Γράφει ο Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας, Εκτελεστικός Διευθυντής ΚΕΔΙΣΑ
Η μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα Τουρκία του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν υφίσταται μια βίαια μετάλλαξη των πολιτικών και κοινωνικών της δομών. Η μεταμόρφωση του Ερντογάν σε ένα «νέο Σουλτάνο» με στόχο την ισλαμοποίηση της Τουρκίας δεν μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον και νέες απόπειρες ανατροπής του εάν εξελιχθεί σε μια ασταθή χώρα που θα επηρεάζει αρνητικά και την περιφερειακή ασφάλεια.
O Ερντογάν με τις μαζικές εκκαθαρίσεις των υποστηρικτών του Φετουλάχ Γκιουλέν σε όλα τα επίπεδα επιχειρεί την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού για να μπορέσει να καταστεί απόλυτος κυρίαρχος. Οι εξελίξεις δείχνουν να ευνοούν το σχέδιο του Ερντογάν δεδομένου ότι διατηρεί ισχυρά λαϊκά ερείσματα αλλά και ότι έχει υιοθετήσει ένα συμφιλιωτικό λόγο προς τα αντιπολιτευτικά κόμματα.
Ωστόσο η πορεία της οικονομίας και η εξωτερική πολιτική μπορούν να θεωρηθούν οι βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν μακροπρόθεσμα και τις πολιτικές ισορροπίες. Το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κόστισε στην τουρκική οικονομία σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις περίπου 90 δισ. ευρώ καθώς προκάλεσε την ακύρωση περίπου ενός εκατομμυρίου κρατήσεων στον τουριστικό κλάδο. Λίγο μετά το πραξικόπημα η τουρκική λίρα έπεσε και ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε την τουρκική οικονομία από την κατηγορία ΒΒ+ σε ΒΒ με αιτιολογία την ακραία πολιτική και κοινωνική πόλωση. Η τουρκική οικονομία φαίνεται να έχει ακόμα αντοχές ωστόσο οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι θα αρχίσει σταδιακά να χάνει τη δυναμική της. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η χρηματοδότηση των τουρκικών τραπεζών από τις παγκόσμιες αγορές αντιμετωπίζει προβλήματα καθώς αυξάνεται το κόστος.
Την ίδια στιγμή η τουρκική αμυντική βιομηχανία δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αντιμετωπίζει πρόβλημα. Το υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας (SSM) έκανε προκήρυξη διαγωνισμού για τη ναυπήγηση τεσσάρων φρεγατών με καταληκτική ημερομηνία τη 30η Νοεμβρίου 2016 τα οποία θα πρέπει να σχεδιαστούν και να ναυπηγηθούν μέσα στη χώρα. Η κυβέρνηση μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα αποφάσισε να πάρει τον πλήρη έλεγχο και όλων των στρατιωτικών εργοστασίων και ναυπηγείων με στόχο την παραγωγή στρατιωτικού υλικού αναγκαίου για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού οπλοστασίου. Παράλληλα η Τουρκία προσπαθεί να αναπτύξει με εγχώρια μέσα αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς αξιοποιώντας την εμπειρία που οι εταιρείες Aselsan και Roketsan έχουν αποκτήσει από την ανάπτυξη του συστήματος αεράμυνας Hisar-Ο το οποίο όμως μπορεί να αναχαιτίσει στόχους σε απόσταση 40 χλμ και σε ύψος 15 χλμ.
Ο Ταγίπ Ερντογάν εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι είναι δημοκρατικά εκλεγμένος κατάφερε να αποσπάσει την υποστήριξη των αντιπολιτευτικών κομμάτων, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντελβέτ Μπαχτσελί. Ο Ερντογάν φιλοξένησε στις 25 Ιουλίου μια συνάντηση με τον πρόεδρο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου και Μπαχτσελί. Η πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή συναίνεση στον απόηχο του πραξικοπήματος που φαίνεται να εξυπηρετεί και κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Τούρκοι αναλυτές επισημαίνουν ότι η στροφή προς συναίνεση είναι προς το συμφέρον των κομμάτων της αντιπολίτευσης καθώς οι ηγέτες τους διαβλέπουν ένα άνοιγμα στο νέο πολιτικό σκηνικό και επιδιώκουν να επωφεληθούν. Ο Μπαχτσελί του MHP χρειάζεται τη στήριξη Ερντογάν για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και ο Κιλιντσάρογλου του CHP επιδιώκει να αποκόψει τους παραδοσιακούς δεσμούς του κόμματος με το «βαθύ κράτος» και κάνει μια νέα αρχή στηρίζοντας πλήρως τη συνταγματική τάξη. Ταυτόχρονα η Τουρκία συνεχίζει να έχει ανοικτό το κουρδικό μέτωπο και ο Ερντογάν τηρεί σκληρή στάση έναντι του PKK που απειλεί τη χώρα με νέες επιθέσεις εξαιτίας της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης της Άγκυρας.
Το μέλλον της Τουρκίας δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί και όλα θα εξαρτηθούν από τις κινήσεις του προέδρου Ερντογάν σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ο Ερντογάν θεωρεί ότι πάντα θα μπορεί να εκμεταλλεύεται το ρόλο της Τουρκίας στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) όπως και ότι ΗΠΑ χρειάζονται τη συμμετοχή της χώρας του στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία (ISIS) για να γίνει ακόμα πιο αποτελεσματικός. Όμως αν ο Ερντογάν συνεχίζει να καθοδηγείται από τις εμμονές και τις θρησκευτικές του προκαταλήψεις τότε η κατάσταση θα δυσκολέψει για αυτόν και θα επιβαρυνθεί αν συνοδευτεί από μια πτωτική πορεία της τουρκικής οικονομίας. Ταυτόχρονα αν η αντιπολίτευση καταφέρει να πείσει βραχυπρόθεσμα τους πολίτες καθώς και τα πανίσχυρα διεθνή κέντρα εξουσίας ότι αποτελεί μια αξιόπιστη εναλλακτική τότε ενδέχεται ο Ερντογάν να ακολουθήσει κάποια στιγμή την τύχη των δικτατόρων.