Γράφει ο Δρ. Αντώνης Π. Σκοτινιώτης, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Στις 29 Μαΐου 2017 ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, υποδέχθηκε τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, στο Μεγάλο Τριανόν των Βερσαλλιών. Η επίσκεψη Πούτιν στις Βερσαλλίες, μετά από επίσημη πρόσκληση του ομολόγου του της Γαλλίας, πραγματοποιήθηκε με αφορμή έκθεση αφιερωμένη στην προ τριών αιώνων επίσκεψη του Μεγάλου Πέτρου στη Γαλλία. Επίσκεψη, η οποία είχε ως στόχο να διασφαλίσει ότι η Γαλλία δεν θα υποστήριζε τους Σουηδούς κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βορείου Πολέμου (1700-1721), μέσω του οποίου η Ρωσία εκδίωξε τη Σουηδία από την περιοχή της Βαλτικής. Η Ρωσία επέτυχε, με τον τρόπο αυτό, το διαχρονικό στόχο της για έξοδο προς τις θάλασσες, επεκτείνοντας παράλληλα τα σύνορά της προς το κέντρο της Ευρώπης, ώστε να μπορεί να έρθει σε πιο άμεση πολιτική, εμπορική και οικονομική επαφή μαζί του. Πάνω από όλα, όμως, το ταξίδι του τσάρου είχε λειτουργήσει ως επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της Ρωσίας, στην οποία ο ίδιος επένδυε ιδιαίτερα (επρόκειτο σαφώς για τον πιο ευρωπαϊστή ηγεμόνα της ρωσικής ιστορίας).
Με βάση το παραπάνω ιστορικό πλαίσιο, η πρωτοβουλία Μακρόν αποκτά ιδιαίτερη συμβολική αξία. Η σύνδεση της επίσκεψης Πούτιν με την αντίστοιχη του Μ. Πέτρου προκαλεί αναπόφευκτες αναλογίες, με τον Ρώσο Πρόεδρο να εμφανίζεται ως συνεχιστής της κληρονομιάς του Τσάρου[1]. Έτσι, σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας διέρχονται από οξεία κρίση, κατά την οποία στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κυριαρχεί η άποψη ότι η Ρωσία έχει απομακρυνθεί από την Ευρώπη, η κίνηση Μακρόν στόχευε ενδεχομένως να καταδείξει ότι η Ρωσία παραμένει ακόμη τμήμα της Ευρώπης. Αλλά και να θυμίσει στη Ρωσία το «ευρωπαϊκό» της παρελθόν, στο οποίο και θα πρέπει να επιστρέψει.
Πέραν πάντως του συμβολισμού, η πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου ενείχε προφανείς πολιτικές στοχεύσεις:
Πρώτον, να καταδείξει ότι το Παρίσι αποκτά νέα δυναμική στην εξωτερική του πολιτική, μετά από μια περίοδο κατά την οποία κατηγορήθηκε ότι αποτελούσε παρακολούθημα του Βερολίνου. Η κίνηση Μακρόν στόχευε, έτσι, στο να σηματοδοτήσει ότι η Γαλλία αναλαμβάνει πρωτοβουλίες τόσο στο όνομα της ίδιας όσο και στο όνομα της ΕΕ, αλλά και να αποδείξει ότι παραμένει ισχυρός παίκτης στην παγκόσμια σκηνή. Εν τέλει, το Παρίσι δείχνει να επιθυμεί την άσκηση μιας περισσότερο αυτόνομης και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα ότι θα αποτελέσει σκληρό παίκτη, ο οποίος θα διαπραγματεύεται σθεναρά τις θέσεις του για όλα τα ζητήματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και συνολικά την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Δεύτερον, εν μέσω προεκλογικής περιόδου για τις βουλευτικές εκλογές, ο Μακρόν θέλησε να καταδείξει ότι ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας, για την οποία προσβλέπει στη συνεργασία με τη Ρωσία, αποτελούν προτεραιότητα για εκείνον, δεδομένου μάλιστα ότι σε αυτά επενδύουν αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες επιδιώκουν να τον στοχοποιήσουν ως «αδύναμο» ή και «απρόθυμο» να δείξει αποφασιστική στάση.
Τρίτον, ο Γάλλος Πρόεδρος επιθυμεί σαφώς να δείξει ότι η ύπαρξη σοβαρών διαφορών με τη Μόσχα δεν συνιστά επαρκή λόγο ώστε να σταματήσει ο διάλογος μαζί της[2]. Ζητούμενο εδώ είναι αφενός μεν να αναζητηθούν σημεία επαφής (ιδιαίτερα στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και το Συριακό), αφετέρου δε, να καταστεί σαφές ότι η Γαλλία (και κατ’ επέκταση η ΕΕ) δεν θα κάνει εκπτώσεις από τις πολιτικές αλλά και τις αξιακές κόκκινες γραμμές της. Εν ολίγοις, ότι ο διάλογος με τη Μόσχα δεν θα είναι χωρίς (αυστηρούς) όρους.
Τέταρτον, η διαφαινόμενη απόκλιση ΕΕ-ΗΠΑ μετά την εκλογή Τραμπ κατέστησε σαφές ότι «οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους», όπως δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ. Η βελτίωση των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας καθίσταται έτσι επιτακτική ανάγκη, με δεδομένο ότι τα στηρίγματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχουν αποδυναμωθεί. Παράλληλα, κατά μία άποψη, η απόκλιση ΕΕ-ΗΠΑ καθιστά όχι μόνο πιο αναγκαία, αλλά και πιο εφικτή την έναρξη μιας διαδικασίας σταδιακής εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Ρωσία, με δεδομένη την αρνητική στάση της Ουάσιγκτον ως προς αυτήν την προοπτική.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η Γαλλία διαθέτει πλεονέκτημα έναντι της Γερμανίας σε σχέση με τη δυνατότητα ανοιγμάτων προς τη ρωσική πλευρά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Γερμανία, διατηρώντας στενές σχέσεις με τα –σταθερά επιφυλακτικά προς τη Μόσχα- κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δεν διαθέτει τα ίδια περιθώρια ελιγμών. Κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Γαλλίας.[3] Η πραγματικότητα αυτή δεν αποκλείει πάντως το ενδεχόμενο –κάθε άλλο, μάλιστα- η πρωτοβουλία Μακρόν να προέκυψε ύστερα από συνεννόηση με τη Γερμανίδα Καγκελάριο, ώστε η όποια επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα να επιδιωχθεί χωρίς πολιτικό κόστος για το Βερολίνο. Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική πλευρά δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει τη στάση της πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Από τη δική της πλευρά, η Μόσχα φαίνεται να διάκειται θετικά στη γαλλική πρωτοβουλία. Θα δεχόταν, ενδεχομένως, για λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, να αποτελέσει μέρος μιας διαδικασίας εξισορρόπησης του γαλλογερμανικού άξονα, προσβλέποντας ταυτόχρονα στη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεών της με την ΕΕ μέσω πρωτοβουλιών κυρίως από την πλευρά του Παρισιού παρά του Βερολίνου, λόγω και των δεσμεύσεων της γερμανικής πλευράς που προαναφέρθηκαν.[4]
Πάντως, ακόμη και μετά την πρωτοβουλία του Παρισιού, το μέλλον των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, με δεδομένες τις αρνητικές εξελίξεις στις σχέσεις τους κατά την τελευταία δεκαετία και τις αποκλίσεις που παρατηρούνται σε σειρά ζητημάτων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, επρόκειτο για μια τολμηρή κίνηση από την πλευρά του Γάλλου Προέδρου, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, και συνεπώς ανοίγματα προς χώρες, οι σχέσεις της Γαλλίας με τις οποίες δεν ήταν καλές κατά τα προηγούμενα χρόνια, εμπεριέχουν πολιτικό ρίσκο. Παράλληλα, η πρωτοβουλία ενείχε οπωσδήποτε και το στοιχείο της έκπληξης με βάση και όσα είχαν προηγηθεί κατά την προεκλογική περίοδο, και πιο συγκεκριμένα τις αναφορές για παρεμβάσεις Ρώσων χάκερς στην προεκλογική εκστρατεία του Μακρόν, την αρνητική στάση των ρωσικών ΜΜΕ έναντι της υποψηφιότητάς του (την οποία μάλιστα ο Γάλλος Πρόεδρος στηλίτευσε ενώπιον του Ρώσου ομολόγου του κατηγορώντας, ανοιχτά, δίκτυα όπως το RT και το Sputnik για διάδοση ψευδών ειδήσεων), καθώς και τη στήριξη που φέρεται ότι παρείχε η Μόσχα στην υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν, την οποία μάλιστα ο Πούτιν είχε υποδεχθεί επίσημα στο Κρεμλίνο.
Πηγές
http://www.pravdareport.com/news/world/europe/23-05-2017/137807-putin_france-0/
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27689&subid=2&pubid=114624363
https://m.lenta.ru/columns/2017/05/31/whatfor/