκίας). Βέβαια θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι –παρά την οικονομική κρίση- ορισμένα βασικά εξοπλιστικά προγράμματα δρομολογήθηκαν τη τελευταία τριετία. Ταυτόχρονα υπάρχει σήμερα μεγάλη συζήτηση για την υλοποίηση ορισμένων κομβικής σημασίας προμηθειών για τη διεκδίκηση της αεροναυτικής μας παρουσίας στους χώρους ενδιαφέροντος. Αρκετοί ειδήμονες στο χώρο της άμυνας θεωρούν τα βήματα αυτά ανεπαρκή και εκτιμώ ότι έχουν απόλυτο δίκαιο. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε και τα αδιάσειστα οικονομικά στοιχεία που αποδεικνύουν τα περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων μας.
Συγχρόνως, υπαρκτός και δικαιολογημένος είναι ο φόβος για επανάληψη -στο μέτρο που οι οικονομικές μας δυνατότητες επιτρέπουν- της φρενίτιδας προμηθειών της περιόδου 1998-2003. Δεν αναφέρομαι στις υπαρκτές, όπως δυστυχώς τεκμηρίωσαν δικαστικές αποφάσεις, περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος με μίζες και υπερκοστολογήσεις πολεμικών υλικών. Αναφέρομαι κυρίως στην προμήθεια πληθώρας κρισίμων υλικών χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η απαραίτητη «εν συνεχεία υποστήριξη» τους και η πολυπόθητη διαλειτουργικότητα τους που αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος. Σε πολλές περιπτώσεις, υπό το πρόσχημα του (πραγματικά) επείγοντος, αγοράστηκαν αποσπασματικά οπλικά συστήματα σε τιμές υπερβολικές. Φυσικά και αποτελεί νόμο του εμπορίου (ακόμη και των διακρατικών σχέσεων), η παραπάνω του κανονικού χρέωση του «πελάτη» που βρίσκεται σε ανάγκη. Δεν θα αμφισβητήσω ούτε την πολιτική ορθότητα πραγματοποίησης ορισμένων προμηθειών με γνώμονα την επιζητούμενη διεθνή συμπαράσταση. Η πολιτική όμως αυτή απόφαση επιλογής πηγής προμήθειας, πρέπει να εξασφαλίζει με σαφείς δεσμεύσεις τα επιζητούμενα πολιτικά ανταλλάγματα από τον «προμηθευτή» ενώ το παραλαμβανόμενο πολεμικό υλικό πρέπει να εξυπηρετεί τουλάχιστον τις βασικές επιχειρησιακές απαιτήσεις που έχουν θέσει τα αρμόδια επιτελεία, εντασσόμενο ομαλά στο οικείο σύστημα υποστήριξης καιν αρμονικά συνεργαζόμενο με τα λοιπά συστήματα (διαλειτουργικότητα).
Στην εξέταση των αιτίων της μη αποδοτικής αξιοποίησης προμηθειών κυρίων οπλικών συστημάτων θα πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες και στις διαχρονικές στρατιωτικές ηγεσίες που δεν έθεσαν με τη σφοδρότητα που επιβάλλεται, τις πιεστικές ανάγκες εξασφάλισης της «εν συνεχεία υποστήριξης» ώστε να επιτυγχάνονται οι απαιτούμενες διαθεσιμότητες των μέσων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να τους καταλογίσουμε -υπό το βάρος των πραγματικά επιχειρησιακών πιεστικών αναγκών- την προσήλωση τους στη μεγιστοποίηση του αριθμού των υπό προμήθεια οπλικών συστημάτων, ευελπιστώντας στην μελλοντική επίτευξη των συμφωνιών «εν συνεχεία υποστήριξης». Δυστυχώς οι προσδοκίες αυτές αποδείχθηκαν μάταιες και η πολυπόθητη υποστήριξη των μέσων ουδέποτε επήλθε ή πραγματοποιήθηκε με το σταγονόμετρο. Επιπλέον η σπουδή εκτέλεσης προμηθειών της περιόδου 1998-2003 οδήγησε στη σύναψη συμβάσεων με σημαντικές ελλείψεις, ένεκα πολιτικών παρεμβολών, παράκαμψης διαδικασιών, ακατάλληλης συγκρότησης επιτροπών και μιας κεντρικά πανίσχυρης κατευθυνόμενης διεύθυνσης (Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών) όπου είχαν παρεισφρήσει κομματικοί εγκάθετοι άνευ επαρκών προσόντων και ενδεχομένως στελέχη (ελάχιστα) ελαστικών συνειδήσεων.
Στην παραπάνω περιγραφόμενη κατάσταση, υπήρξε συνυπευθυνότητα (με διαφορετικό πάντα μερίδιο ευθύνης και διαφορετικής στόχευσης) πολιτικών ηγεσιών, στρατιωτικών ηγεσιών, πανίσχυρων κομματικών προσώπων τοποθετημένων με αναξιοκρατικά κριτήρια σε σημαντικές θέσεις, ερευνητικών κέντρων και τεχνολογικών ιδρυμάτων και του επιχειρηματικού κόσμου. Φυσικά την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο, εξωτερικοί και εσωτερικοί προμηθευτές, μεγάλες υπερεθνικές εταιρείες και μεσάζοντες (νόμιμοι και παράνομοι), εξασκώντας κάθε είδους πίεση (θεμιτή και μη) και προφανώς καταφεύγοντας σε δόλιες μεθόδους προς μεμονωμένα στελέχη σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας λήψεως αποφάσεων.
Οι πραγματικές ατασθαλίες και αποτυχίες αυτής της εξοπλιστικής φρενίτιδας, αναπόφευκτα προκάλεσαν ένα κύμα σκανδαλολογίας που οδήγησε σε δικαστικές διώξεις πολιτικών και μη προσώπων. Παράπλευρη απώλεια όλων αυτών των γεγονότων ήταν ο μερικός κλονισμός της εμπιστοσύνης του λαού προς το γενικότερο μηχανισμό λήψεως αποφάσεων των ενόπλων δυνάμεων (κυρίως στα ανώτερα επίπεδα) αλλά και η διστακτικότητα πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων να προχωρήσουν στις αυτονόητες και απαραίτητες διαδικασίες προμηθειών. Το πολιτικό κόστος της υλοποίησης οποιαδήποτε προμήθειας, σε ένα περιβάλλον άκρατης σκανδαλολογίας, υπερέβαινε το κόστος της αδράνειας και οι φάκελοι προμηθειών παρέμεναν ακίνητοι στα υπουργικά γραφεία. Μάλιστα, ένας νόμος περί προμηθειών, με αντικειμενικό στόχο την παρεμπόδιση κάθε ατασθαλίας στις αμυντικές, πέτυχε πλήρως το στόχο του, παρεμποδίζοντας όμως στην ουσία την εκτέλεση οποιασδήποτε αγοράς. Μια πραγματικά ριζοσπαστική ελληνική λύση που απλά παρέβλεπε την εξ ανατολών απειλή! Το πλέον δε εξωφρενικό είναι ότι ενώ οι αδυναμίες του νέου (τότε) νομοθετικού πλαισίου αναδείχθηκαν στην πράξη και με αδιάσειστα στοιχεία και διορθωτικές ενέργειες προτάθηκαν αρμοδίως, ουδεμία ουσιαστική παρέμβαση υλοποιήθηκε από μια πληθώρα υπουργών που ακολούθησαν.
Προσπάθησα να αποδώσω μια σύντομη περιγραφή της εξοπλιστικής κακοδαιμονίας μας μένοντας μακριά από γενικεύσεις και «φθηνές» κατηγορίες κατά πάντων και για τα πάντα. Θα ήταν άδικο να μην επισημάνουμε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις την τελευταία πεντηκονταετία προχώρησαν στην προμήθεια και πετυχημένη αξιοποίηση κορυφαίων οπλικών συστημάτων και ενίοτε υπήρξαν και ο πρώτος χρήστης αυτών. Επίσης θα επαναλάβω ότι παρά τις ατέλειες ορισμένων συμβάσεων και ειδικά του σκέλους που αφορά την «εν συνεχεία υποστήριξη», οι διαθεσιμότητες είναι πέραν των λογικά εφικτών με τα διατιθέμενα μέσα, χάρη στις προσπάθειες του προσωπικού. Παρά ταύτα και αυτό αποτελεί προσωπική μου εκτίμηση, για ορισμένα κύρια οπλικά συστήματα οι διαθεσιμότητες, για ένα κράτος που αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή, είναι επικίνδυνα χαμηλές (εύχομαι να κάνω λάθος).
Σήμερα λοιπόν, μετά χαράς διαπιστώνω -υπό το βάρος των απειλών-την πρόθεση ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των οπλικών συστημάτων της χώρας. Εκτιμώ ότι οι υπεύθυνες ηγεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, πιο ώριμες και με πικρά lessons learned στα χέρια τους δεν θα ξαναπέσουν στα ίδια σφάλματα. Πράγματι οι ανάγκες άμεσης εξισορρόπησης της διαταραχθείσης ισορροπίας είναι μεγάλες και πέραν των δυνατοτήτων μας. Σίγουρα είναι πιο επιτακτικές από εκείνες του τέλους της δεκαετίας του 1990 και ο κίνδυνος σύγκρουσης σαφώς είναι μεγαλύτερος. Παρά ταύτα, κάθε λύση, έστω και «πυροσβεστική», πρέπει να κοιτάζει σε βάθος ικανού χρόνου. Συνήθως η αποσπασματική αγορά 1-2 κρισίμων οπλικών συστημάτων αποδεικνύεται ανεπαρκής σε βάθος χρόνου αλλά και αντιοικονομική. Η εποχή που η αγορά του θρυλικού «Αβέρωφ», ενός και μοναδικού πλοίου, μετάβαλε την ναυτική ισορροπία έχει παρέλθει (και επιπλέον η θαλασσιά επικράτηση μας το 1912 στηρίχτηκε και σε άλλους παράγοντες λιγότερα γνωστούς αλλά εξίσου βασικούς). Διαβλέποντας λοιπόν ότι η τουρκική απειλή θα έχει βάθος χρόνου, οποιαδήποτε αγορά θα πρέπει να προβλέπει τους ικανούς αριθμούς και να κλιμακώνεται ανάλογα συνοδευόμενη με την αναγκαστική πρόβλεψη των απαραίτητων και χρονικά επίκαιρων εκσυγχρονισμών. Ειδικά για πανάκριβα και πολύπλοκα κρίσιμα οπλικά συστήματα, η συμμετοχή μας -μαζί με άλλα κράτη- σε ένα πρόγραμμα προμήθειας και γιατί όχι και ανάπτυξης, εκτιμάται ως μακροπρόθεσμα επωφελής. Η συμμετοχή της χώρας μας σε κοινοπραξίες (consortium) συμπαραγωγής-υποστήριξης έχει αποδεχθεί παραγωγική καθώς εξασφαλίζεται η υλοποίηση του προγράμματος και η μακροχρόνια υποστήριξη του συστήματος. Ταυτόχρονα η μεταφορά τεχνογνωσίας και ανάληψης κατασκευαστικού έργου είναι σημαντικότερη αυτής των περιβόητων και αποτυχημένων, κατά γενική ομολογία, αντισταθμιστικών ωφελημάτων (ΑΩ). Καθώς οποιαδήποτε λύση στην παραπάνω κατεύθυνση θα απαιτούσε ικανό χρονικό διάστημα, κάθε -πιθανόν αναπόφευκτη- «πυροσβεστική» λύση (ενδιάμεση) θα πρέπει να συνδυαστεί με την επιδιωκόμενη μακροπρόθεσμη κατάληξη. Επιπλέον είναι αναγκαία η διακλαδική προσέγγιση κάθε προμήθειας. Για παράδειγμα αντιαεροπορικά συστήματα που θα εγκατασταθούν στα νέα πλοία πρέπει να είναι πλήρως συμβατά με το Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου της χώρας, να συνεργάζονται αρμονικά με τα αναβαθμιζόμενα πολεμικά αεροσκάφη και γιατί όχι να μην αποτελέσουν (στην αντίστοιχη χερσαία έκδοση) και τον αυριανό αντικαταστάτη των γερασμένων αντιαεροπορικών συστημάτων του στρατού ξηράς. Μια τέτοιου βάθους πρόβλεψη-σύνταξη προμήθειας εξασφαλίζει ποικίλα πλεονεκτήματα αλλά προϋποθέτει την πέραν των κλαδικών στεγανών προσέγγιση, την ύπαρξη κατάλληλου (και με συνέχεια) προσωπικού αμυντικού σχεδιασμού και διαπραγμάτευσης και τις ορθές πολιτικές κατευθύνσεις και κυβερνητικές παρεμβάσεις όπου χρειάζεται.
Οι τεχνοκρατικές απαιτήσεις σίγουρα ξεπερνιούνται καθώς υπάρχει πλέον το κατάλληλο προσωπικό για σύνταξη ολοκληρωμένων συμβάσεων. Αυτό που επιβάλλεται είναι η άμεση τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου προμηθειών, άλλως, πανάκριβα οπλικά συστήματα που ενδεχομένως να αγοραστούν μέσω διακρατικών συμβάσεων μπορεί να μείνουν αναξιοποίητα λόγω αδυναμίας προμήθειας δευτερευόντων (αλλά απαραιτήτων) υλικών, ανταλλακτικών και πυρομαχικών. Πρέπει να κατανοήσει ο πολιτικός κόσμος ότι σήμερα, λόγω του πολυδαίδαλου και προβληματικού συστήματος προμηθειών, ακόμη και η αγορά ανταλλακτικών, ασήμαντου κόστους και με εξασφαλισμένες πιστώσεις, κινείται στα όρια της νομιμότητας, καθιστώντας την επί της ουσίας απαγορευμένης και εμπλέκοντας σε αβέβαιες νομικές περιπέτειες τους χειριστές σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Φυσικά η επισήμανση όλων αυτών των προβλημάτων θα έπρεπε να είχε ήδη οδηγήσει στην άμεση νομοθετική επίλυση του χρονίζοντος αυτού προβλήματος με διακομματική συναίνεση ώστε να αποφευχθούν «πισωγυρίσματα» στην επόμενη «τετραετία» εκλογές. Επιπρόσθετα, η επιτροπή άμυνας και εξωτερικών της Βουλής θα πρέπει να αναβαθμιστεί και να στελεχωθεί με καταρτισμένα και εγνωσμένου κύρους πρόσωπα που θα έχουν ουσιαστική εμπλοκή αλλά και την απαραίτητη συνέχεια και εμπειρία στα θέματα της άμυνας. Μπορούμε κάλλιστα να υιοθετήσουμε τις θεσμικές διαδικασίες άλλων «προοδευμένων» χωρών εξοβελίζοντας επιτέλους τις κομματικές αντιπαραθέσεις από τον ευαίσθητο χώρο της άμυνας.
Βασικότατος όμως παράγοντας παραμένει η εξεύρεση των αναγκαίων κονδυλίων για την πραγματοποίηση κάθε είδους προμηθειών. Καθώς οι πληρωμές για αμυντικές προμήθειες επεκτείνονται σε βάθος χρόνου, συχνά μάλιστα διευκολύνονται με τη λήψη ανάλογων δανείων, είναι αναγκαία μια μακροπρόθεσμη πρόβλεψη ικανότητας εξόφλησης αυτών. Συγχρόνως απαιτείται η τήρηση αναγκαίου αποθεματικού καθώς είναι απολύτως σίγουρο ότι θα προκύψουν επιτακτικές ανάγκες προμηθειών όσο χρόνο θα «τρέχουν» τα μακροχρόνια προγράμματα ανανέωσης-εκσυγχρονισμού του υλικού. Το γεγονός αυτό απαιτεί αγαστή συνεργασία των επιτελείων των Υπουργείων Άμυνας και Οικονομικών και κάθε απόφαση απαιτείται να διαθέτει τη θεσμικά προβλεπόμενη πολιτική κάλυψη, ει δυνατόν σε διακομματική βάση, καθώς οι υπόψη διεργασίες είναι μακροχρόνιες (διαρκείας 2-3 κοινοβουλευτικών περιόδων).
Ταυτόχρονα επιβάλλεται μια αντικειμενική ενημέρωση του τελικού αποδέκτη αυτής της σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης, του ελληνικού λαού. Η σκοπιμότητα αμυντικών δαπανών αποτελεί ένα πολυσυζητημένο αλλά και αρκετά παραπλανητικό ερώτημα (βούτυρο ή κανόνια) που ταλανίζει τις κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων. Δύσκολη η επίτευξη ισορροπίας και χωρίς να υπάρχει μαγική «συνταγή» ή δοσολογία της τέλειας επιτυχίας ενώ ακόμη και η εκ του αποτελέσματος κριτική δεν είναι πάντοτε αξιόπιστη και πανταχόθεν αποδεκτή. Βέβαια ορισμένες χώρες και για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, πέτυχαν να εκπληρώσουν αμφότερους τους στόχους κυρίως αναπτύσσοντας μια δυναμική πολεμική βιομηχανία ή ακόμη πείθοντας τρίτους να χρηματοδοτούν (μέχρι ενός ορίου) την πολεμική τους προσπάθεια.
Αξιοπρόσεκτη η περίπτωση του Ισραήλ, ενός κράτος σε κατάσταση μόνιμης πολεμικής ετοιμότητος και σε περιβάλλον αυξημένων απειλών που έχει κατορθώσει (και με την εξωτερική χρηματοδότηση) να εξισορροπήσει τις προτεραιότητες και ανάγκες και να καταστήσει, αν όχι κερδοφόρα, τουλάχιστον ανταποδοτική μέχρι ενός βαθμού, την αμυντική βιομηχανία του. Αξιοσημείωτη και η περίπτωση της ΕΣΣΔ που κατέρρευσε και υπό το βάρος των αλόγιστων στρατιωτικών δαπανών από ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αδυνατούσε να είναι ανταγωνιστικό και επιζητούσε την απατηλή υπεροχή των αριθμών των μεραρχιών και των οπλικών συστημάτων.
Αντίστοιχα με το Ισραήλ, η Ελλάδα περιτριγυρισμένη από ασταθείς γείτονες σε εύφλεκτες περιοχές βιώνει επί δεκαετία την οικονομική δυσπραγία και τους οικονομικούς περιορισμούς που επέφερε η δημοσιοοικονομική της αποτυχία. Παρά ταύτα διατηρεί το δεύτερο υψηλότερο, μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, ποσοστό αμυντικών δαπανών σε σχέση με το καταβαραθρωμένο ΑΕΠ της. Το μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού προϋπολογισμού κατευθύνεται σήμερα στις αποκαλούμενες ανελαστικές δαπάνες, κυρίως μισθοδοσίας και στα λειτουργικά έξοδα. Στα τελευταία περιλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες χωρίς τις οποίες η αποτελεσματικότητα οποιοδήποτε στρατού φθίνει ραγδαία. Ένα επίσης σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού, κατευθύνεται στην αποπληρωμή υποχρεώσεων για παλαιότερες εξοπλιστικές δαπάνες. Υπό αυτές τις συνθήκες, ελάχιστος δημοσιονομικός χώρος υφίσταται για νέες προμήθειες. Κατά συνέπεια για τον εκσυγχρονισμό του πολεμικού υλικού είναι αναγκαία η αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή η ανόρθωση της οικονομίας. Παρά ταύτα επιτακτική είναι και η μείωση των λεγόμενων ανελαστικών δαπανών, αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει μόνο κατόπιν μιας προσεκτικής αναδιοργάνωσης της συνολικής δομής του στρατεύματος. Για παράδειγμα, σήμερα ακόμη και η ύπαρξη διαφορετικών στολών εκστρατείας (σε ένδειξη του καλώς εννοούμενου «πνεύματος» κάθε κλάδου) αποτελεί μια πολυτέλεια έστω και με ισχνό οικονομικό κόστος. Οι οικονομίες κλίμακος στηρίζονται όμως στον περιορισμό όλων αυτών των «ισχνών» εξόδων ώστε αθροιστικά να εκτρέψουν τα περισσεύματα σε πλέον παραγωγικές επενδύσεις. Ως εκ τούτου, μετά από 10 χρόνια περικοπών, υπάρχουν ακόμη περιθώρια εξοικονόμησης κονδυλίων.
Καίτοι συχνή η επίκληση της αναγκαιότητας αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κάθε ριζική τομή απαιτεί χρόνο, ενέχει κινδύνους (ειδικά κατά τη μεταβατική περίοδο) και εμπεριέχει και κόστος υλοποίησης το οποίο ευελπιστούμε με την πάροδο του χρόνου, να αποσβέσουμε. Όσο παράδοξο και να ακούγεται, είναι εφικτή (και ίσως αποτελεί μονόδρομο) η ισχυροποίηση του στρατεύματος, με την ορθολογική μείωση μέσων και προσωπικού, ενώ παράλληλα θα αναβαθμιστεί η αποτελεσματικότητα, αξιοπιστία, διαθεσιμότητα και διακλαδικότητα.
Εκτιμάται ότι σήμερα απαιτείται, όσο ποτέ άλλοτε, ο συνδυασμός ενός αναπόφευκτα κοστοβόρου μακροχρόνιου προγράμματος εκσυγχρονισμού του αμυντικού υλικού, με εγγυημένη την «εν συνεχεία» υποστήριξη, αύξηση της συμμετοχής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και μιας ριζικής αναδιοργάνωσης που θα οδηγήσει σε ένα στράτευμα μικρότερου μεγέθους, αλλά περισσότερο λειτουργικού, αξιόμαχου και ικανού να επιφέρει ένα υπολογίσιμο πλήγμα στον αντίπαλο. Πολλαπλές είναι και οι δυνατότητες βελτίωσης του θεσμού εφεδρείας και εθνοφυλακής στο πλαίσιο του εξορθολογισμού του στρατολογικού συστήματος και υποχρεώσεων Ελλήνων και Ελληνίδων. Στην κατεύθυνση της πολυσυζητημένης αναδιοργάνωσης, οι προηγούμενες προσπάθειες δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα ένεκα διαφόρων σκοπιμοτήτων, σπασμωδικών και ασυνεχών προσπαθειών, διακλαδικών αγκυλώσεων, μη ρεαλιστής αντίληψης της πραγματικότητας, προσωπικών επιδιώξεων, ατολμίας προβολής μετά επιτάσεως των αναγκαίων αλλαγών, μιας ακατανόητης έλξης των αριθμών και πολιτικών παρεμβάσεων. Επιτέλους όμως έχει επέλθει ο κρίσιμος χρόνος ώστε όλες αυτές οι αδυναμίες να ξεπεραστούν και είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής βούλησης να επιλεγεί και επιβληθεί η ορθή και ολιστική σχεδίαση και η μετά προσήλωσης υλοποίηση των αποφάσεων μακράν διαφόρων αλλότριων σκοπιμοτήτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ορθή κρίση, αποφασιστικότητα, επιμονή, προσήλωση στο στόχο και τόλμη είναι αναγκαία εχέγγυα της επιτυχημένης πολιτικής αλλά και στρατιωτικής ηγεσίας σε πόλεμο, κρίση και ειρήνη.
Η παρούσα ανάλυση πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Liberal.gr
*Η δημοσίευση της παρούσης ανάλυσης του κ.Ιπποκράτη Δασκαλάκη αντιστρατήγου ε.α. και Δ/ντη Μελετών του ΕΛΙΣΜΕ πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του ΚΕΔΙΣΑ με το ΕΛΙΣΜΕ σε επίπεδο cross-posting αναλύσεων.