Γράφει ο Δρ. Αντώνης Σκοτινιώτης, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονη -διπλωματική αλλά και στρατιωτική- δραστηριοποίηση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Στη διεθνή συζήτηση γίνεται κυρίως λόγος για την περίπτωση της Συρίας. Ωστόσο, η Μόσχα επιδεικνύει συνολικότερο ενδιαφέρον για την περιοχή, στο πλαίσιο του οποίου διεκδικεί (επιτυχώς) διευρυμένο ρόλο και λόγο και σε άλλα ανοιχτά ζητήματα (όπως αυτό της Λιβύης). Παράλληλα, ενισχύει τους δεσμούς της με άλλους σημαντικούς παίκτες όπως η Αίγυπτος, ενώ συνομιλεί ακόμη και με κράτη οι στρατηγικές των οποίων δεν συμβαδίζουν με τις δικές της (περίπτωση Σαουδικής Αραβίας).
Η ενισχυμένη ρωσική παρουσία στην Μέση Ανατολή θέτει επί τάπητος ένα ευρύτερο ζήτημα: τη σχέση του ρωσικού κράτους με το Ισλάμ. Θα πρέπει να επισημανθεί κάτι που συχνά υποτιμάται στη συζήτηση σε σχέση με την ταυτότητα όσο και την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν αποτελεί ένα αμιγώς χριστιανικό κράτος, δεδομένου ότι σε αυτό ζει ένας αριθμός 15-20 εκατομμυρίων μουσουλμάνων, οι οποίοι αποτελούν πάνω από 10% του συνολικού πληθυσμού του.
Ιστορικά, η Ρωσία έπαψε να αποτελεί αμιγώς χριστιανικό κράτος ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν κατέκτησε και ενσωμάτωσε στον εδαφικό της χώρο τα μουσουλμανικά Χανάτα του Καζάν (1552) και του Αστραχάν (1556), κρατικές οντότητες που διαδέχθηκαν την άλλοτε κραταιά Μογγολική Αυτοκρατορία, η οποία είχε αποχωρήσει οριστικά από την περιοχή στα τέλη του 15ου αιώνα. Έκτοτε, η Ρωσία έπαψε να αποτελεί ομοιογενές θρησκευτικά κράτος, ενσωματώνοντας σταδιακά και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα περιοχές στις οποίες ζούσαν τόσο ισχυροί μουσουλμανικοί πληθυσμοί (περιοχή Βόλγα, Σιβηρία, Κεντρική Ασία και Καύκασο), όσο και πληθυσμοί που ανήκαν σε άλλα θρησκευτικά δόγματα, όπως ο βουδισμός (περιοχές της νότιας Σιβηρίας).
Η ρωσική αυτοκρατορική ταυτότητα, όπως εν τέλει διαμορφώθηκε διαχρονικά, δεν περιελάμβανε μόνο το χριστιανικό στοιχείο (αν και αυτό οπωσδήποτε διαδραμάτιζε –ιδιαίτερα σε ορισμένες περιόδους- προεξάρχοντα ρόλο στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ρωσίας), αλλά και το μουσουλμανικό. Σε αυτό το πλαίσιο. το ρωσικό Ισλάμ έπαιξε διαχρονικά τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ της Ρωσίας και του υπολοίπου μουσουλμανικού κόσμου, δεδομένου και του γεγονότος ότι το ρωσικό κράτος ανέκαθεν διεκδικούσε ισχυρή επιρροή σε περιοχές όπως η Κεντρική Ασία, ο Καύκασος, η Εγγύς και Μέση Ανατολή (ορισμένες εξ αυτών, άλλωστε, τις ενσωμάτωσε εδαφικά, όπως ήδη αναφέραμε). Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τη μετασοβιετική περίοδο, με δεδομένη την επιθυμία της Μόσχας να αποκαταστήσει τη θέση της στον πρώην σοβιετικό χώρο και να ενισχύσει την επιρροή της στην Μέση Ανατολή. Για να επιτύχει τους στόχους αυτούς επενδύει στο ισλαμικό στοιχείο της ταυτότητάς της, προκειμένου να εμφανίζεται ως κράτος που κατανοεί τις ιδιαιτερότητες του ισλαμικού κόσμου, ο οποίος εν τέλει δεν αποτελεί κάτι «ξένο» προς εκείνη.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να γίνει κατανοητή και η αυξημένη δραστηριοποίηση στη Μέση Ανατολή της Τσετσενίας και του ιδιαίτερα φιλικού προς το Κρεμλίνο Προέδρου της, Ραμζάν Καντίροφ.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά η παρουσία 500 περίπου Τσετσένων (καθώς και 300 περίπου Ινγκουσέτιων) στη Συρία, οι οποίοι φέρονται να προέρχονται από σχηματισμούς των ρωσικών ειδικών δυνάμεων εντός του τσετσενικού στρατού. Κύρια αποστολή τους είναι η επιτήρηση κρίσιμων σημείων ελέγχου (checkpoints), η διανομή βοήθειας, η φύλαξη βάσεων, καθώς και ο συντονισμός με τις δυνάμεις του καθεστώτος για την υπεράσπιση των φιλοκυβερνητικών οχυρών.[1] Είναι, μάλιστα, ενδιαφέρον το γεγονός ότι μέρος των τσετσενικών αυτών ταγμάτων φέρεται να έχει πολεμήσει και στην Ανατολική Ουκρανία, στο πλευρό των φιλορώσων ανταρτών.
Το γεγονός ότι οι τσετσενικές ομάδες ανήκουν στο σουνιτικό Ισλάμ, όπως άλλωστε και η πλειονότητα του συριακού πληθυσμού, προφανώς αποτελεί πλεονέκτημα για τη Μόσχα, καθότι τυγχάνουν συμπάθειας από σημαντικό μέρος του τοπικού πληθυσμού, ενώ μπορούν να κατανοούν καλύτερα τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του. Έχουν, μάλιστα, λάβει οδηγίες ώστε να χρησιμοποιούν κοινές ισλαμικές λέξεις, με στόχο να οικοδομήσουν στενότερες σχέσεις με αυτόν. Η παρουσία των τσετσενικών ταγμάτων δείχνει έτσι να αποκτά σταδιακά μεγαλύτερη σημασία, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι πρόσφατα ανέλαβαν την ευθύνη να φυλάσσουν τις μονάδες των Σύρων Κούρδων ενάντια στις τουρκικές επιδρομές στο Manbij, καθώς και να διασφαλίσουν την επιτυχή εκκένωση ορισμένων περιοχών στις παρυφές της Δαμασκού από τους αντιπολιτευόμενους αντάρτες. Υπάρχουν, μάλιστα, ενδείξεις περαιτέρω ενίσχυσης του ρόλου τους, με την ανάληψη δράσης στην πρώτη γραμμή, ενάντια στη δράση των ανταρτών στη συριακή πρωτεύουσα.
Πέραν του στρατιωτικού επιπέδου, πάντως, ο Πρόεδρος της Τσετσενίας έχει αναλάβει τους τελευταίους μήνες και σειρά διπλωματικών πρωτοβουλιών, εμφανιζόμενος ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Κρεμλίνου και αραβικών κρατών. Αναφέρεται –μεταξύ άλλων- η επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία τον Νοέμβριο του 2016 και η συνάντησή του με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης. Ως στόχοι της επίσκεψης αναφέρθηκαν η αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας (ο Καντίροφ επενδύει πολύ στη δράση του εναντίον των τρομοκρατικών δικτύων εντός της Τσετσενίας έχοντας, μάλιστα, μετατρέψει την πρωτεύουσα Γκρόζνυ σε διεθνές κέντρο συζήτησης μεταξύ σουνιτών για το ζήτημα της τρομοκρατίας[2]) και η επίτευξη συνεννόησης μεταξύ Μόσχας και Ριάντ για το συριακό[3].
Τον Οκτώβριο του 2016 είχε επίσης αναλάβει επιτυχή πρωτοβουλία διαμεσολάβησης μεταξύ των ρωσικών και λιβυκών αρχών για την απελευθέρωση τριών μελών ρωσικού τάνκερ, τα οποία είχαν συλληφθεί για λαθρεμπόριο.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο Καντίροφ, πέραν της εμφάνισής του ως διαμεσολαβητή εκ μέρους του Κρεμλίνου, εξυπηρετεί και την προσωπική του πολιτική ατζέντα, επιθυμώντας να εμφανίζεται ως σημαντικός παράγοντας εντός του ισλαμικού κόσμου, καθώς και ως ο βασικός –αν όχι ο μοναδικός- εκπρόσωπος των μουσουλμάνων της Ρωσίας. Το γεγονός ότι λειτουργεί ως οιονεί εκπρόσωπος 20 εκατομμυρίων μουσουλμάνων (και όχι μόνο των 1,4 της Τσετσενίας), αλλά και ως διαμεσολαβητής μεταξύ μιας μεγάλης δύναμης και του ισλαμικού κόσμου, εξυπηρετεί τελικά καλύτερα τους στόχους του απ’ ό,τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που επεδίωκε απόσχιση της Τσετσενίας από τη Ρωσία. Το ζήτημα αυτό φαίνεται έτσι πως έχει οριστικά κριθεί (αν και ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον με απόλυτη βεβαιότητα).
Σε κάθε περίπτωση είναι εμφανές πως η Ρωσία, επιδιώκοντας να ενισχύσει την επιρροή της σε περιοχές με ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο (Κεντρική Ασία, Μέση Ανατολή), θα συνεχίσει να επενδύει στο αντίστοιχο δικό της, όπως άλλωστε έκανε διαχρονικά. Συνεπώς, η αντίληψη –που πολύ συχνά συναντάται- σύμφωνα με την οποία η Ρωσία θεωρείται ως ένα αμιγώς χριστιανικό / σλαβικό κράτος που προωθεί τον ρωσικό / σλαβικό εθνικισμό εντός και εκτός των συνόρων, είναι εσφαλμένη, αφού έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με την ανάγκη διατήρησης της εδαφικής της ακεραιότητας (η οποία στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν απειλήθηκε), όσο και με ορισμένους βασικούς στόχους και άξονες της εξωτερικής της πολιτικής.
[1]https://foreignpolicy.com/2017/05/04/putin-has-a-new-secret-weapon-in-syria-chechens/
[2]https://chechnyatoday.com/content/view/280415
[3]http://www.al-monitor.com/pulse/en/originals/2016/11/chechnya-kadyrov-russia-mideast-diplomacy.html