ekozani_250px

Κολομβία: Από τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Εύθραυστη Ειρήνη

Posted on Posted in Αναλύσεις, Βόρεια & Λατινική Αμερική

Γράφει η Ειρήνη Κοζάνη, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ

 

Η Κολομβία, μία από τις ωραιότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής και ένας από τους στενότερους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, έχει περάσει μία έντονα τραγική περίοδο 52 ετών μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Δυστυχώς, η εμφύλια αυτή διαμάχη άφησε πίσω της πάνω από 200.000 νεκρούς -οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν άμαχοι-, 25 χιλιάδες αγνοούμενους και 5,7 εκατομμύρια εκτοπισμένους πολίτες. Χαρακτηρίζεται ως ο μακροβιότερος εμφύλιος πόλεμος στην ιστορία όλων των εθνών, με την λήξη του να τοποθετείται το 2016, μετά από πρωτοβουλία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να μεσολαβήσει ώστε να υπογραφεί Συμφωνία Ειρήνης μεταξύ της κυβέρνησης και των ηγετών των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC).
Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, το FARC και το Εθνικό Απελευθερωτικό Στράτευμα (ELN) ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1960 μετά από μία περίοδο εκτεταμένης πολιτικής βίας που χαρακτηρίστηκε ως La Violencia (1948-1958). Οι πρώτοι απαρτίζονταν κυρίως από κομμουνιστές και ομάδες αγωνιστών της αγροτικής τάξης, οι οποίοι υποστήριζαν τον φτωχό πληθυσμό, ενώ οι δεύτεροι, ως κίνημα ίσης σημασίας με το FARC, στελεχώνονταν κυρίως από φοιτητές και ριζοσπάστες αριστερούς διανοούμενους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο στόχος των δύο αυτών αντάρτικων κινημάτων δεν ήταν ο ίδιος και τα μέσα που χρησιμοποιούσαν για την επίτευξή του παρόμοια. Η αντίσταση στην ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων της Κολομβίας και η ‘’προστασία’’ των αδυνάμων της χώρας ήταν οι δύο κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους κινούνταν τόσο το FARC όσο και το ELN. Πολλές φορές, μάλιστα, είχαν συνεργαστεί, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, οι συγκρούσεις τους κατέληγαν μοιραίες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους αμάχους. Στο απέναντι ‘’στρατόπεδο’’ βρίσκονται οι ένοπλες δυνάμεις της κυβέρνησης, που μάχονταν για την διατήρηση της σταθερότητας στη χώρα, κάτι το οποίο σύμφωνα με τους αντάρτες ήταν ακατόρθωτο δεδομένου της πολιτικής που ακολουθούσε η κυβέρνηση. Οι αντάρτες πίστευαν λοιπόν σε μία επανάσταση, ανάλογη με εκείνη του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα που θα διαμόρφωνε μία νέα πραγματικότητα, ευνοϊκή για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία ισχυρίζονταν πως προστατεύουν από την αυθαιρεσία των πλουσίων της κολομβιανής κοινωνίας. Παράλληλα με τα δύο αυτά μέτωπα, δραστηριοποιούνταν και πολλές παραστρατιωτικές ομάδες, με σημαντικότερη τις Ενωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας της Κολομβίας, ή αλλιώς AUC, οι οποίες επιδίωκαν την καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής κίνησης των αντάρτικων κινημάτων. Η AUC διαλύθηκε το 2006, αλλά παρ’ όλα αυτά οι εγκληματικές συμμορίες  (στα ισπανικά bacrim) συνεχίζουν να υφίστανται έως και σήμερα. Είναι λοιπόν φανερό ότι όλες αυτές οι ομάδες (αντάρτικες, παραστρατιωτικές, κυβερνητικές) δρούσαν για πολλά χρόνια στη χώρα συγχρόνως, δημιουργώντας μία κατάσταση χάους στην οποία εγκλώβιζαν τους πολίτες που δεν εμπλέκονταν σε καμία από αυτές τις δράσεις.

Στη διάρκεια των 52 αυτών χρόνων -επίσημα τουλάχιστον, καθώς στην πραγματικότητα συνεχίζονται και σήμερα- έχουν καταγραφεί χιλιάδες δολοφονίες, βιασμοί, απαγωγές, εξαφανίσεις, υποχρεωτικοί εκτοπισμοί και βασανιστήρια. Σύμφωνα με συνεντεύξεις των ντόπιων αγροτών στην Deutsche Welle, όμως, ούτε οι νόμιμες ένοπλες δυνάμεις της κυβέρνησης προστάτευαν τους πολίτες όπως όφειλαν, καθώς συλλαμβάνανε όσους ήταν ύποπτοι για συμμετοχή στα αντικυβερνητικά κινήματα ή όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν από την χώρα σε αναζήτηση καταφυγίου σε άλλες χώρες όπου θα μπορούσαν να ζουν χωρίς φόβο για τη ζωή τους και όχι σε ένα τόπο που έμοιαζε περισσότερο με αρένα επιβίωσης παρά με ανθρώπινο πολιτισμένο περιβάλλον, και τους παρέδιδαν στις παραστρατιωτικές ομάδες οι οποίες τους σκότωναν εν ψυχρώ μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια. Όσον αφορά το FARC και το ELN, που φαινομενικά μάχονταν για τους αγροτικούς πληθυσμούς, εξανάγκαζαν οι ίδιοι τις τοπικές φτωχές οικογένειες να εντάσσουν από μικρά τα παιδιά τους στον στρατό που σχημάτιζαν, απειλώντας τους ότι αν δεν το κάνουν θα το πλήρωναν με την ζωή τους, ή την υποχρεωτική μετακίνησή τους μακριά από την κατοικία και τα χωράφια τους.
Ένα μεγάλο πλήγμα για την Κολομβία ως χώρα αλλά πηγή τεράστιων εσόδων για το FARC, ήταν το εμπόριο ναρκωτικών και συγκεκριμένα κοκαΐνης, σε συνδυασμό με την απαγωγή εξεχόντων πολιτικών προσώπων και όχι μόνο. Οι τελευταίες πραγματοποιούνταν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από το FARC, καθώς από τα λύτρα που ζητούσαν για την απελευθέρωση των απαχθέντων, ενίσχυαν το κίνημα και τις καλλιέργειες κοκαΐνης. Η ένταση κορυφώνεται όταν το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών επεκτείνεται οδηγώντας την Κολομβία στην πρώτη θέση στη λίστα με τις χώρες παραγωγής και εξαγωγής ναρκωτικών στον κόσμο και οι συμμορίες ξεκινούν να συγκρούονται για τον έλεγχο ζωνών καλλιέργειας, τοποθετώντας για άλλη μία φορά τους ιδιοκτήτες αγροτικής γης στο κέντρο των αναταραχών χωρίς οι ίδιοι να φέρουν κάποια ευθύνη και χωρίς να επιθυμούν την ανάμειξή τους. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 εντατικοποιήθηκαν οι δράσεις κατά του εμπορίου ναρκωτικών, ενώ ενισχύθηκαν μετά την δολοφονία του ηγέτη ενός από τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών, Pablo Escobar(1) , με την παρέμβαση των ΗΠΑ και τη δημιουργία του ‘’Plan Colombia’’ που περιλάμβανε στρατιωτική βοήθεια στην χώρα της Λατινικής Αμερικής με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των ναρκωτικών που μάστιζε την χώρα. Στις αρχές τις δεκαετίας του 2000, μάλιστα, η Κολομβία ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή του 90% κοκαΐνης στον κόσμο. Αναφορικά με τις απαγωγές, (2) σε μια από τις πιο σημαντικές, οι FARC απήγαγαν την υποψήφια για την προεδρία Ίνγκριντ Μπετανκούρ το 2002. Η ομάδα την κράτησε μαζί με τρεις Αμερικανούς στρατιωτικούς εργολάβους μέχρι το 2008, όταν οι Κολομβιανές δυνάμεις έσωσαν αυτούς και δώδεκα άλλους ομήρους. Το Εθνικό Κέντρο Ιστορικής Μνήμης της Κολομβίας εκτιμά ότι ομάδες ανταρτών απήγαγαν 25 χιλιάδες ανθρώπους μεταξύ του 1970 και του 2010.(2)

Το επίσημο τέλος αυτής της μαύρης σελίδας στην ιστορία της Κολομβίας, επήλθε το Νοέμβριο του 2016, όταν η κυβέρνηση του Juan Manuel Santos κατόρθωσε να καταλήξει σε μία συμφωνία με το μεγαλύτερο αντάρτικο κίνημα της χώρας, τους FARC. Ο τότε Πρόεδρος της χώρας, Santos, που είχε ξεκινήσει ήδη την εκστρατεία του για διαπραγματεύσεις με τους αντάρτες από το 2012 τιμήθηκε αργότερα το 2016 με το Νόμπελ Ειρήνης. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, επικεντρώθηκαν σε πέντε αρχές: την συμμετοχή των μελών του FARC στα πολιτικά δρώμενα στο μέλλον, την εξάλειψη των καλλιεργειών κοκαΐνης, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, την κοινωνική δικαιοσύνη και τις αποζημιώσεις, την επανένταξη των μελών στην κοινωνία, τον αφοπλισμό όλων των ανταρτών και την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας. Έτσι λοιπόν και ολοκληρώθηκε η διαδικασία, με τους αντάρτες και τις παραστρατιωτικές ομάδες να παραδίδουν τα όπλα και τους πολίτες της χώρας να υποδέχονται την εκεχειρία αυτή με πανηγυρισμούς καθώς ήλπιζαν πως θα τελείωνε η κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων τους και η τρομοκρατία που βίωναν για τουλάχιστον μισό αιώνα. Σημαντικά βήματα έγιναν λοιπόν έκτοτε, ένα εξ’ αυτών ήταν η δημιουργία ενός Ειδικού Δικαστηρίου για την Ειρήνη (JEP) που στελεχώθηκε από κολομβιανούς και διεθνείς δικαστές, με σκοπό, την επιβολή ποινών σε όσους κρίνονται ένοχοι για σοβαρά εγκλήματα (δολοφονίες, βιασμοί, δημεύσεις περιουσιών) καθώς και την επίβλεψη των επανορθώσεων.

Το λογικό και το ορθόδοξο θα ήταν όλα αυτά να τερμάτιζαν τις συγκρούσεις και τις παράνομες ενέργειες. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί πλήρως, αφού μέχρι και σήμερα περισσότερο από 90% των σεξουαλικών εγκλημάτων περνούν στην αφάνεια, με τους δράστες να μην τιμωρούνται και τα θύματα να υποφέρουν από το διεφθαρμένο αν όχι ανεπαρκές σύστημα δικαιοσύνης. Παράλληλα, τα καρτέλ ναρκωτικών και οι εγκληματικές συμμορίες δρουν παράνομα και ανενόχλητα, πλουτίζοντας ολοένα και περισσότερο ενώ οι διαδηλώσεις των πολιτών ενάντια στον νέο δεξιό Πρόεδρο Ivan Duque Marquez, τον οποίο κατηγορούν για ανικανότητα εφαρμογής των ειρηνευτικών όρων, αυξάνονται προκαλώντας εντάσεις και τραυματισμούς. Οι μαζικές, λοιπόν, κινητοποιήσεις κατά της ηγεσίας με σκοπό τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου που να μπορεί να συμβαδίζει εν έτει 2020 με τις υπόλοιπες χώρες, οι συγκρούσεις μεταξύ παράνομων ομάδων διακίνησης ναρκωτικών και τα ακραία μέτρα της κυβέρνησης (απαγόρευση κυκλοφορίας στην Μπογκοτά στις 23/11/2019), παραχώρησαν για λίγο καιρό την θέση τους στην πανδημία του κορωνοϊού, που ανέδειξε με ακόμα πιο σκληρό τρόπο τα προβλήματα που ήδη υπήρχαν στην χώρα, οδηγώντας τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις σε ακόμα χειρότερες συνθήκες διαβίωσης, τοποθετώντας του κάτω από το όριο της φτώχειας.

Υποσημειώσεις

 

(1) Pablo Escobar (1949-1993). Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους διακινητές κοκαΐνης, αρχηγός του Καρτέλ του Μεδεγίν. Στην δεκαετία του ’80 έως και το ’90 χαρακτηρίστηκε ως ‘’ο βασιλιάς της κοκαΐνης’’. Ο κολομβιανής καταγωγής εγκληματίας, παρά τις δολοφονίες πολιτικών που είχε διαπράξει, έκανε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο χτίζοντας σχολεία, πάρκα, νοσοκομεία και σπίτια για τους οικονομικά αδύναμους. Πέθανε από πυροβολισμό, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει την σύλληψη.
(2) από Colombian’s Civil Conflict , Council on Foreign Relations https://www.cfr.org/backgrounder/colombias-civil-conflict

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ

KEDISA--ανάλυση